«Μικρή συνεργασία αναγνωστών». Έτσι λεγόταν η στήλη στα Ποντιακά Φύλλα που φιλοξενούσε τις απόψεις των αναγνωστών. Εκεί έγραψε, το 1937, ο Κώστας Μορφίλης μια από τις αναμνήσεις του στα αμελέ ταμπουρού.
Πρωταγωνιστής ο Θανάσης, «ένα αδύναμο και καχεκτικό παιδί» που βρέθηκε μαζί του στον λόχο.
Έναν λόχο που μέρα με τη μέρα, αγγαρεία την αγγαρεία άρχισε να σβήνει καθώς έχανε τους «Θανάσηδές του»…
≈
Μια ανάμνηση
Πάνε χρόνια τώρα. Με χιόνι πάνω από μέτρο και με κρύο που σχημάτιζε στο τρεχούμενο νερό της βρύσης κρυστάλλινο σωλήνα, ο λόχος ντυμένος την πιο ιδιόρρυθμη στρατιωτική φορεσιά βάδιζε για την καθημερινή του δουλειά. Πήγαινε μια και δυο ώρες μακρυά από την πόλη Ερζερούμ για ν’ ανοίγη το δρόμο προς άλλη πόλη που τα πολλά χιόνια σκέπαζαν ολότελα και εμπόδιζαν τον εφοδιασμό του μετώπου.
Εφωδιασμένοι με φτυάρια και κασμάδες, τα μόνα μας όπλα, οι εξήντα-εβδομήντα άνδρες του λόχου βαδίζαμε με ρυθμικό βήμα, όσο μπορούσε να είνε ρυθμικό με τη βρασμένη βρώμη που είχαμε για πρωινό ρόφημα, υπό την επίβλεψη την άγρια και σκληρή του αράπη λοχαγού, που για τη σπαθιά που είχε στο δεξί του μάγουλο τον λέγαμε «ο μπαλωμένος».
Όλοι με δυσκολία σέρναμε τα κουρασμένα μας πόδια στο αναγκαστικό ρυθμικό βήμα για την καθημερινή αυτή αδιάκοπη δουλιά, μα πιο πολύ απ’ όλους το αδυνατισμένο και καχεκτικό παιδί, ο Θανάσης, που ντυμένο με παλιό τρύπιο σακάκι και μπαλωμένο από τον ίδιο πανταλόνι, δίχως πανωφόρι και με παπούτσια δεμένα με σπάγκο για να συγκρατηθούνε, βρισκότανε πάντα τελευταίος.
Αυτό το χλωμό και δειλό παιδί είχε αποχτήση τη συμπάθεια όλου του λόχου και πολλές φορές βοηθήθηκε απο όλους στο βάσταγμα του φτυαριού και στη δουλιά της μέρας. Πάντα τον βάζαμε στην πιο εύκολη δουλιά, όσο μας επέτρεπε το δίχως κανένα οίκτο παρακολούθημα της σκληρής δουλιάς απο το «μπαλωμένο» και πάντα θα είχε κάποιον κοντά του να τον προστατεύη, να του μοιράζη την καραβάνα του και να του δώση από την κουραμάνα του. Και τα βράδια πάντα θα βρισκότανε κάποιος μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, που χρησίμευε για στρατώνας στους τέσσαρες λόχους για να του προσφέρη το τσάι να του δώση λίγο τυρί ή κάτι άλλο αγοραστό.
Μα μ’ όλα αυτά το εξαντλημένο του κορμί δεν μπόρεσε ν’ ανθέξη στο τόσο κρύο και στην τόση μιζέρια της τροφής και ένα πρωί δεν σηκώθηκε για τη δουλειά ο Θανάσης.
Κοιμήθηκε για πάντα…
Ο πόνος όλου του λόχου για το χαμό του αρρωστιάρικου αυτού παιδιού θα μου μείνη αξέχαστος. Με πατρική στοργή το τοποθετήσαμε πάνω στα τρία σκαλοπάτια της πόρτας, ανάψαμε ένα κερί κοντά στο κεφάλι και του βάλαμε ένα σταυρό στα χέρια· αυτά ήσαν τα στολίδια του και τα στεφάνια του. Και ο πρόχειρος παπάς, που στο χωριό του ήτανε δάσκαλος, άρχισε τη νεκρώσιμη ακολουθία, όσο τη θυμόντανε, με ψάλτες δύο τρεις άλλους. Όλοι μαζευθήκαμε γύρω του, κανένας δεν έμεινε αδάκρυτος…
Σε μισή ώρα με μια άκαρδη διαταγή του «μπαλωμένου» ο λόχος βάδιζε το ίδιο αναγκαστικό ρυθμικό του βήμα για την καθημερινή του αδιάκοπη δουλιά, μα αυτή τη φορά χωρίς να ακολουθή τελευταίος ο Θανάσης.
……..
Έτσι με τη σκληρή δουλιά κι άλλοι γενήκανε Θανάσηδες και σιγά-σιγά έσβυνε ο λόχος…
Κώστας Μορφίλης