Πολλά λήμματα της Εγκυκλοπαίδειας του ποντιακού ελληνισμού (ΕΠΕ) φέρουν την υπογραφή του Πάνου Καϊσίδη, του δημοσιογράφου-συγγραφέα που στις 7/3 άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών. Ο εκλιπών είχε γεννηθεί στην Αξιούπολη Κιλκίς, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Η καταγωγή του όμως από την πλευρά του πατέρα του ήταν από τα Πλάτανα της Τραπεζούντας, γι’ αυτό και επιλέγουμε αυτό το λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας αντί αποχαιρετισμού:
Πλάτανα, τα (τουρκ. Ακτσέ Αμπάδ ή Ακτσά Αμπάντ). Πόλισμα στα παράλια του Ευξείνου, Δ της Τραπεζούντας, από την οποία απέχει περί τα 15 χλμ. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, στη θέση των Πλατάνων ήταν χτισμένη η αρχαία Ερμώνασσα, η οποία στους χρόνους του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Α’ μετονομάστηκε σε Φαρνακία. Το 1515 τα Πλάτανα συμπεριλήφθηκαν μαζί με την Τραπεζούντα στον Μικρό Ρωμαίικο Νομό.1
Ο Κ. Μιχαλόπουλος γράφει για τα Πλάτανα: «… παραπλέοντες την παραλίαν, συναντώμεν την ωραιοτάτην κώμην Πλάτανα, την κατά Στράβωνα Ερμώνασσαν, απέχουσαν15, περίπου, χιλιόμετρα της Τραπεζούντος. Κατοικείται υπό 2.000 ψυχών, ων το ήμισυ χριστιανοί ορθόδοξοι. Χρησιμεύει ως λιμήν της Τραπεζούντος κατά τον χειμώνα, αλλά και εμπόριον διεξάγει ενεργόν, κατά δύο εβδομαδιαίας αγοράς, και έχει πολλού λόγου αξίαν εξαγωγήν καπνού, φασολίων, ελαίου, λεπτοκαρύων, και άλλων, ιδία τροφίμων προς την Τραπεζούντα…».
Για την πόλη επίσης σημειώνει ο Δ.Η. Οικονομίδης: «…Τα Πλάτανα, πρωτεύουσα της υποδιοικήσεως Ακτσέ Αμπάδ, είναι παράλιος κωμόπολις, κειμένη προς δυσμάς της Τραπεζούντος εις τρίωρον (με τα πόδια) απόστασιν και έχουσα λιμένα ασφαλή, εις ον καταφεύγουσι εν καιρώ τρικυμίας τα εν τω λιμένι της Τραπεζούντος τυχόν ευρισκόμενα πλοία. Εκτισμένη επί λόφων καταφύτων από ελαιώνας έχει δύο ενορίας και δύο εξαταξίους αστικάς σχολάς, ως και δύο ναούς, ων ο εις επ’ ονόματι των Ταξιαρχών ανάγεται εις τους χρόνους των Κομνηνών. Τα Πλάτανα παράγουσι διάφορα προϊόντα, οίον καπνόν, του οποίου πλέον των 2.000.000 χιλιογράμμων εξάγεται ετησίως, ελαίας, έλαιον αρίστης ποιότητος, φασόλια… Εν τω αυτόθι Μονοπωλίω των καπνών πλήθος ανθρώπων ειργάζετο προ του πολέμου προς διαλογήν των φύλλων του καπνού, όστις εξάγεται εις την Ρωσίαν και την Αγγλίαν. Τα χωρία της κωμοπόλεως κείνται πέριξ του ποταμού Καλάνεμα και κατοικούνται το πλείστον υπό μωαμεθανών, έν δ’ εξ αυτών Υψήλ’ καλούμενον φαίνεται ότι είναι αποικία της εν Όφει Υψηλής. Αι ελληνικαί των Πλατάνων οικογένειαι είναι 350, ενώ το 1870 ανήρχοντο εις 300 περίπου. Ουχί μακράν της πολίχνης έκειτο η Ερμώνασσα, ης σώζονται ερείπια τινά τήδε κακείσε…».
Ας σημειωθεί ότι πριν από τον ξεριζωμό, εκτός από τις δύο ελληνικές συνοικίες, η κωμόπολη είχε και δύο μουσουλμανικές, που ονομάζονταν Τιρπισάρ και Ορτά Μαχλά.
Οι ελληνικές ήταν, τα κυρίως Πλάτανα, που οι Τούρκοι τα ονόμαζαν Νέσφι Πλάτανα, και η ενορία Γιανλού. Στην κωμόπολη, εκτός από τους ναούς των Ταξιαρχών και του Αγίου Γρηγορίου, υπήρχε και μία άλλη εκκλησία, του Αγίου Γεωργίου. Κοντά στο ναό του Αγίου Γεωργίου βρισκόταν το εφτατάξιο σχολείο (Φροντιστήριο) των Πλατάνων, το νέο κτήριο του οποίου είχε εγκαινιαστεί στα 1909. Δίπλα από το σχολείο βρισκόταν η κυριότερη πλατεία της κωμόπολης, το Μαγκάν’, στην οποία στήνονταν οι χοροί τις γιορτές-ιδιαίτερα το Πάσχα, που κρατούσαν ως την Κυριακή του Θωμά.
Στα Πλάτανα λειτουργούσε φιλόπτωχη αδελφότητα, την οποία ενίσχυαν με μεγάλα ποσά οι ξενιτεμένοι κάτοικοι της πόλης. Όταν μάλιστα οι Ρώσοι, στο διάστημα 1916-1918, έφεραν πολλούς καταδιωγμένους από τους Τούρκους Κοτυωρίτες, τόσο η αδελφότητα όσο και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να τους περιθάλψουν.
Στην υποδιοίκηση Πλατάνων υπάγονταν τα χριστιανικά χωριά: Ασόρ (90 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Καλογεννά (60 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Φιζ (30 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Φισερά (35 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Καλιγερά (60 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Φραγκουλάντων (30 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Στρουκί (50 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο), Μυρσίνη (60 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο) και Καρτσέα (70 οικογένειες, μία εκκλησία, ένα σχολείο).
Πάνος Καϊσίδης