Ανήκαν στη γοητευτική μπουρζουαζία της Τραπεζούντας, η οποία στα μέσα του 19ου αιώνα είχε… όνομα ελληνικό.
Πεδίο δράσης τους η «περικαλλής και ένδοξος πόλις, η βασιλίς των πόλεων του Ευξείνου Πόντου», πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Πόντου στα μέσα του 19ου αιώνα και έδρα του ομώνυμου βιλαετίου. Αποτελούσε την κατάληξη του δρόμου των καραβανιών που έφταναν στην Περσία, γεγονός που την ανέδειξε για δεύτερη φορά (από την εποχή των Κομνηνών) σε διαμετακομιστικό κέντρο διεθνούς ενδιαφέροντος και εμβέλειας.
Η έντονη δραστηριοποίηση των Ευρωπαίων δημιούργησε ευκαιρίες και προοπτικές για το ελληνικό στοιχείο, καθώς, μαζί με το αρμενικό, αποτελούσαν το βασικό στήριγμα των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Ακόμα και όταν η πόλη έπαψε να είναι επίκεντρο του διεθνούς εμπορίου δεν έλειψαν οι προοπτικές ανάπτυξης για τη διαμορφούμενη αστική τάξη. Χαρακτηριστική είναι η αλλαγή στους οικονομικούς προσανατολισμούς σημαντικών μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1870 εμπορικών οίκων της Τραπεζούντας: Οι εμπορικοί οίκοι των Γ. Καπαγιαννίδη, αδερφών Φωστηρόπουλων, Κ.Α. Θεοφυλάκτου και Α. Λεοντίδου διοχέτευσαν τις δραστηριότητές τους και στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σ’ αυτούς ανήκαν οι τρεις από τις πέντε συνολικά τράπεζες της πόλης. Σε ελληνικά, επίσης, χέρια βρισκόταν η Τράπεζα Αθηνών, ενώ στην Οθωμανική Τράπεζα υπήρχαν Έλληνες υπάλληλοι.
Οι αδελφοί Φωστηρόπουλοι
Με καταγωγή από την Ίμερα, ο γενάρχης Ιωάννης (Γιάγκος) Φωστηρόπουλος εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα το 1880 αμέσως μετά τη λήξη των Ρωσοτουρκικών Πολέμων. Ενδεικτικό της οικονομικής του επιφάνειας είναι ότι πραγματοποίησε προσκύνημα στους Άγιους Τόπους.
Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο· με τα παιδιά στη συνέχεια άνοιξε εμπορικό και δανειστικό γραφείο που μετεξελίχθηκε σε Τράπεζα Φωστηρόπουλου, με σύμβολο την κυψέλη και πέντε μέλισσες που αντιστοιχούσαν στα πέντε αγόρια του – είχε και τρεις κόρες. Η φήμη του σε Τραπεζούντα και Αργυρούπολη ήταν τέτοια που από την τράπεζα περνούσε όλο το μεταναστευτικό συνάλλαγμα των Ελλήνων που βρίσκονταν στην τσαρική Ρωσία.
Η τράπεζα αναβαθμίστηκε σε Αδελφών Φωστηρόπουλων χάρις στον Γεώργιο (γιο από τον πρώτο του γάμο), και τον ετεροθαλή αδελφό του Κώστα. Ο δε Σωκράτης ανέλαβε το παράρτημα το Βατούμ. Τα εμβάσματα άρχισαν να γίνονται ακόμα περισσότερα –έφταναν με ταχυδρομικούς αντιπροσώπους–, ενώ παράλληλα γινόταν και διακίνηση αγαθών η αξία των οποίων πληρωνόταν από τους εντολείς στην τράπεζα ακόμα και με συναλλαγματικές. Με την εγγύηση των αδελφών Φωστηρόπουλων, λοιπόν, τροφοδοτούνταν με είδη πρώτης ανάγκης ελληνικές οικογένειες στα ενδότερα του Πόντου.
Λέγεται ότι τα κεφάλαια που εκταμιεύονταν με τη μορφή δανείων τοκίζονταν μόνο όταν γίνονταν ληξιπρόθεσμα, όπως και ότι ο Γεώργιος Φωστηρόπουλος μεσολαβούσε ακόμα και για την εύρεση μιας θέσης σε νέους που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και είχαν μεγάλη ανάγκη να εργαστούν.
Μάλιστα, ένας… απρόθυμος υπάλληλος στην Τράπεζα των Φωστηρόπουλων ήταν και ο μετέπειτα δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας Εποχή, ο εθνομάρτυρας Κώστας Καπετανίδης, που δεν είχε καταφέρει να πείσει την Τραπεζούντια μητέρα του να πουλήσει μερικά χαλιά ώστε να σπουδάσει φιλόλογος όπως επιθυμούσε. Τα γραφεία της Εποχής βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στην τράπεζα.
Με την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, τον Σεπτέμβριο του 1916, ο Γεώργιος Φωστηρόπουλος διορίστηκε κυβερνήτης συνεργαζόμενος με Ρώσους διοικητές.
Βενιαμίν της οικογένειας ήταν ο Διομήδης, που χαρακτηριζόταν ως μποέμ. Δεν είχε εμπλοκή με την τράπεζα, ωστόσο κατορθώνοντας να κερδίσει την εκτίμηση των τσαρικών Αρχών πήρε υπό τη διαχείρισή του 500 στρέμματα δασώδους έκτασης την οποία μετέτρεψε σε καλλιεργήσιμη γη. Μετά το γάμο του με την κόρη του μεγαλοτσιφλικά του Κρασνοντάρ Ευθύμη Παυλίδη, ανέλαβε τις επιχειρήσεις του πεθερού του στο χωριό Τσερνομόσκι έχοντας στη δούλεψή του 100 εργάτες. Ήταν δε από τους πρώτους που προμηθεύτηκε αγροτικά μηχανήματα.
Πίσω στην Τραπεζούντα, όταν στις αρχές του 1914 κατ’ εντολή του κομιτάτου των Nεότουρκων της Πόλης αποφασίστηκε ο εμπορικός αποκλεισμός των Ελλήνων του Πόντου, τον ματαίωσαν οι Τούρκοι έμποροι της πόλης και της περιφέρειας Τραπεζούντας από το φόβο των αντιποίνων των Ελλήνων, και ιδιαιτέρως των μεγάλων τραπεζικών και εμπορικών οίκων. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη μιας ελληνικής αστικής τάξης τόσο ισχυρής ούτως ώστε να επηρεάζει την κατάσταση στην κοινωνική ζωή της περιοχής περισσότερο απ’ ό,τι επηρεαζόταν από αυτήν.
Ωστόσο το 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ επίταξε και δήμευσε την τράπεζα των Αδελφών Φωστηρόπουλων. Διορατικοί και με διασυνδέσεις ως ήταν, δύο χρόνια νωρίτερα, όταν οι Ρώσοι αποχώρησαν από την Τραπεζούντα, το ίδιο έκαναν και εκείνοι φοβούμενοι τα αντίποινα των Τούρκων. Εκτός από το υποκατάστημα στο Βατούμ, είχαν ιδρύσει και ένα στην Κωνσταντινούπολη, με επικεφαλής τον Κώστα Φωστηρόπουλο.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή, τα μέλη της οικογένειας διασκορπίστηκαν, με τον πατριάρχη Γιάγκο Φωστηρόπουλο και τη σύζυγό του Χρυσάννα να εγκαθίστανται χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας, ακολουθώντας τον μικρότερο γιο Διομήδη.