Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια της μουσικής πορείας του, έγραψε γύρω στα 1.500 τραγούδια, όμως ταλαιπωρήθηκε αρκετά, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Το τελευταίο βέβαια δεν σημαίνει ότι έμεινε στα αζήτητα ή χάθηκε.
«Τ’ όνομά μου είναι άγνωστο φυσικά, αλλά ονομάζομαι Μπάμπης Μπακάλης. Μπουζουκάκι παίζω…». Με αυτά τα λόγια συστήθηκε στην Σωτηρία Μπέλλου. Το πρώτο του τραγούδι υπήρξε τεράστια επιτυχία. Όμως ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του απαγορεύτηκε, με διαταγή του υπουργείου Δικαιοσύνης, γιατί το συνέδεαν με τον Εμφύλιο. Μιλάμε για το 1947. Πώς λέμε η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται…
Από την Καρδίτσα στην εξορία
Ο Μπάμπης Μπακάλης γεννήθηκε το 1920 στα Κανάλια Καρδίτσας. Το πραγματικό του όνομα είναι Λάμπρος. Ο πατέρας του, που εργαζόταν ως καπνεργάτης, καταγόταν από τα Κανάλια, ενώ η μητέρα του από την Ήπειρο.
Από τον πατέρα του, που ήταν ψάλτης και ασχολιόταν ερασιτεχνικά με το μπουζούκι, κόλλησε το μικρόβιο της μουσικής. Λίγο πριν από τον πόλεμο ζούσε στα Τρίκαλα όπου έβγαζε μεροκάματο –παίζοντας ακόμα μόνο μπαγλαμά– και μέσα στην Κατοχή δούλευε σε μικρά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, παρέα με τον κοντοπατριώτη του Απόστολο Καλδάρα, που ήταν φοιτητής εκεί. Με τον Καλδάρα γνωρίστηκαν στα Τρίκαλα.
Όπως οι περισσότεροι μετέπειτα συνθέτες της εποχής του ρεμπέτικου, ο Μπακάλης κατεβαίνει στα μαγαζιά του Πειραιά, γύρω στο 1945. Η αιτία που αρχικά βρέθηκε στην Αθήνα ήταν για να φυγαδεύσει μια Εβραία φίλη του που κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Προς τα τέλη της γερμανικής κατοχής, δουλεύει σε διάφορα κεντράκια, στο ίδιο πατάρι με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη και άλλους εκπροσώπους του πειραιώτικου ρεμπέτικου και όχι μόνο. Λόγω των αριστερών φρονημάτων του και του φορτισμένου κλίματος της εποχής συλλαμβάνεται και οδηγείται στην εξορία, στην Ελ Τάμπα της Αιγύπτου.
Η επιστροφή και οι επιτυχίες
Οι πόρτες της δισκογραφίας ανοίγουν γι’ αυτόν χάρη και στην παρέμβαση του Βασίλη Τσιτσάνη, με τον οποίο το 1947 συνυπογράφει ένα μυθικό τραγούδι, που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και την εποχή. Αναφερόμαστε στο Κάποια μάνα αναστενάζει, που όπως είπαμε πιο πάνω τους έφερε μπελάδες.
Και όχι μόνο. Με τον Βασίλη Τσιτσάνη, μέχρι το 1964 ήταν αντίπαλοι στα δικαστήρια για την πατρότητα του τραγουδιού. Τελικά στο φινάλε ο Τσιτσάνης δήλωσε ότι κάτι έκανε και ο Μπακάλης για αυτό.
Η συνέχεια της διαδρομής του Μπάμπη Μπακάλη στο τραγουδιστικό στερέωμα ήταν εντυπωσιακή. Με συνθέσεις του , ο Καζαντζίδης στα μέσα του ’50 καταξιώνεται πια ως ο απόλυτος λαϊκός βάρδος –πρώτος μεταξύ ίσων της ομάδος των κορυφαίων τραγουδιστών μας– ενώ το ίδιο συμβαίνει και με άλλους εκλεκτούς και διαλεκτούς ερμηνευτές.
«Ο Μπακάλης ήταν έξυπνος και διορατικός άνθρωπος. Είχε ένστικτο και μεγάλη αντίληψη γύρω απ’ το τραγούδι», είχε πει για τον δημιουργό ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Η Γιώτα Λύδια σε συνέντευξή της είχε φωτίσει και άλλες πτυχές του δημιουργού. «Ήταν γλυκός, τρυφερός, αλλά ιδιαίτερα απαιτητικός στην εκμάθηση των τραγουδιών. Του άρεσε ν’ αφήνει τον τραγουδιστή, που έχει ξεχωριστά στοιχεία στη φωνή του, να ψάχνει μόνος του το τραγούδι και στη συνέχεια κρατούσε αυτά που κατά τη γνώμη του ταίριαζαν στο ύφος και στη φιλοσοφία τού κάθε τραγουδιού. Ήξερε τι συγκινούσε τον κόσμο και πάντα έπεφτε μέσα στις προβλέψεις του», είχε δηλώσει.
Η ώρα της ανατολής
Ο Μπάμπης Μπακάλης, αφού στηρίξει όσο λίγοι το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι, χωρίς βέβαια να παραλείπει τις απλές ανθρώπινες στιγμές, στο διάβα των καιρών θα δρέψει δάφνες και ως διασκευαστής ανατολίτικων μελωδιών που τα πρώτα χρόνια του ’60 θα αγαπηθούν από το πανελλήνιο. Κι εδώ κλέβει την παράσταση για την τεχνοτροπία και τη μαστοριά με την οποία μεταφέρει καθ’ ημάς με ελληνικότατο στίχο τα αρώματα της λατρεμένης Ανατολής. Είναι η περίοδος που οι Έλληνες δημιουργοί «σκοτώνονταν» για το ποιος κλέβει ινδικά τραγούδια και γιατί. Μαθημένη χώρα στους εμφύλιους, ακόμα και μουσικούς. Ο Μπάμπης Μπακάλης δημιουργούσε και πούλαγε. Για να καταλάβετε για το πόση επιρροή είχε, ήταν από τους ελάχιστους δημιουργούς που την ίδια περίοδο διατηρούσε συνεργασία και με τις δύο μεγάλες ανταγωνίστριες εταιρείες: Columbia και Odeon. Τόσο πολύ μέτραγε το όνομά του στο χώρο του τραγουδιού».
Συνεχίζοντας
Τη δεκαετία του ’70, όταν σχεδόν όλοι οι κλασικοί εκπρόσωποι του λαϊκού τραγουδιού τίθενται στο περιθώριο της δισκογραφίας, ο Μπακάλης θα δώσει και πάλι σουξέ με ερμηνευτές τους Φωτεινή Μαυράκη, Χρηστάκη, ενώ στη δυναμική επανάκαμψη του Στράτου Διονυσίου στα δισκογραφικά δρώμενα τη δεκαετία του ’80 θα αποδείξει –όσες φορές του δοθεί η ευκαιρία– την ανεξίτηλη δυναμική και το χάρισμα που διέθετε.
Ένας δημιουργός παντός καιρού, χωρίς να κάνει υποχωρήσεις, χωρίς να απαρνηθεί τον εαυτό του, αλλά γνωρίζοντας και την εποχή του.
Όταν τον είχαν ρωτήσει ποια ήταν η έμπνευσή του είχε πει: «Η μπότα του Γερμανού, ο εμφύλιος, οι εξορίες, η μετανάστευση. Παντού πόνος, αλλά και ελπίδα για μια καλύτερη μέρα». Για να συμπληρώσει: «Και σήμερα υπάρχουν τέρατα. Ίσως και περισσότερα. Αλλά δεν υπάρχουν συνθέτες και στιχουργοί να γράψουν».
Ο Μπάμπης Μπακάλης έφυγε από κοντά μας, σαν σήμερα στις 26 Μαρτίου του 2007.
Σπύρος Δευτεραίος