Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Η Ηρωδιάδα κοίταξε και βλέπει όλους τριγύρω να είναι από το πιοτό μες στο τρελό μεθύσι· και τότε η παμπόνηρη
κατάλαβε πως βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε και είπε από μέσα της:
«Ορίστε, έφτασε η στιγμή που κυνηγούσα να έρθει!
»Και τώρα αυτό που ήθελα θα γίνει επιτέλους: θα φονευθεί αυτός που εμέ με λέει μοιχαλίδα.
»Έλα, λοιπόν, παιδί μου και δώρο εγώ σου έφερα,
»δώρο καλό τη μέρα που σε εμάς θα υποταχθεί ο βασιλιάς Ηρώδης.
»Έμπα, λοιπόν, παιδάκι μου και χόρεψε μπροστά τους· τα πόδια της χορεύτριας
»αν είναι όλο χάρη, την εύνοια του βασιλιά και όλων του των φίλων θα την κερδίσουν εύκολα.
»Έτσι, θα μεταστρέψεις του σεβαστού μας βασιλιά τη γνώμη, κι η καρδιά του θα γείρει, θα ’ρθει προς τα εμάς,
»γιατί του βασιλιά η βουλή ως τώρα ξαστοχούσε σαν τόξο που ήτανε στραβό· και έτσι θα κερδίσουμε τιμή που θα ’ναι αιώνια και όχι, βέβαια,
»πρόσκαιρη».
ιδ’. Με αυτά τα λόγια η μιαρή έπεισε το κορίτσι που άλλαξε τη γνώμη του
κι άρχιζε να στολίζεται για το έργο το ξεδιάντροπο που έπρεπε να κάνει.
Την ατιμία φόρεσε για φόρεμα και πήγε.
Του Ηρώδη οι φίλοι βλέπανε κι άρχισαν να παινεύουν την ομορφιά του κοριτσιού.
Μα απ’ την άλλη σκέφτηκαν και είχαν καταλάβει της μάνας της
το θέλημα, ήξεραν το σκοπό της, που άμα της μπήκε στο μυαλό ‒τέρμα!‒ δεν είχε γυρισμό και έπρεπε να γίνει. Κι έτσι κρυφομουρμούριζαν:
«Κοιτάξτε τι έβαλε σκοπό η Ηρωδιάδα η πόρνη,
»που ως κι αυτήν την κόρη της έκανε σαν τα μούτρα της και θέλει να το δούμε!
»Δεν της αρκεί η ξεδιαντροπιά μονάχα η δική της,
»αλλά κι αυτό το σπλάχνο της θέλει να το μολύνει και το έφερε εδώ μπροστά προς ευχαρίστησή μας, που θα ’ναι, βέβαια,
»πρόσκαιρη.
ιε’. »Δεν λέει ψέματα η Γραφή, η Σοφία Σολομώντος, σαν γράφει πως “μοιχών παιδιά
»”δεν θα γνωρίσουν προκοπή και μάταια θα πασχίζουν
»”και πως η κάθε φύτρα που σπάρθηκε σε άνομο κι ανίερο κρεβάτι, θ’ αφανιστεί ολότελα”».
Κι όσο τα λέγαν όλα αυτά κι έτσι μιλούσαν στα κρυφά,
μετά απ’ τα λόγια ήρθανε τα πονηρά τα έργα.
Γιατί η κόρη χόρεψε στο μέσο κι όλοι γύρω, όσοι
ήταν στο συμπόσιο, φώναζαν μ’ ενθουσιασμό, βράχνιασε ο λαιμός τους.
«Ηρώδη», είπαν, «βασιλιά, πολύ δασκαλεμένη σαν να ’ν’
»αυτή η χορεύτρια· ολόψυχα δοσμένη θα πρέπει να ’ναι η μικρή σε τούτη την πορεία που διάλεξε να πορευτεί· μα θα είν’ πορεία
»πρόσκαιρη».
ιϛ’. Σκλαβώθηκε ο βασιλιάς απ’ τους πολλούς επαίνους όσων επευφημούσανε την κόρη, το χορό της.
Και τότε όρκο έδωσε, εκεί μπροστά σε όλους: «Ό,τι θα μου ζητήσεις, σ’ το δίνω, πες το κι έγινε,
»για χάρη ετούτου του χορού που χόρεψες μπροστά μας».
Μετά απ’ αυτό αποσύρθηκε η κόρη από το γλέντι και βρήκε τη μητέρα της κι αμέσως την ρωτάει: «Τι να ζητήσω, άκουσες, πες μου τι να ζητήσω;».
«Παιδί μου να ζητήσεις την κεφαλή του Βαπτιστή, λέω,
»του Ιωάννη, γιατί απ’ όσα θέλησα αυτό είναι που μου λείπει».
«Αλίμονό μου, μάνα! Καλύτερα τα πόδια μου να ήτανε κομμένα
»και να μην πρόστρεχα σ’ εσέ, για να με συμβουλέψεις.
»Δεν σφάλιζα το στόμα μου; Τι ήθελα και σε ρώτησα
»για εκείνα που δεν έπρεπε; Μακάρι να σιωπούσα, αμίλητη ας έμενα· ας ζούσα μέσα στη σιωπή, ας είχα βουβαμάρα αιώνια, όχι
»πρόσκαιρη».
ιζ’. Αυτά είναι που έπρεπε να είχε πει η κόρη· όμως, στο τέλος τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είπε.
Ήταν καρπός που γέννησε μια γη που βγάζει αγκάθια· ρίζας κακιάς ζιζάνιο πικρό, φαρμακωμένο
που είχε αρρώστια σοβαρή, βαριά, θανατηφόρα.
Ετούτον τον πικρό καρπό τον γεύτηκε ο Ηρώδης και δεν τον έφτυσε με μιας, μα τον κατάπιε αμάσητο, τον έχει στην κοιλιά του.
Και όπως δεν τον χώνεψε, η βαρυστομαχιά του τον έκανε και ρεύτηκε φόνο από το στόμα
και ξέρασε απόφαση να κόψουνε την κεφαλή του Πρόδρομου του θείου.
Και έτσι πόνο γέννησε μες στην καρδιά εκείνου του εκτελεστή που διέπραξε το φόνο
μα και τιμή σ’ όσους τιμούν ετούτη την αποτομή της αγιασμένης κεφαλής του αγίου Ιωάννη.
Γιατί αφανίστηκε ο φονιάς, μα όσοι το μαρτύριο τιμούν του Βαπτιστή,
εδώ είναι ακόμα και ζουν εξασφαλίζοντας ζωή που είν’ αιώνια· αιώνια, όχι
πρόσκαιρη.
ιη’. Ω, γιε ενός πραγματικού και άξιου ιερέα, τέκνο στείρας προφήτιδας
και θρέμμα της ερήμου, φέρνοντας στο μυαλό μας τον τρόπο που εσύ νήστευες,
δώσε μας δύναμη κι εμάς να κάνουμε νηστεία.
Το κατά δύναμη ο καθείς, ας γίνει μιμητής σου.
Ας μην μας κυβερνά η κοιλιά, αλλά ο καθένας από εμάς
να υπερισχύει πάντοτε στη μάχη με εκείνη, κατά του Παύλου το ρητό: «τα φαγητά για την κοιλιά
»και η κοιλιά για εκείνα». Είμαστε, βλέπεις, του Χριστού
που το ’θελε και νήστεψε και έσβησε από μέσα μας
την πείνα την αρχαία, αυτήν που ένιωσε ο Αδάμ σαν έσφαλε και διάλεξε την ευχαρίστησή του που ήταν, όμως,
πρόσκαιρη.