Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Εις τα Βάια Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιβ’. »Μη στους αγγέλους έδειξα τέτοια στοργή κι αγάπη; Εσένανε αγάπησα, εσένα τον φτωχό, κι έτσι την δόξα μου έκρυψα
»και έγινα άπορος κι εγώ που όλον τον πλούτο έχω ‒ ηθελημένα το έκανα καθώς πολύ σε αγαπώ.
»Και πείνασα και δίψασα και μόχθησα για σένα.
»Διέσχισα άγρια βουνά, γκρεμούς μα και κοιλάδες, γυρεύοντάς σε να βρω, εσέ που ήσουν χαμένος.
»Αμνός εγώ ονομάστηκα, ώστε εσύ το “απολωλός” ν’ ακούσεις τη φωνή μου και γνώριμη να σου φανεί, μαζί μου να έρθεις πάλι.
»Ποιμένας ονομάστηκα· γιατί, για σένα επιθυμώ να δώσω την ψυχή μου κι αν είναι να θυσιαστώ,
»για να σ’ αρπάξω απ’ του άγριου του λύκου, εγώ, το στόμα, και να σωθείς παιδάκι μου.
»Και όλα αυτά τα βάσανα, θέλω και τα τραβάω για να μπορείς εσύ να λες:
»“Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει”».
ιγ’. Κι όπως τα λέγαν όλ’ αυτά, νά και τα γεγονότα, γιατί κατέφθασε ο Χριστός και μπήκε μες στην πόλη.
Κι όσο τους ύμνους άκουγαν που έψελναν τα παιδάκια, τόσο οι εχθροί Του θύμωναν και πιότερο αγριεύαν.
Κι Αυτός τα μάτια σήκωσε· ατένισε τριγύρω Του την Ιερουσαλήμ
κι έφτιαξε, όπως πήγαινε, ένα τραγούδι θλιβερό για τούτη δω την πόλη, και το ’λεγε στη διαδρομή κι έτσι μοιρολογούσε: «Στέναζε Ιερουσαλήμ, οι στεναγμοί σού πρέπουν·
»αλίμονο στην πόλη αυτή που βγάζει τέτοια τέκνα: να ’ν’ τα παιδάκια οι δάσκαλοι κι οι πατεράδες μαθητές, άγουρα μαθητούδια.
»Αν είν’ να πας προς το κακό και προς την πανουργία, έχεις νεανική ορμή, τρέχεις και τ’ αγκαλιάζεις,
»μ’ αν είν’ να πας προς το αγαθό, τα γηρατειά τα έρημα μάς λες πως σε βαραίνουν!
»Καλύτεροι κι ανώτεροι είναι από σένα σίγουρα αυτοί που μου φωνάζουν:
»“Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει”.
ιδ’. »Νά τώρα, πόλη, σου έρχομαι, αλλά θα σ’ απορρίψω, θα σ’ απωθήσω μακριά, κοντά μου δεν σε θέλω· όχι γιατί σε μίσησα,
»αλλά γιατί όπως έφτασα είδα το πόσο μας μισείς, εμέ και τους δικούς μου.
»Τι τους χρωστούσα και σταυρό φτιάξαν για εμέ τα τέκνα σου; τι έκανα και με σταυρό μού το ανταποδίδουν;
»Μήπως γιατί τη θάλασσα με μία ράβδο έσχισα σαν να ’τανε χιτώνας, κι έτσι την χώρισα στα δυο μπροστά τους να περάσουν;
»Και για ποιον λόγο σκάβουνε τον τάφο μου στο βράχο; Μήπως γιατί τους σκέπασα, για να τους προστατέψω με μια νεφέλη κάποτε;
»Μα εγώ είμαι χαρούμενος, γιατί ήρθα για χάρη τους
»και με πολλή αγάπη θα πάθω, θα βασανιστώ απ’ τον μεγάλο πόθο που έχω για τον άνθρωπο που βρίσκεται σε πτώση,
»ώστε όλοι όσοι με ποθούν να λεν, να μου φωνάζουν:
»“Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει”».
ιε’. Την πόλη τη μικρόψυχη, την πόλη τη σκληρόκαρδη έτσι την έλεγξε Αυτός που τις καρδιές γνωρίζει, κι εισήλθε
μέσα στο Ιερό μαζί με τα παιδάκια, των Ιερέων ο Μέγιστος, ο Ιερέας των πάντων.
Στον οίκο του Πατέρα Του κατέφτασε ο Υιός
και πέταξε έξω απ’ το Ναό το κάθε παραμάγαζο, όσους πωλούσανε μαζί και όσους αγοράζαν· κι όπως τους έδιωχν’ έλεγε:
«Απ’ όλα αυτά μέσα εδώ τίποτε να μη μείνει! Φεύγουμε τώρα πια απ’ εδώ
»κι εγώ και ο Πατέρας μου, μαζί και τ’ Άγιο Πνεύμα.
»Βρήκαμε τώρα κάπου αλλού να εγκατασταθούμε· πάμε στων πράων τις αυλές που ’ν’ οι καλόγνωμες καρδιές
»όσων με πίστη μού μιλούν και έτσι μου φωνάζουν:
»“Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει”».
ιϛ’. Πανάγιε Θεού Υιέ, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς που Σε έχουνε υμνήσει, προσμέτρησέ μας και εμάς·
ικέτες Σου στεκόμαστε, δέξου τη δέησή μας, όπως εκείνων των παιδιών που σείανε τα βάγια.
Αυτούς που Εσύ τους έπλασες, Κύριε ελέησέ τους· αυτούς, λέω, που αγάπησες, κι ήρθες κοντά τους τώρα.
Στις Εκκλησίες Σου δώρισε, Θεέ μου, την ειρήνη, όταν οι εχθροί τις απειλούν και πάν’ να τις κλονίσουν.
Μα και σε μένα στείλε συγχώρεση από ψηλά για τ’ αμαρτήματά μου.
Δώσε μου, Κύριε, φώτιση να λέω, να μολογάω μονάχα αυτά που θες Εσύ κι όπως Εσύ τα θέλεις.
Από τη λύπη την πολλή, ας μη βαλτώσει ο νους μου.
Ας είν’ τα έργα μου καλά κι άψογα καμωμένα, για να φωνάζω δυνατά:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».