Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Ανάσταση του Κυρίου, με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Τον Σταυρό Σου προσκυνώ, Χριστέ μου και Θεέ μου,
και την αγία Σου Ταφή, Αθάνατε, δοξάζω·
και την Ανάστασή Σου καθώς γιορτάζω ολόχαρος, για Εσέ βροντοφωνάζω:
«Ο Κύριος Αναστήθηκε»!
Οίκοι
α’. Σωτήρα, την πορεία Σου μέχρι τα βάθη του Άδη κανείς δεν ξέρει επακριβώς, παρά μονάχα ο Άδης.
Γιατί με όσα είδε, αλλά και μ’ όσα έπαθε, μπόρεσε κι έμαθε καλά αυτός τη δύναμή Σου.
Έτσι, λοιπόν, θέλω αυτόν πρώτο να τον ρωτήσω, για να μου πει τι έγινε·
κι αφού τα μάθω απ’ αυτόν, ύστερα θα ρωτήσω τους φύλακες του Τάφου Σου: το Σώμα Σου ποιος το ’κλεψε, άραγε ποιος να ήταν;
Αν και με πάσα ακρίβεια ξέρω τα γεγονότα και πώς Εσύ αναστήθηκες ‒τα έμαθα απ’ τους φίλους Σου‒ Θεέ μου που Είσαι Αιώνιος και τέλος δεν γνωρίζεις,
βιάζομαι να ακούσω τι λεν κι αυτοί που Σε μισούν. Έτσι, θα βεβαιώσω τα λόγια αυτών που Σ’ αγαπούν κι όλο χαρά φωνάζουν:
«Ο Κύριος Αναστήθηκε»!
β’. Ο φίλος που σε αγαπά, είναι αναμενόμενο εγκώμια να σου πλέκει· αν και αυτός που σε μισεί τύχει να σε παραδεχθεί, τότε αυτό σημαίνει πως ‒θέλει δεν θέλει‒ και αυτός μάς λέει την αλήθεια.
Είναι γραμμένο, άλλωστε: «Απ’ τους εχθρούς που έχουμε κι απ’ όσους μας μισούνε θα έρθει η σωτηρία μας».
Πες μας εσύ πρώτος λοιπόν, Άδη εσένα λέω, που υπάρχεις από πάντοτε του γένους μου εχθρός.
Πες μας: πώς ήτανε που κράταγες μέσα στον Τάφο Εκείνον που το δικό μου γένος τ’ αγάπησε τόσο πολύ; Ακούμε, πώς σού φάνηκε; Ποιος νόμισες πως ήταν;
Πάντως, σίγουρα εσύ θα νόμισες πως ήταν σαν τους πάντες που αυτήν τη γη περπάτησαν. Ταλαίπωρε, έτσι πίστεψες; Μα τι σε λέω ταλαίπωρο; Άπορο απ’ εδώ και μπρος θα πρέπει να σε λέω!
Γιατί όσοι κρατούσες έφυγαν, τους έχασες τελείως. Κι Αυτόν που δήθεν έλεγες πως Τον εξουσιάζεις, έψαξες κάτω να Τον βρεις, μα πουθενά δεν ήταν· αλήθεια είναι το λοιπόν:
«Ο Κύριος Αναστήθηκε»!
γ’. «Άνθρωπε, θέλεις από εμέ να μάθεις πώς κατέβηκε να με καθυποτάξει Εκείνος που με φόνευσε;
»Τα μέλη μου παρέλυσαν και νιώθω διαλυμένος· φωνή δεν έχω να σου πω, δεν βρίσκω το κουράγιο, γιατί είμαι ακόμα έκθαμβος,
»καθώς σαν να ’ναι τώρα βλέπω ξανά ό,τι είχα δει, άνθρωπε, και τρομάζω.
»Όπως παρατηρούσα το λείψανό Του που ήτανε στον Τάφο ξαπλωμένο, το είδα πρώτα στην αρχή που άρχισε να κινείται.
»Και ύστερα από λίγο, πήδηξε ο νεκρός μπροστά στα ξαφνικά με φόρα, και στάθηκε στα πόδια Του και άπλωσε τα χέρια Του ‒αυτά που πριν ο ίδιος μου τα είχα σφιχτοδέσει‒
»και μ’ έπιασε απ’ το λαιμό. Και όλους που ’χα καταπιεί κι ήταν μες στην κοιλιά μου, τους ξέρασα και βγήκανε κι όλοι μαζί φωνάζαν:
»“Ο Κύριος Αναστήθηκε”!
δ’. »Για τους νεκρούς που μου έφυγαν τι κάθομαι και κλαίω; Τον εαυτό μου πρώτα εγώ θα πρέπει να θρηνώ, γιατί έγινα περίγελος.
»Δεν έφτανε μονάχα αυτό ‒έτσι που εξευτελίστηκα‒ μ’ εμπαίζουν κι από πάνω· όλοι με κοροϊδεύουνε.
»Γιατί με λένε λαίμαργο, με λένε αδηφάγο αυτοί που μου ξεφύγανε
»και μ’ εξοργίζουν λέγοντας: “Τι χάσκεις έτσι Άδη μας, σου ’πεσαν τα σαγόνια;
»”Τι καταπίνεις έτσι εκεί; Μπούκωσε ο λαιμός σου! Μ’ αυτό όλο καταγίνεσαι – σταματημό δεν έχεις, αχόρταγε και άπληστε!
»”Στομαχικές διαταραχές; Τι το ’θελες και ρίχτηκες και πάλι στο φαΐ; Νά, όμως, που αλάφρωσες, κι άδειασε η κοιλιά σου· άδειασες απ’ την ώρα που
» ”o Κύριος Αναστήθηκε”!
ε’. »Αλλ’ αν δεχτούν ν’ ακούσουνε, έχω ν’ ανταπαντήσω. Και ποιος δεν θα ’χε γελαστεί,
»σαν θα ’βλεπε Εκείνον στον Τάφο αφημένο μ’ ένα σεντόνι ολόγυρα έτσι σαβανωμένο;
»Τελείως ζώον θα ’τανε αν δεν κατανοούσε πως πάει πια, τελείωσε, Αυτός είχε πεθάνει.
»Αλλιώς γιατί το σώμα Του το αλείβανε με σμύρνα μαζί με αλόη ανάμικτα, καθώς Αυτός κατέβαινε εμέ να συναντήσει;
»Και ποιος πάλι θα έλεγε πως δεν είναι νεκρός, σαν θα ’βλεπε να κλείνουνε το μέρος όπου κείτονταν μ’ ένα μεγάλο λίθο;
»Ποιος θα το καταλάβαινε; Μα ποιος θα το περίμενε; Ποιος ήταν που όντως έλπιζε πως θα ’ρθει σύντομα η στιγμή που θα φωνάξει για Αυτόν
»“Ο Κύριος Αναστήθηκε”;
ϛ’. »Όπως καταλαβαίνετε, απ’ όσα με κατηγορούν τίποτε δεν ισχύει. Αυτός κατέβηκε σε εμέ, το ήθελε ο Ίδιος.
»Βεβαίως από την αρχή ένιωσα κάτι πόνους· μα ύστερα, τι να σας πω! Τι ήταν αυτό που έπαθα; Δεν ξέρω τι με βρήκε!
»Το άνθος που ήτανε γλυκό, έγινε γαλατσίδα πικρή που με φαρμάκωσε
»και ο λαιμός μου ολάκερος πικράθηκε απ’ τη γεύση και όσους είχα καταπιεί τους έβγαλα απ’ το στόμα.
»Ποτέ κανείς σε μένανε, όχι απλώς δεν έκανε, μα ούτε που το σκέφτηκε να κάνει τέτοιο πράγμα! Αυτός, όμως, μου το ’κανε.
»Πριν λίγο εγώ εξουσίαζα μέχρι και βασιλιάδες, και έγκλειστους κρατούσα εδώ μέχρι και τους Προφήτες και, φυσικά, κι όλους αυτούς που τώρα δα φωνάζουν:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”!
ζ’. »Και νά που εγώ ο δεσπότης κατέληξα δεσμώτης· εγώ που ήμουν βασιλιάς, κατάντησα ένας δούλος.
»Το φόβο άλλοτε σκόρπιζα, τώρα σκορπίζω γέλιο στους πάντες που με βλέπουνε ανίκανο τελείως.
»Γυμνός παντού γυρίζω, γιατί τα πάντα μού άρπαξε.
»Έδωσε το παράγγελμα και τρέξανε όλοι γύρω Του, αμέσως μαζευτήκαν όπως το σμάρι οι μέλισσες κυκλώνουν την κηρήθρα.
»Κι αφού με έδεσε σφιχτά, τους είπε να με εμπαίζουνε και να μου ρίχνουν καρπαζιές αν θέλουν στο κεφάλι
»και να πατούν στην πλάτη μου, για να λυγίζω μπρος τους σκυμμένος ως το έδαφος. Και τη σκληρή καρδιά μου, είπε να την συντρίψουνε και όλοι τους να φωνάζουν:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”»!