Ο Δημήτριος Χρυσουλίδης, ο φιλόλογος με καταγωγή από την Ίμερα της Χαλδίας, ήταν καθηγητής του περίφημου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας αλλά και του Παρθεναγωγείου της, από το 1905 έως το 1922.
Ήταν «η δόξα και το φόβητρο» του Φροντιστηρίου όπως τον χαρακτηρίζει ο αγαπημένος μας χρονογράφος Δημήτρης Ψαθάς, ο οποίος είχε την τύχη και… την «ατυχία» να τον έχει καθηγητή του στο Γυμνάσιο.
«Εκεί στην πρώτη Γυμνασίου» περιγράφει ο Δ. Ψαθάς, «δεν είχαμε πια συντροφιά μας τους καλόβολους συγγραφείς των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων, τον Παπαδιαμάντη, τον Ξενόπουλο, τον Καρκαβίτσα, τον Ροΐδη, τον Νιρβάνα, ούτε τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Βαλαωρίτη. Στην πρώτη Γυμνασίου μας περίμενε ο Ξενοφών, μας περίμεναν τα βαριά χοντρά βιβλία με τις στερεότυπες εκδόσεις των αρχαίων κειμένων, μας περίμεναν τα “εις μι και περισπώμενα” και προπάντων, μας περίμενε ο καθηγητής Χρυσουλίδης – η δόξα και το φόβητρο του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος – που ήταν γνωστός με το παρατσούκλι “Σκορπιός”. Ποντιακά τον λέγαμε “ο Χρυσούλτ’ς” ή “ο Σκορπόν”».
Ο Χρυσουλίδης ο επιβλητικός φιλόλογος με τα χρυσαφί στρόγγυλα γυαλάκια του και τα διαπεραστικά του μάτια δίδασκε στους μαθητές Aρχαία Eλληνικά και κυρίως την Κύρου Ανάβαση την οποία διάβαζε με μακρόσυρτη και παθιασμένη φωνή, εκφέροντας τις λέξεις τραγουδιστά με αρχαία προσωδία, κυκλοφορώντας ανάμεσα στα θρανία έχοντας τον απόλυτο έλεγχο της τάξης του.
«Επεί δε οι στρατηγοί συνειλημμμμμμένοι ήσαν (παύση) και των στρατηγών και των στρατιωτών οι συνεπισπόμενοι απολώλεσαν (παύση) εν πολλή δη απορία ήσαν οι Έλλλλληνες….». Και ενώ διάβαζε το κείμενο του Ξενοφώντα σταματούσε απότομα και καταλάμβανε εξ απίνης κάποιον μαθητή του που έβλεπε να «ταξιδεύει» ο λογισμός του κοιτώντας έξω από τα μεγάλα φωτιστικά ανοίγματα-παράθυρα του Φροντιστηρίου, αρμενίζοντας με τον νου του στα βαθυγάλανα νερά του Ευξείνου Πόντου.
«Δή» απευθυνόταν κοιτάζοντας κατάματα τον μαθητή του και εκείνος τα έχανε και προσπαθούσε να βρει τη σειρά.
«Κοιμάσαι βλαξ; Την εξήγηση θέλω. Τι σημαίνει δή;»
Ο μαθητής λουζόταν από κρύο ιδρώτα, ξερόβηχε και προσευχόταν να του έρθει επιφοίτηση ή να του «σφυρίξει» ο διπλανός του τη μετάφραση. Μα ποιος τολμούσε να το κάνει; Ο Χρυσουλίδης είχε και στην πλάτη μάτια!
«Ως ήτο επόμενον, βλαξ! Αυτό σημαίνει το δή! Εις πολλλλλλήν δε αμηχανίαν ευρίσκοντο οι Έλλλλλληνες» και γκαπ βαρούσε σιγανά το βιβλίο στο κεφάλι του μαθητή θαρρείς και επρόκειτο να βάλει μέσα την γνώση με το απαλό εκείνο άγγιγμα.
«Ως ήτο επόμενον» ξαναέλεγε γιατί ως γνωστό η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως! Και πάλι ξανα-έχριζε με το βιβλίο το κεφάλι του μαθητή λέγοντάς του για να τον αφυπνίσει: «Ως ήτο επόμενον… κοιμισμένε, ανόητε, απρόσεκτε, αμελέστατε…».
Η πιο ελαφριά τιμωρία του Χρυσουλίδη ήταν να βάλει στους μαθητές του να αντιγράψουν πέντε ή δέκα φορές τα «εις μι και περισπώμενα», η χειρότερή του… το βαρύ του χέρι που κατέληγε στις χνουδωτές παρειές των αμούστακων αγοριών που μόλις έμπαιναν στην εφηβεία.
Είχε χρέος να τους μάθει Αρχαία Ελληνικά, είχε χρέος να τους μάθει τι έγινε το 400 π.Χ. όταν οι πρόγονοί τους φιλοξένησαν τους Μυρίους του Ξενοφώντα. Τότε που χορεύτηκε ο Πυρρίχιος στα χώματά τους, αυτός ο χορός που διήνυσε ολόκληρες χιλιετίες και έφτασε στα δικά τους χρόνια για να χορευτεί όμοια και απαράλλαχτα.
Ο Δημήτρης Ψαθάς εξομολογείται πως παρόλο που ήταν καλός μαθητής και τον αγαπούσε ιδιαίτερα ο φιλόλογός του, είχε δοκιμάσει και αυτός εκείνους του μπάτσους. Ίσως γιατί ο καθηγητής φρόντιζε να υπάρχει ισονομία ανάμεσα στους μαθητές του, μην αφήνοντας κανέναν παραπονεμένο!
Τον Χρυσουλίδη τον συναντούσε ο χρονογράφος και στο «Μετόχι» κάθε Σάββατο όταν τελούσαν τον εσπερινό. Μάλλον επρόκειτο για το Μετόχι της Παναγίας Σουμελά το οποίο λειτουργούσε στην Ενορία του «Αγίου Γεωργίου του Τσαρτακλή». Εκεί ο μαθητής Ψαθάς έψελνε στον χορό των ψαλτών. Ο Χρυσουλίδης συνεπικουρούσε όταν έφτανε η ώρα να ψαλεί το κατανυκτικό τροπάρι:
Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν Σου,
έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή.
Η φωνή του καθηγητή όπως περιγράφει ο χρονογράφος ήταν αρκετά παράτονη και βραχνή, ο τρόπος όμως εκφοράς των λέξεων, η καθαρή άρθρωση, η στάση του σώματος και η κατάνυξη πρόδιδε έναν άνθρωπο βαθιά θρησκευόμενο, με σταθερή πίστη και αξίες. Ήταν ένας σοφός άνθρωπος όπως λέει ο Ψαθάς, «χρυσός» όπως μαρτυρεί το όνομά του όσον αφορά την ποιότητα του χαρακτήρα του. Εκείνη την εποχή εξάλλου η αυστηρότητα ήταν η κυρίαρχη εκπαιδευτική αρχή.
Ο Χρυσουλίδης, όταν κόντευαν οι διακοπές για το Πάσχα, ανησυχούσε για τους μαθητές του και αυτή του την ανησυχία την εξέφραζε με… απειλές.
«Αλλοίμονον εις εκείνον που θα πιάση φουσέκια κατά το Πάσχα. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα κατασκευάση! Για όποιον πληροφορηθώ θα τον αποβάλω οριστικώς εκ του σχολείου»!
«Τι λέει ο Σκορπόν; Επαλαλώθεν; Είναι ποτέ δυνατόν, για το όνομα του Θεού, να καταλάβουμε Πάσχα χωρίς φουσέκια;» έλεγαν στα πηγαδάκια οι μαθητές του.
«Λαμπρή χωρίς φουσέκια κι’ ίνεται», είπε και ο δεκατριάχρονος Δημήτρης Ψαθάς και ακολούθησε τους συμμαθητές του. Εκεί που γεμίζανε λοιπόν τα φουσέκια με μπαρούτι προσδοκώντας ότι η ενορία τους θα βγει πρώτη ανάμεσα σε όλες τις εκκλησιές της Τραπεζούντας στον φουσεκοπόλεμο, έγινε μια έκρηξη και ο μικρός Δημήτρης από άσπρος έγινε «κατίμαυρος»! Κάηκαν τα ματοτσίνορά του, κάηκαν τα μαλλιά του και «ομοίαζεν άμον χοτλάχς». Ενούτζεν ντο θα ίνεται; Το να εμφανιστεί μπροστά στην μάνα του έτσι και να τον ξυλοφορτώσει δεν τον ένοιαζε, το να τον δει σε αυτήν την κατάσταση ο καθηγητής του όμως, «τον ένοιαζε και τον έκαιγε». Θα τον απογοήτευε σίγουρα και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Δημήτρης Ψαθάς γιατί, αν και είχε τη φήμη του αυστηρού καθηγητή ο Χρυσούλτς, κατά βάθος όλοι οι μαθητές του, όχι μόνο τον σέβονταν και τον υπολήπτονταν, αλλά τον αγαπούσαν κιόλας.
Δεν ξέρουμε πώς εξελίχθηκε η ιστορία και αν τελικά ο καθηγητής έμαθε για την παρακοή αυτή του μαθητή του, γνωρίζουμε όμως λίγα πράγματα για την μετέπειτα ζωή του.
Ο Δημήτριος Χρυσουλίδης ήρθε μετά τα γεγονότα της Γενοκτονίας στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη. Υπηρέτησε ως καθηγητής στα σχολεία της πόλης. Είχε συγγενείς στο Χωρύγι του νομού Κιλκίς, το οποίο και επισκέπτονταν συχνά. Μάλιστα είχε βοηθήσει τους χωρικούς να κατασκευάσουν μια ξύλινη γέφυρα, δίνοντάς τους οδηγίες για την κατασκευή της.
Πέθανε στην Καλαμαριά. Ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου στον επικήδειο λόγο του για τον φιλόλογο από την Ίμερα είπε: «[…] Ήταν σύμβολο μιας εποχής ευγενών οραματισμών στην Τραπεζούντα. Μορφωμένος όσον ολίγοι, τελειόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, υποδιευθυντής μόνιμος και διευθυντής εις ανωμάλους περιστάσεις του περιωνύμου Φροντιστηρίου διεξήγαγε ευόρκως πάντοτε και επιτυχώς την εθνικήν εντολήν».
Ο εγγονός του με το ίδιο ονοματεπώνυμο υπηρέτησε ως καθηγητής στο Πολυτεχνείο του ΑΠΘ, στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών.
Αλεξία Ιωαννίδου
Πηγή