Μια από τις πιο σημαντικές ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας από εθιμική άποψη είναι η Μεγάλη Πέμπτη στην ποντιακή λαογραφία – τελετουργικά έθιμα υπάρχουν σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Στην περιοχή του Μεσοχαλδίου, όπως και αλλού, κάθε οικογένεια πήγαινε στις εκκλησιές αλάτι, αυγά και ένα ψωμί ή πρόσφορο, τα οποία τοποθετούσαν κάτω από την Αγία Τράπεζα και μετά την Ανάσταση τα έπαιρναν μαζί, ευλογημένα πλέον όπως πίστευαν, ενώ ο ίδιος ο ιερέας κρατούσε ένα αυγό από κάθε οικογένεια και την κεντρική προσφορική σφραγίδα του άρτου, τον «αμνό».
Αυτά τα τρόφιμα τα θεωρούσαν ευχασμένα. Ο νοικοκύρης τα τεμάχιζε και τα μοίραζε σε όσους βρίσκονταν στο τραπέζι του, οι οποίοι έτρωγαν πρώτα αυτά και κατόπιν τα πασχαλινά εδέσματα.
Μετά τον πρωινό εκκλησιασμό, οπότε και κοινωνούσαν, έβαφαν τα κόκκινα αυγά του Πάσχα (γι’ αυτό και ονόμαζαν την ημέρα «Κόκκινη Πέφτη» ή «Κοκκινοπέφτη»), αλλά και τα αυγά που θα πήγαιναν στο κοιμητήριο τη Δευτέρα του Θωμά, ενώ παρασκεύαζαν επίσης και τα τσουρέκια.
Συνήθως η βαφή των αυγών γινόταν με φυτικά χρώματα, ενώ στο πρώτο που έβαφαν απέδιδαν θαυμαστές ιδιότητες. Μετά τη βαφή τα σκέπαζαν για να μην φαίνεται το χρώμα τους ως το Πάσχα, ενώ σε ορισμένες περιοχές τα έστελναν μέσα σε καλάθι στις εκκλησίες για να λειτουργηθούν, ενίοτε δε τα άφηναν κάτω από την Αγία Τράπεζα, ή στο ιερό, ή στον δεσποτικό θρόνο ως και την Ανάσταση.
Τα τσόφλια αυτών των «ευαγγελισμένων» αυγών τα θεωρούσαν γονιμικά και αποτρεπτικά των κατεστρεπτικών καταιγίδων και του χαλαζιού, γι’ αυτό και τα έβαζαν στα δένδρα ή τα έθαβαν στα όρια των χωραφιών. Σε πολλές περιοχές ένα τέτοιο αυγό το έβαζαν στο εικονοστάσι, και θεωρούσαν ότι ήταν αποτρεπτικό των αποβολών των εγκύων γυναικών, το ονόμαζαν δε «κρατητήρα». Ιδιαίτερη δύναμη απέδιδαν και στα αυγά που γεννούσαν οι κότες –και μάλιστα οι μαύρες– τη Μεγάλη Πέμπτη, τα οποία πήγαιναν στο ναό και κατόπιν τα έθαβαν στα χωράφια τους ή τα κρατούσαν στο σπίτι ως ισχυρά αποτρεπτικά και αντιβασκάνια μέσα.
Στα Κοτύωρα και στη Σινώπη πάλι έβαφαν τόσα αυγά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας, ένα για την Παναγία και λίγα ακόμη για τυχόν έκτακτους και απρόβλεπτους επισκέπτες. Ανάλογο βάψιμο αυγών, ζύμωμα ειδικών κουλουριών και ευλόγηση τροφών στο ναό μαρτυρείται και στην Τραπεζούντα.
Στο Καπίκιοϊ ζύμωναν και έψηναν τα ψωμιά και τις τυρόπιτες του πασχαλινού γεύματος, μαζί με μια τελετουργική πίτα που πήγαιναν στο κοιμητήριο για το τρισάγιο των νεκρών, τη Δευτέρα της Διακαινησίμου. Όπως μάλιστα επισημαίνει ο Ερμ. Ανδρεάδης, στα Σούρμενα την Ακολουθία των Παθών την παρακολουθούσαν και μουσουλμάνες, με την πίστη ότι έτσι θα θεραπεύονταν οι οικείοι τους που υπέφεραν από κάποια ασθένεια.
Τα κεριά που κρατούσαν κατά την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων της Ακολουθίας τα έπαιρναν στο σπίτι τους και τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι, με την πίστη ότι αυτά είχαν υπερφυσικές προφυλακτικές και ιαματικές ιδιότητες.
Επίσης τα κεριά που ανάβουν σε κάθε Ευαγγέλιο τα κρατούσαν και τα άναβαν σε περιπτώσεις κακοκαιριών, πιστεύοντας ότι θα τις σταματήσουν, ή για την αποτροπή βλαπτικών εντόμων.
Στην δε Τσίτη της Χαλδίας ο ιερέας γύριζε την μεγάλη Πέμπτη στα σπίτια του χωριού, αγιάζοντας τους κατοίκους με το ευχέλαιο της προηγούμενης ημέρας, και φιλοδωρούμενος από αυτούς με αυγά.