Η δειλή επανεμφάνιση του ευρωπαϊκού κοσμικού ρεύματος στην Τουρκία, με αφορμή τη φυλάκιση του Ιμάμογλου, συνιστά μια εξέλιξη που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη – ούτε να αγνοηθεί από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αρθρογράφος και πρώην πρέσβης Selim Kuneralp, μέσω του ιστολογίου Serbestiyet, έδωσε πρόσφατα τη δική του ερμηνεία για τη στρατηγική καμπή στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Το άρθρο του αποτυπώνει ξεκάθαρα τη βαθιά ανησυχία ενός μέρους της τουρκικής ελίτ για την κατεύθυνση που έχει πάρει η χώρα. Ο Kuneralp δεν είναι τυχαίος: έχει διατελέσει πρέσβης και εκπρόσωπος της Άγκυρας σε σημαντικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ η φωνή του –αν και συχνά αποσιωπάται από τα κυρίαρχα μέσα της Τουρκίας– διατηρεί επιρροή στον στοχαστικό πυρήνα της τουρκικής διπλωματίας. Η παρέμβασή του είναι ενδεικτική της αναζήτησης εναλλακτικής πορείας, μακριά από το ασιατικό αφήγημα που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια.
Στην καρδιά του προβληματισμού του βρίσκεται η πλήρης αποτυχία της πολιτικής των δύο κρατών στην Κύπρο. Η απόφαση των κρατών της Κεντρικής Ασίας να αναγνωρίσουν επισήμως την Κυπριακή Δημοκρατία –είτε με άνοιγμα πρεσβειών είτε με αποστολή διαπιστευμένων διπλωματών– συνιστά, για την Άγκυρα, μια γεωπολιτική ήττα σε πολλαπλά επίπεδα.
Η «ήττα της Σαμαρκάνδης», όπως την αποκαλεί ειρωνικά ο Kuneralp, επιβεβαιώνει πως το αφήγημα της «ΤΔΒΚ» ως ανεξάρτητου κρατικού σχηματισμού είναι πολιτικά και νομικά ανεφάρμοστο – και διεθνώς απορριπτέο.
Σε αντίθεση με τις επισημάνσεις του αρθρογράφου βρίσκονται οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, το όνομα του οποίου έχει εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο στα κατεχόμενα που, ίσως, απειλήσει τη καρέκλα του.
«Δεν θα επιτρέψουμε κανένα μονομερές βήμα ή τετελεσμένο γεγονός στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο», δήλωσε ο Φιντάν. Και επέμεινε πως «το εξαντλημένο μοντέλο της ομοσπονδίας δεν βρίσκεται πλέον στο τραπέζι». Οι εξελίξεις του επόμενου διαστήματος θα δείξουν αν η Τουρκία θα μπορέσει να υποστηρίξει την πολιτική αυτή.
Η ευρωπαϊκή λογική βασίζεται στη διαπραγμάτευση και τη συνεννόηση με βάση τους διεθνείς κανόνες. Η Τουρκία, αντίθετα, έχει οικοδομήσει την εξωτερική της πολιτική γύρω από την αρχή του «ό,τι διεκδικώ, μου ανήκει» – μια λογική μηδενικού αθροίσματος, όπου κάθε υποχώρηση θεωρείται ήττα. Αυτή η αντίληψη, ωστόσο, αρχίζει να υπονομεύεται τόσο από εξωτερικές εξελίξεις όσο και από εσωτερικές πιέσεις.
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή μεταβάλλονται ραγδαία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ανασύρει μνήμες της σοβιετικής επιθετικότητας στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, ιδίως στις δημοκρατίες με σημαντικές ρωσικές μειονότητες. Ο φόβος ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επιχειρήσει ανάλογες “επαναπροσεγγίσεις” –με πρόσχημα την προστασία των ρωσικών πληθυσμών– έχει ωθήσει τις χώρες αυτές σε στενότερη συνεργασία με την ΕΕ, παρακάμπτοντας τόσο τη Μόσχα όσο και την Άγκυρα.
Ούτε τα οικονομικά ανταλλάγματα, όπως τα 12 δισ. ευρώ που υποσχέθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενίσχυση του Διακαυκάσιου διαδρόμου, φαίνεται να ήταν ο βασικός μοχλός αυτής της στροφής. Ο Kuneralp υποστηρίζει πως η βασική αιτία είναι στρατηγική: η ανάγκη ασφάλειας απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Και σε αυτό το σκηνικό, η Τουρκία χάνει έδαφος, καθώς θεωρείται πλέον μη προβλέψιμος παίκτης – κάτι που δυσχεραίνει τις δικές της επιδιώξεις, ακόμα και σε παραδοσιακά φιλικές ζώνες επιρροής.
Παράλληλα, η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία δείχνει σημάδια σοβαρής φθοράς. Η οικονομία βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση, το κυβερνών κόμμα βλέπει τις δημοσκοπήσεις να το φέρνουν πίσω από την αντιπολίτευση, ενώ η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου και η διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στα κεφάλαια των παραλίων και της βαθιάς Ανατολής αποκαλύπτουν ένα βαθύτερο ρήγμα στην κοινωνική συνοχή. Ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, μέχρι πρότινος πανίσχυρος, φαίνεται πλέον να βρίσκεται υπό πίεση, λόγω του σκανδάλου με τις κασέτες στα Κατεχόμενα – σκάνδαλο που αγγίζει τις σχέσεις Άγκυρας–Τουρκοκυπρίων.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το ευρωπαϊκό ρεύμα δεν είναι απλώς μια εσωτερική ροπή – είναι και ένας δυνητικός διπλωματικός διάδρομος για έξοδο από την κρίση. Η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτό, έχει συμφέρον να ενθαρρύνει μια τέτοια κατεύθυνση. Μια Τουρκία που λειτουργεί με βάση τους ευρωπαϊκούς κανόνες είναι, αν μη τι άλλο, διαπραγματεύσιμη. Ακόμα κι αν η πλήρης ένταξη στην ΕΕ μοιάζει απίθανη, η μερική θεσμική προσέγγιση μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένα ανταλλάγματα – οικονομικά, εμπορικά ή ενεργειακά.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, η κατάσταση παραμένει τεταμένη, με το σενάριο ενός ελεγχόμενου ελληνοτουρκικού επεισοδίου να παραμένει στο τραπέζι για να παρέμβουν κυρίαρχα οι αμερικανικές εταιρείες. Να εκμεταλλευτούν τους υδρογονάνθρακες και να διανείμουν οι ίδιες μέρος των κερδών στα μέρη. Είναι το σενάριο Ζαπορίζια. Όπως είναι γνωστόν ο Τραμπ πρότεινε να ελέγξουν τον πυρηνικό σταθμό αμερικανικές εταιρείες και να διανείμουν ενέργεια σε Ουκρανία και Ρωσία.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι το Κυπριακό. Η επάνοδος στη λογική της ομοσπονδίας –με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ– φαίνεται σήμερα πιο ρεαλιστική. Όχι γιατί η Τουρκία άλλαξε στρατηγική, αλλά γιατί το κόστος της εμμονής στην πολιτική των δύο κρατών γίνεται πια μη διαχειρίσιμο.
Η διεθνής απομόνωση της «ΤΔΒΚ» είναι σχεδόν απόλυτη – ακόμη και το Αζερμπαϊτζάν αποφεύγει την αναγνώριση. Ούτε πτήσεις, ούτε εμπορικές συμφωνίες, ούτε πολιτική ισοτιμία.
Η «λύση δύο κρατών» έχει καταστεί τοξική, όχι μόνο για τους Ελληνοκύπριους, αλλά και για τους ίδιους τους Τουρκοκυπρίους που βλέπουν τη ζωή τους να παραμένει σε αδιέξοδο.
Ο ευρωπαϊσμός στην Τουρκία, με όλη τη δυσπιστία που τον συνοδεύει, είναι η μόνη εναλλακτική που μπορεί να επαναφέρει κάποιας μορφής κανονικότητα. Η «ήττα της Σαμαρκάνδης» μπορεί να αποδειχθεί η απαρχή ενός νέου ρεαλισμού.