Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. Ο Γαβριήλ σαν άκουσε τα λόγια της Παρθένου, ένιωσε αμέσως ταραχή.
Όμως δεν ανταπάντησε, λόγια σκληρά δεν είπε σ’ Αυτήν που θα γινότανε μητέρα του Κυρίου.
Μόνο έλεγε από μέσα του κι έτσι μονολογούσε: «Κι εδώ δεν με πιστεύουνε.
»Όπως πιο πριν και στο Ναό, τα ίδια πάλι τώρα· δεν πρόκειται να γίνω και εδώ πέρα πιστευτός, στο σπίτι αυτής της Κόρης.
»Ίσως να δίστασε πιο πριν εκεί ο Ζαχαρίας· το ίδιο κάνει και εδώ μου φαίνεται η Μαρία.
»Όμως, εδώ δεν δύναμαι, δεν το τολμώ να πάρω άμεσα μια απόφαση κι ανάλογα να πράξω.
»Όχι, δεν είμαι ικανός να την βουβάνω και Αυτήν, να πάρω τη φωνή της,
»όπως πήρα του γέροντα πιο πριν που ’χε διστάσει. Εκεί είχα εξουσία, μπόρεσα και το έκανα και πήρα τη λαλιά του.
»Εδώ, όμως, τώρα τρέμοντας μπορώ να πω μονάχα το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”.
η’. »Ο ιερέας βουβάθηκε, κυοφορεί η στείρα, μ’ απέναντί μου η Μαριάμ δύσπιστη ακόμα στέκει.
»Και απαιτεί να μάθει ποιος είμαι και τι νόημα έχουν αυτά που είπα· κι εγώ ‒θέλω δεν θέλω‒ θα πρέπει να ανέχομαι τη συμπεριφορά Της.
»Φοβάμαι, βλέπεις, μην κι Αυτός που βρίσκεται ήδη μέσα Της, μαζί μου αγανακτήσει και στέλνει τότε και εμέ να πάω στο χαμό μου,
»όπως παλιά απ’ τον ουρανό κάτω στον Άδη έριξε τους Άγγελους που σφάλλαν.
»Ας το υπομείνω, το λοιπόν, καλύτερο το βρίσκω, κι ας απαντήσω σε αυτό που συζητάει η Κόρη.
»Θέλεις να μάθεις Άμωμη πώς θα γενεί ετούτο που μόλις Σου ανέφερα;
»Πώς έγινε η θάλασσα για το λαό στεριά
»κι ύστερα πάλι θάλασσα; Έτσι θα γίνει και μ’ Εσέ, θάλασσα η κοιλιά Σου,
»ώστε οι πάντες να Σου που το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».
θ’. Ετούτο που ειπώθηκε, θέλοντας με σαφήνεια, καλά να καταλάβει, ρωτάει πάλι η Παναγιά και λέει του Αγγέλου:
«Τη θάλασσα που εσύ μου λες, με το ραβδί ο Προφήτης την χτύπησε και άνοιξε.
»Υπήρξε κάποιο μέσο· δεν είναι πως με τίποτα έγινε αυτό το θαύμα.
»Μα πρώτα-πρώτα, βέβαια, είν’ ο Μωυσής ο ίδιος κι οι προσευχές είν’ έπειτα· μα κάπου εκεί ανάμεσα μεσολαβεί κι η ράβδος!
»Τώρα εδώ σ’ αυτό που λες, το μέσο απουσιάζει· πώς κάτι τέτοιο θα γενεί σε μένα δίχως άντρα;
»Είμαι, αν θέλεις, σαν τη γη που άροτρο δεν γνώρισε κι είναι ακαλλιέργητη·
»και λες θα δώσω τον καρπό, δίχως να πέσει σπόρος και
»δίχως κάποιον γεωργό που αυτήν τη γη θα σπείρει; Ετούτο θέλω να μου πεις, αυτό να μου εξηγήσεις,
»εσύ που στέκεσαι εδώ μπροστά και μου απευθύνεις το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».
ι’. Ο Ύψιστος τον ενθάρρυνε να δώσει το χαιρετισμό στην Παναγιά Μαρία, μα δεν του εμπιστεύτηκε πολλά περί της γέννας.
Γι’ αυτό, σαν άκουσε αυτά που του είπε η Παρθένος, έτσι της αποκρίθηκε:
«Κόρη Σεμνή, επειδή μου λες πως στα παλιά αυτά θαύματα υπήρχε κάτι γήινο που λειτουργούσε ως μέσον,
»άκου και μάθε πως αυτό το θαύμα εδώ πέρα είναι πολύ ανώτερο· γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να υπάρξει μεσολάβηση, να υπάρξει κάποιο μέσο.
»Εμένα που με βλέπεις, να ξέρεις είμαι Άγγελος· κι όμως, δεν μου επιτράπηκε να έχω μεσολάβηση σε τούτο εδώ το θαύμα.
»Λοιπόν, τι περιμένεις; Ποιος άραγε ταλαίπωρος άνθρωπος να υπάρξει που να μπορεί στο θαύμα αυτό για Εσέ να λειτουργήσει ως ένας μεσολαβητής;
»Τότε παλιά και ο Μωυσής κι η ράβδος του επίσης, ως πρότυπα λειτούργησαν και ως προεικονίσεις.
»Τώρα, μ’ Εσένα είν’ αλλιώς. Η ίδια η Αλήθεια ‒κι όχι οι προτυπώσεις Της‒ θα λάμψει τώρα πάνω Σου.
»Γι’ αυτό κι εγώ ήρθα εδώ, γι’ αυτό κι εγώ Σου λέω το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».
ια’. «Στ’ αλήθεια από τα ψηλά μού φαίνεται πως ήρθες. Συμπάθα με για τα πιο πριν, δεν ήξερα τι είσαι, μα τώρα σ’ αναγνώρισα και φόβος με έχει πιάσει.
»Το κάλλος σου, η θέα σου και η φωνή σου επίσης, καθένα από μόνο του με τρόπο διαφορετικό όλα τους με τρομάζουν.
»Άλλωστε, αν δεν ήσουνα απ’ τα ψηλά εκεί πάνω, ποτέ δεν θα μπορούσες να ερμηνεύσεις της Γραφής τα αγιασμένα λόγια, έτσι όπως το έκανες.
»Καθώς προέρχεσαι απ’ το φως, ωραία με διαφώτισες κι όλα τα μονοπάτια, εκείνα τα νοητικά που ήτανε κάπως δύσβατα, όλα τα εξομάλυνες.
»Ας γίνει τούτο, το λοιπόν, που μόλις προανέφερες σε εμένα, αφού το βλέπω πως την αλήθεια υπηρετείς.
»Ας γίνει αυτό σε μένα· ας γίνει, λοιπόν, Άγγελε, έτσι όπως το είπες.
»Αυτού που σε απέστειλε, εγώ υπάρχω δούλη.
»Οπότε πρέπει να μου πεις ποιο είν’ το θέλημά Του. Θα κατοικήσει μέσα μου και θα με διατηρήσει με τρόπο θαυματουργικό ανέγγιχτη τελείως,
»ώστε οι πάντες να μου λεν το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».
ιβ’. Μ’ αυτόν τον τρόπο σταδιακά και με ρυθμό κατάλληλο ξεδίπλωσε ο Γαβριήλ το μήνυμα που είχε, κι αμέσως μόλις άκουσε τι απάντησε η Παρθένος,
πέταξε κι έφθασε ψηλά στην πύρινη κι ολόλαμπρη ουράνια κατοικία.
Κι η κόρη τότε λογικά τον Ιωσήφ θα πρέπει να κάλεσε γοργά να ’ρθεί κοντά της
και του είπε: «Πού ήσουνα σοφέ Ιωσήφ; Πώς και δεν ήσουνα κοντά, ώστε να διαφυλάξεις εσύ την παρθενία μου;
»Γιατί ήρθε κάποιος φτερωτός και μου έφερε τα δώρα, λέει, για τον αρραβώνα μου· μαργαριτάρια έφερε, κοσμήματα στ’ αυτιά μου.
»Τα λόγια του μου πέρασε στ’ αυτιά για σκουλαρίκια.
»Δες, κοίτα πώς με στόλισε!
»Με τούτο με καλλώπισε αυτός μ’ αυτό που μου ’πε: ότι είναι, λέει, να μου πεις
»μετά από λίγο όσιε το:
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».