Με στόχο στις αρχές του 2026 το μνημείο να αποδοθεί στους Θεσσαλονικείς και τους επισκέπτες της πόλης, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης προχωρά με γοργούς ρυθμούς τα έργα ανάδειξης του Ναού της Παναγίας Αχειροποιήτου.
Τα έργα αφορούν στη βελτίωση της προσβασιμότητας στο μνημείο, στη διαμόρφωση και ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του, στην ενεργειακή αναβάθμιση και στην πυρασφάλεια του.
O Ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου, οφείλει το όνομά του στην εικόνα της Θεοτόκου Δεομένης, που σύμφωνα με την παράδοση δεν την είχε ζωγραφίσει ανθρώπου χέρι. Με την επωνυμία αυτή το μνημείο εμφανίζεται σε χρυσόβουλο του Μιχαήλ του Θ’. Αποτελεί εξαίσιο αρχιτεκτόνημα του τέλους του 5ου αι. και μείζον μνημείο βυζαντινής τέχνης της Θεσσαλονίκης. Τα ψηφιδωτά, ο διάκοσμος και οι φορητές εικόνες της συγκροτούν θησαυροφυλάκιο βυζαντινής τέχνης.
Το 1988 η UNESCO συμπεριέλαβε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της πόλης, ανάμεσά τους και το Ναό της Παναγίας Αχειροποιήτου.
Η Αχειροποίητος στη σημερινή της μορφή αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πρωτοβυζαντινής ξυλόστεγης βασιλικής, ελληνιστικού τύπου, με νάρθηκα και υπερώα. Λόγω της συμμετρικής ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, της μορφολογικής ομοιογένειας του γλυπτού διακόσμου και της νατουραλιστικής τεχνοτροπίας των διατηρημένων εντοίχιων ψηφιδωτών, ο ναός μπορεί να θεωρηθεί ως η αρτιότερα διατηρούμενη αρχιτεκτονική σύνθεση της ύστερης Αρχαιότητας στη Θεσσαλονίκη.
Βάσει νεότερων ερευνών, η Αχειροποίητος ανεγέρθηκε χωρίς υπερώα στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα. Τα υπερώα, ένας μη διατηρούμενος φωταγωγός και εκτεταμένα προσκτίσματα προστέθηκαν στο κτήριο στα μέσα του 7ου αιώνα, ενώ εκτεταμένες επεμβάσεις στην ανωδομή επαναλήφθηκαν στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Τον πρώιμο 13ο αιώνα προστέθηκε στο νότιο κλίτος μνημειακή τοιχογραφία των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Μεταγενέστερες επεμβάσεις μετά τη μετατροπή του σε ισλαμικό ευκτήριο το 1430 αλλοίωσαν τη μορφή του κτηρίου, το οποίο έλαβε την οριστική του μορφή κατά την αναστήλωσή του την περίοδο 1909-1914.
Ο ναός καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της πόλης. Ο περιβάλλων χώρος οριοθετείται και στις τέσσερις πλευρές του από λιθόκτιστο κατά κανόνα περίβολο, ο οποίος κατασκευάστηκε κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου (1920-1940). Επισκευάστηκε και ανυψώθηκε στη βορειανατολική γωνία του την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πεσσίσκοι, που χρονολογούνται στη β΄ φάση επισκευής και συμπλήρωσης του περιβόλου, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1949), χαρακτηρίζονται από τοπική αποδιοργάνωση της δομής τους, ενώ ένας εξ αυτών στο νότιο τμήμα του περιβόλου έχει ήδη καταρρεύσει.