Η ιστορία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού. Μελετήθηκε και εξακολουθεί να ερευνάται όσο καμία άλλη νεοελληνική διάλεκτος, κι όσοι την μιλούν δίνουν μάχη για να την κρατήσουν ζωντανή. Άλλωστε οι λέξεις της, οι ιδιωματισμοί της, αντικατοπτρίζουν τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες έζησαν οι ελληνόφωνοι κάτοικοι στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Και κανείς δεν θέλει να ξεχάσει. Ο Πόντος έχει μνήμη!
Η ποντιακή διάλεκτος μαζί με την καππαδοκική αποτελούν τα λεγόμενα μικρασιατικά ιδιώματα. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ελληνιστική κοινή, με τη διαμόρφωσή της να χρονολογείται στον 7ο ή τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Αναφερόμενος στα στοιχεία που διαμόρφωσαν την πιο σύγχρονη μορφή της, ο γλωσσολόγος Δημοσθένης Οικονομίδης (1958, σ. 5) γράφει ότι «αφού ως η νέα λαλουμένη ελληνική καθόλου υπέκυψε και αύτη εις την κοινήν λεγομένην ελληνικήν ολίγα τινά μόνον στοιχεία εκ της ιωνικής διασώσασα, ικανά όμως άλλα αρχαιοπινή, προσέλαβεν έπειτα και πολλάς λέξεις και πολλούς γραμματικούς τύπους εκ της μεσαιωνικής και της βυζαντιακής γλώσσης, από δε της αλώσεως και πολλάς κατ’ ανάγκην τουρκικάς λέξεις, τας οποίας και σήμερον έτι διατηρεί τινάς μεν αυτουσίους, τινάς δε μετά καταλήξεων ελληνικών κατά τους ιδίους αυτής γραμματικούς κανόνας».
Η ποντιακή αποτελούσε κώδικα προφορικής παράδοσης τον οποίον οι ομιλητές του ονόμαζαν ρωμέικα ή λαζικά. Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει η καταγραφή διαλεκτικών κειμένων, ενώ με την ίδρυση του Αρχείου Πόντου η καταγραφή είναι πλέον πιο συστηματική (1928). Ωστόσο καταγραφή με το σύγχρονο φωνητικό σύστημα έχουμε μετά το 1980 (Drettas 1999).
Επειδή ακριβώς η ποντιακή διάλεκτος είχε απλωθεί σε εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο –ποντιακά μιλούσαν και έποικοι από τον Πόντο στις παραμεθόριες με την Τουρκία περιοχές του Καυκάσου (Καρς, Βατούμ) και της νότιας Ρωσίας (Κράσνονταρ, Ζντανόφ)–, είχε διαχωριστεί σε διάφορα ιδιώματα.
Ο αρχιμανδρίτης, φιλόλογος, πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και διευθυντής του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών Άνθιμος Παπαδόπουλος κάνει λόγο για τα ιδιώματα:
-Τραπεζούντας, Ματσούκας, Σάντας και Χαλδίας,
-Κερασούντας και Τρίπολης,
-Όφεως και Σουρμένων,
-Οινόης,
-Αμισού (Σαμψούντας),
-Ινέπολης,
-Κοτυώρων, Σινώπης και Νικόπολης.
Από την πλευρά του ο πρωτοπόρος γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938, 1981) διακρίνει την ποντιακή σε τρεις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες: τα οινουντιακά, τα τραπεζουντιακά και τα χαλδιώτικα.
Κατά τον καθηγητή Νεοελληνικής Γλώσσας, Δημήτρη Ε. Τομπαΐδη «η κατάταξη των ποντιακών ιδιωμάτων με βάση το ισόγλωσσο “τελικό ν” που επιχείρησε και ο Α. Α. Παπαδόπουλος δίνει την πιο αντιπροσωπευτική εικόνα της διαλεκτικής διαφοροποίησης στον ποντιακό χώρο». Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το παιδίν, την ημέραν, τον κύρην, επαίρεν κ.ά., ή όταν εμφανίζεται προσθετικά το ν όπως στις λέξεις το στόμαν, ο βασιλέαν, ο Γιάννεν κ.ά.
Η ποντιακή διάλεκτος έχει ενσωματώσει πολλά στοιχεία από τις γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή – τουρκική, κουρδική, αρμενική, γεωργιανή, ελλαδική ελληνική. Έτσι έχει πολλές ιδιωματικές λέξεις που δεν υπάρχουν στη νεοελληνική κοινή ή σε άλλες διαλέκτους με την ίδια ρίζα. Ο Δρ. Νικολάος Γ. Κοντοσόπουλος, διδάκτωρ φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών, αναφέρει ότι η ποντιακή ανήκει στη ζώνη του είντα και όχι του τι (2000).