Οι λέξεις με κατάληξη «-ισμός» υποδηλώνουν ιδεολογία, μια διακριτή πεποίθηση σε έναν συγκεκριμένο κώδικα πολιτικής, ηθικής, κοινωνικής οργάνωσης, μεταφυσικής, αξιών ή οτιδήποτε άλλο. Σε αυτό το πλαίσιο, ελάχιστες είναι οι προσωπικότητες στο ρου της ανθρώπινης ιστορίας οι οποίες να έχουν καταφέρει να συνδέσουν το όνομά τους με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο πολιτικής –και πολεμικής–, είτε με τη θετική είτε με την αρνητική έννοια. Στο επίπεδο των ηγετών, γνωρίζουμε πλείστα παραδείγματα μεταξύ των οποίων ο μαοϊσμός, ο θατσερισμός, ο σταλινισμός, ο λενινισμός, ο γκωλισμός αλλά και ο βενιζελισμός.
Γνωρίζουμε, επίσης, τον κεμαλισμό ως ένα δεσποτικά διαρθρωμένο σύστημα το οποίο επέβαλε την τουρκική ταυτότητα επί μίας (κατά τα λοιπά) κατακερματισμένης ανθρωπολογίας.
Βλέποντας κανείς την ιστορία του Μουσταφά Κεμάλ, αντιλαμβάνεται και ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που δικαιολογεί την ύπαρξη μιας αυτόνομης κεμαλικής ιδεολογίας.
Ο Κεμάλ επέδειξε ομολογουμένως μεγάλες οργανωτικές και ηγετικές ικανότητες ιδρύοντας την Α΄ Τουρκική Δημοκρατία, και κυρίως δημιουργώντας έθνος με ταυτότητα και γλώσσα εκ του μηδενός. Έμεινε στην εξουσία επί 15 έτη προτάσσοντας τον εκδυτικισμό αλλά υπό Ανατολικούς –δεσποτικούς και ανελεύθερους– όρους. Επικράτησε υποβοηθούμενος από ξένες δυνάμεις, αλλά κατά τη διάρκεια της εξουσίας του υπερθεμάτιζε της ουδετερότητας και της απουσίας από διεθνείς διενέξεις με το περίφημο «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο».
Πολλές δεκαετίες αργότερα, ο Νταβούτογλου ήρθε να αποθεώσει την κεμαλική εξωτερική πολιτική μιλώντας για τον «απολογισμό μιας συγκυριακού χαρακτήρα ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής».
Παρά τις αντιφάσεις του, καθώς σε άλλα σημεία του βιβλίου του ασκεί κριτική στην αποτυχία του Κεμάλ να διεκδικήσει ρόλο ανταγωνιστικής δύναμης προς τη Δύση, ο Νταβούτογλου υπονοεί σαφώς ότι η αδυναμία της Τουρκίας κατά τη δεδομένη στιγμή ήταν αυτή η οποία δεν της επέτρεψε να καταστεί πιο επιθετική και ενδεχομένως αναθεωρητική. Σε κάθε περίπτωση, ο Κεμάλ νίκησε και έγινε αυτός που έγινε με τον δικό του τρόπο, και έτσι γεννήθηκε ο κεμαλισμός.
Ο καθηγητής Σεντάτ Λατσινέρ αναφέρθηκε, προ ετών, στον οζαλισμό επιχειρώντας να τοποθετήσει τον Τουργκούτ Οζάλ στην κλειστή ομάδα των ηγετών που επηρέασαν και διαμόρφωσαν καθοριστικά τις εξελίξεις με «έναν τρόπο δικό τους». Το γεγονός ότι ο Οζάλ κατέληξε να είναι όργανο της κεμαλικής γραφειοκρατίας, ενώ και η ίδια η ανάδυση της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης δεν ήταν παρά ένας τακτικός ελιγμός των κεμαλιστών, έθεσαν τον Τούρκο ηγέτη σε ρόλο υποχείριου και όχι διαμορφωτή.
Τι συμβαίνει, όμως, με τον Ερντογάν; Είναι εύλογη η ύπαρξη της έννοιας «ερντογανισμός»;
Είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο να προχωρούμε σε τελικές κρίσεις πριν από την ολοκλήρωση ενός δεδομένου ιστορικού κύκλου. Ωστόσο, νομίζω ότι μπορούμε να παραδεχθούμε ότι ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει μια δική του πολιτική τάξη στην Τουρκία. Δεν υποτάχθηκε στον κεμαλισμό, αλλά ούτε και στον ισλαμισμό. Δεν ασπάστηκε την εθνικιστική ιδεολογία κατά τρόπο που να παραμελεί το πολιτικό Ισλάμ, αλλά δεν έγινε και ισλαμιστής σε βαθμό που να υποστηρίζει τη μετάβαση σε μια μετακρατική πραγματικότητα και την απεμπόληση του «ιδανικού» του «τουρκικού έθνους».
Είναι ένας κλασικός θιασώτης του νεοοθωμανισμού υπό την έννοια της πλήρους σύζευξης της εθνικιστικής ιδεολογίας με τη θρησκεία, με απώτερο στόχο την εμπέδωση εσωτερικής συνοχής και νομιμοποίησης του τουρκικού παρεμβατισμού στην περιφέρεια. Έχει υπερσκελίσει πλέον τους κεμαλιστές, οι οποίοι παρακολουθούν ενεοί την ερντογανική προέλαση.
Οι αποτυχίες του στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής είναι συνεχείς, ενώ και στο εσωτερικό της χώρας το στοίχημα της ενσωμάτωσης των Κούρδων έχει χαθεί προ πολλού.
Άλλωστε, όπως έχουμε υπονοήσει και παραπάνω, η απόδοση του όρου δεν εξαρτάται από την επιτυχία του κράτους, αλλά αφενός από το βαθμό που ο ηγέτης έχει δημιουργήσει τη δική του νομενκλατούρα και αφετέρου από την ιδιαιτερότητα του τρόπου – δίχως, δηλαδή, εξαρτήσεις και αγκυλώσεις. Η μόνη αγκύλωσή του είναι μάλλον η μεγαλομανία, η οποία καταλήγει σε έναν τυπικό ανορθολογισμό.