Στις αρχές του 1920, κι ενώ οι διωγμοί στον Πόντο συνεχίζονται με αμείωτη ένταση από τους κεμαλικούς, στο χωριό Καράκαβακ της Σαμψούντας, οι Τσέτες μαζεύουν τους Έλληνες και τους οδηγούν στην εξορία. Σ’ αυτό το πλήθος βρίσκεται και ο 14χρονος ορφανός Ανέστης Παπαδόπουλος, να κρατά από το χέρι την 6χρονη αδελφή του Αθηνά –τους γονείς τους εκτέλεσαν νωρίτερα οι Τούρκοι– ακολουθώντας τα βήματα των μεγάλων.
Ο Ανέστης Παπαδόπουλος διηγείται:
«Πορεία στο σκοτάδι, στο κρύο, ρακένδυτοι, νηστικοί. Μέσα στο πανδαιμόνιο της νύχτας, κοντά στο χωριό Τσεγκίρ, οι τσέτες βάζουν φωτιά στις καλύβες που έφτιαξαν κι έμεναν δικοί μας διωγμένοι, για να τους ξεπαστρέψουν. Άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Εγώ, φορτωμένος στην πλάτη την κατάκοπη Αθηνά, άκουσα ξαφνικά φωνές και τρόμαξα. Ήμουν μικρός και δεν άντεχα το φορτίο της αδελφής μου, κι εκείνη πάλι δεν μπορούσε να περπατήσει. Την κατέβασα από την πλάτη μου στα ξαφνικά γιουρούσια των Τούρκων, της είπα να με ακολουθήσει κι έτρεξα να κρυφτώ, όπως έκαναν όλοι. Εκείνη έμεινε πίσω, και όταν μετά γύρισα να την βρω, είχε χαθεί. Δεν την ξαναείδα… Την έψαξα παντού και υπέθεσα πως σκοτώθηκε ή κάηκε στις διπλανές καλύβες… Εκείνο το βράδυ έπεσαν πολλά κορμιά… Έτσι ακολούθησα τους άλλους χωρίς αυτήν…».
Στο δρόμο της εξορίας και της εξόντωσης
Τον Ανέστη έφερε το 1923 στην Ελλάδα μια αμερικανική επιτροπή που περιέθαλπε ορφανά, και εγκαταστάθηκε στο χωριό Ταξιάρχες Δράμας. Παντρεύτηκε, έκανε τρεις γιους, και ο μεγάλος, ο Αλέκος, πήγε το 1980 εργάτης στη Γερμανία. Στο εργοστάσιο όπου δούλευε, γνωρίστηκε με έναν Τούρκο εργάτη που ήταν από το χωριό του πατέρα του, το Καράκαβακ. Ενημέρωσε τον πατέρα του, και όταν ο Τούρκος θα έφευγε με άδεια στο χωριό του, τον παρακάλεσε να ρωτήσει για μια κοπέλα που χάθηκε εκεί και λεγόταν Αθηνά.
Όταν ο Τούρκος πήγε στο Καράκαβακ, ο πρώτος που βρήκε και ρώτησε αν ξέρει κάτι, ήταν παραδόξως ο Ισμέτ, γιος της Αθηνάς, που λεγόταν πλέον Φατμέ!
Όταν γύρισε στη Γερμανία είπε στον Αλέκο: «Ιγί χαμπερλέρ! Χάλαν Καρακαβακτά γιασίγιορ!» (Ευχάριστα νέα! Η θεία σου ζει στο Καράκαβακ!). Ο Αλέκος ειδοποίησε τον πατέρα του στους Ταξιάρχες κι εκείνος τράβηξε για τον Πόντο. Μόλις έφτασε στην Σαμψούντα, τον περίμενε ο… ανεψιός του, ο Ισμέτ. Τον οδήγησε στην πλατεία του χωριού όπου είχαν μαζευτεί όλοι οι χωριανοί για να τον υποδεχτούν, ενώ καμιά δεκαριά γυναίκες, ίδιας ηλικίας, ήταν μαζεμένες μπροστά. Ένας ηλικιωμένος υποδέχτηκε τον Ανέστη και τον ρώτησε: «Μπορείς ανάμεσα από αυτές τις γυναίκες να αναγνωρίσεις ποια είναι η αδελφή σου;».
Ισμέτ και Αθηνά
Ο Ανέστης, γυρίζει 62 χρόνια πίσω, τα πόδια του τρέμουν, οι χτύποι της καρδιάς του δυναμώνουν. Τις κοιτάζει προσεκτικά: «Η αδελφή μου», λέει, «είχε φρύδια σμιχτά, μικρό σημάδι στο μέτωπο και μαύρα μάτια…». Κοίταξε μετά τις γυναίκες στα μάτια, πλησίασε μια αδύνατη και είπε: « Αυτή κάπως μοιάζει, αλλά θέλω να ακούσω και τη φωνή της…». Εκείνη φώναξε «Ανέστη!», έπεσε στην αγκαλιά του αδελφού της και λιποθύμησε! Όλοι ξέσπασαν σε κλάματα από τη συγκίνηση, και ο ηλικιωμένος του χωριού πρόσταξε: «Εμπρός, σφάξτε το κουρμπάνι, θέλημα του Θεού ήταν τα δυο αδέλφια να σμίξουν μετά από 62 χρόνια!».
Ανέστης Παπαδόπουλος
Τη μικρή Αθηνά, τότε στους διωγμούς, την βρήκαν περιπλανώμενη κάτι Τουρκάλες, ήρθε κι ένας χωριανός τους, την είδε να κλαίει, την λυπήθηκε και είπε να την πάρουν και να την περιθάλψουν (έγινε αργότερα πεθερός της), ενώ μια γυναίκα (η μετέπειτα πεθερά της) απέτρεψε έναν αποσπασματάρχη αξιωματικό – και μάλιστα τον χαστούκισε, επειδή ήθελε να την εκτελέσει!…
Τάσος Κοντογιαννίδης