Ο Επιτάφιος του τελευταίου μητροπολιτικού ναού της Τραπεζούντας, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, αποτελεί ένα ακόμα εξαίσιο δείγμα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής τέχνης που άνθισε στον Πόντο τη μεταβυζαντινή περίοδο. Φιλοτεχνήθηκε για να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες του νέου μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, μετά την κατάληψη του προηγούμενου μητροπολιτικού ναού από φανατικούς μουσουλμάνους.
Οι Πόντιοι έχοντας σταθερή πίστη, μη φειδόμενοι του κόστους, παρήγγειλαν έναν Επιτάφιο άξιο για την μητρόπολη της πρωτεύουσάς τους.
Ο Επιτάφιος της Τραπεζούντας, όπως είναι γνωστός, έχει διαστάσεις 89εκ. ύψος επί 92 εκ. πλάτος. Σε αντίθεση με τον Επιτάφιο της Παναγίας Σουμελά έργο της ξακουστής Θεοδοσίας του Κασυμπούρη και της μαθήτριάς της Ελισάβετ, δεν γνωρίζουμε τη δημιουργό του.
Στην επιγραφή που βρίσκεται κεντρικά στη βάση του Επιταφίου διαβάζουμε στην προτελευταία σειρά: «ΕΤΗ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ» και ακριβώς από κάτω την χρονολογία «ΑΧΟΒ», γεγονός που μας πληροφορεί πως το έργο αυτό είχε ολοκληρωθεί το 1672. Εντάσσεται στον ιστορικό-αφηγηματικό τύπο στον οποίο εικονίζεται ο Επιτάφιος Θρήνος, μια πολυπρόσωπη και πλούσια διακοσμημένη σύνθεση. Στους παλιότερους σωζόμενους επιταφίους ήταν σύνηθες να υπάρχει μόνο η μορφή του νεκρού Χριστού.
Στο κέντρο του Επιταφίου διακρίνουμε τη μορφή του Θεανθρώπου ξαπλωμένη πάνω σε λίθινη πλάκα. Η Θεοτόκος στοργικά ακουμπάει το πρόσωπό της στο πρόσωπο του Υιού της κρατώντας Του το κεφάλι στα γόνατά της, ενώ ο πόνος είναι αποτυπωμένος στην έκφρασή της. Ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού, Ιωάννης ο Θεολόγος, ασπάζεται την αριστερή Του χείρα, ενώ η Μαρία Μαγδαληνή σηκώνει τα χέρια της εκφράζοντας την οδύνη της για το ακατανόητο του πράγματος, πώς η πηγή της Ζωής θνήσκει! Ευλαβικά ο ευσχήμων Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας αγγίζει τα πόδια του Χριστού, ενώ ο Νικόδημος στέκεται πιο πίσω κρατώντας τη σκάλα που λίγο πριν χρησιμοποιήθηκε για την Αποκαθήλωση. Αριστερά του Επιταφίου διακρίνουμε άλλες δύο μορφές των Μυροφόρων, οι οποίες θρηνούν σιωπηλά.
Εικονογραφικά η παράσταση αυτή έχει ως πρότυπο αντίστοιχα έργα της Κρητικής Σχολής ζωγραφικής.
Στο κέντρο της παράστασης δεσπόζει ο Σταυρός, το Λύτρον της Λύπης, με την ελληνική επιγραφή, στην κορυφή της κάθετης κεραίας, «ΙΝΒΙ» (ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΙΟΥΔΑΙΩΝ).
Δεξιά και αριστερά αυτού διακρίνουμε την λόγχη και την κάλαμο με τον σπόγγο.
Κάτω από την οριζόντια κεραία του Σταυρού εμφανίζεται ένα ζεύγος αρχαγγέλων. Ο άγγελος που απεικονίζεται αριστερά έχει τον ρόλο διακόνου αφού φοράει οράριο, άμφιο του πρώτου βαθμού ιεροσύνης. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα πολυτελές αγγείο, μάλλον μυροδοχείο και στο αριστερό μια αναμμένη λαμπάδα. Ο άγγελος εκ δεξιών της παράστασης θυμιάζει με το θυμιατό που κρατάει στο δεξί του χέρι, ενώ στο αριστερό φέρει κι αυτός αναμμένη λαμπάδα. Η στάση του σώματός τους τονίζει την συστολή τους εμπρός στο παράδοξο θέαμα: Ο Δεσπότης των πάντων καθοράται νεκρός! Στον έναστρο κάμπο διακρίνονται, δύο ημίσωμες μορφές αγγέλων που θρηνούν, δύο εξαπτέρυγα, δύο πτερωτές κεφαλές αγγέλων και οι απεικονίσεις του Ήλιου και της Σελήνης.
Στην παράσταση κυριαρχεί το τριμερές κιβώριο με τους στρεπτούς κίονες. Από το εσωτερικό του κεντρικού θόλου αναρτώνται τρεις κανδήλες. Το κιβώριο αυτό αναπαριστά το κιβώριο της Αγίας Τραπέζης, όπου ο ιερέας γονατίζει και προσεύχεται για να μετατραπεί ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Το σώμα του Χριστού αναπαριστά τoν Αμνό. Στο εξωτερικό πλαίσιο του Επιταφίου επικρατεί πλούσιος ανθικός διάκοσμος με βλαστούς, τουλίπες, γαρύφαλλα και άλλα άνθη τα οποία εκφύονται από αγγεία. Είναι σαφείς οι επιρροές από τη σύγχρονή του οθωμανική τέχνη.
Αυτή η αρμονική σύζευξη στοιχείων τόσο από την βυζαντινή παράδοση (η επίπεδη βελονιά, η χρήση αργυρών και χρυσών συρμάτων) όσο και από τη Δυτική τέχνη (φτερωτές κεφαλές αγγέλων, στρεπτοί κίονες, αγγείο) μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η κοσμοπολίτισσα Τραπεζούντα κι ο ποντιακός χώρος γενικότερα, όχι μόνο δεν ήταν καλλιτεχνικά απομονωμένος, τουναντίον ήταν ενήμερος σχετικά με τις σύγχρονες τάσεις της εκκλησιαστικής τέχνης στη Δύση και στην Ανατολή.
Ο ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης ήταν ο τελευταίος μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας (1665-1923) μετά την Παναγία Χρυσοκέφαλο που μετατράπηκε σε τζαμί έπειτα από την Άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και τον Άγιο Φίλιππο που καταλήφθηκε από τον οθωμανικό όχλο και μετατράπηκε και αυτός σε τζαμί το 1663. Βρισκόταν στο παραλιακό μέτωπο και ήταν ορατός από τα πλοία που προσέγγιζαν στο λιμάνι.
Οι Τούρκοι έπειτα από την ολοκλήρωση του ξεριζωμού των Ελλήνων από την πανάρχαια κοιτίδα τους, δεν ήθελαν να αφήσουν ίχνη που να θυμίζουν το ελληνικό παρελθόν. Το σχέδιο της εκκαθάρισης δεν αφορούσε μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τις ενοχλητικές μνήμες και αναφορές γι’ αυτούς. Μετά τα φρικτά γεγονότα της Γενοκτονίας και την αναγκαστική έξοδο των Τραπεζουντίων και των άλλων Ελλήνων του Πόντου, ο ναός του αγίου Γρηγορίου Νύσσης βεβηλώθηκε και λεηλατήθηκε. Η σταδιακή καταστροφή του συντελέστηκε κατά τη διάρκεια τριών ολόκληρων δεκαετιών, του 1920, του 1930 και του 1940.
Το ιερό λειτουργικό άμφιο του Επιταφίου που χρησιμοποιείτο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου στην Πατρίδα, γλίτωσε από τη μανία των αλλόθρησκων και αποθησαυρίζεται στο κέντρο της Αθήνας στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Όσοι από εσάς έχετε σκοπό να λιτανεύσετε, σήμερα, τον Επιτάφιο σε εκκλησία του κέντρου των Αθηνών, στραφείτε εάν θέλετε προς το κτήριο της Δουκίσσης Πλακεντίας και ψάλετε κοιτώντας νοητά τον επιτάφιο της Τραπεζούντας το «Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου» όπως έκαναν αιώνες πριν οι Τραπεζούντιοι. Ίσως ακούσετε τον ήχο από το θυμιατό του αγγέλου του ιστορικού τραπεζούντιου κειμηλίου. Ίσως πάλι αναλογιστείτε πως μετά από την Σταύρωση, ακολουθεί η Ανάσταση.
Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι’ άλλο!
Αλεξία Ιωαννίδου