Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. «Μητέρα, πες μου, σε ρωτώ: αυτό που έχεις στο μυαλό, πότε θέλεις να γίνει;
»Μέρα θα είναι, με το φως; Γιά νύχτα, στο σκοτάδι; Η ανίερη η σκέψη σου
»της νύχτας είναι αντάξια και σε αυτήν ταιριάζει.
»Και το λοιπόν; Ποιος θα είναι άραγε αυτός που θα το εκτελέσει; Ποιος δεν θα παραλύσει; Ανίκανος θε να σταθεί το φόνο να διαπράξει ‒ έναν Προφήτη του Χριστού θα πρέπει να σκοτώσει!»
«Εσύ, που είσαι κόρη μου, θα πρέπει να βοηθήσεις εμένα που σε γέννησα,
»για να εξαφανίσουμε αυτόν που είναι εχθρός μου. Γίνε εσύ το χέρι μου!»
«Μητέρα, σε παρακαλώ! Μη γίνω εγώ η δύστυχη υπεύθυνη για να
»δεχτεί η γη, το μαύρο χώμα, το αθώο αίμα του σοφού.
»Ο Ζαχαρίας σφάχτηκε, έτσι κι ο Ιωάννης από λεπίδι πρόκειται κι ετούτος να περάσει.
»Μα εγώ σε αυτό δεν πρόκειται καθόλου να συνδράμω! Να λάβω δεν επιθυμώ αντάξια τιμωρία, με κάποια τρομερή πληγή που θα ’ναι και αιώνια ‒ δεν θα ’ναι καμιά
»πρόσκαιρη».
η’. «Τον Ιωάννη προτιμάς, ω, άθλια και ταλαίπωρη,
»από εμέ τη μάνα σου που στην κοιλιά σε βάσταξα μέχρι να σε γεννήσω; Ο Βαπτιστής σε μάρανε! Σου είναι πιο απαραίτητος νομίζεις από μένα;
»Το ανόητο κεφαλάκι σου, αυτό είναι που σου λέει;
»Τα μητρικά τα στήθια καθόλου δεν τα σέβεσαι; Αυτά είναι που βύζαινες, τρεφόσουν από δαύτα.
»Ωχού, που να μη σ’ είχα!
»Τι το ’θελα να κάνω τόσες θυσίες για αυτήν, για να την αναθρέψω,
»αυτήν την ανυπάκουη που σαν εχθρό μού φέρεται;
»Μ’ αρέσει που βιαζόμουνα να κάνω με τον βασιλιά δεσμό,
»ώστε έτσι να την σώσω, αυτήν που με στενοχωρεί, ετούτην που με θλίβει.
»Αλλά γιατί να λυπηθώ τώρα, εκ των προτέρων; Θα γίνει αυτό που λέω.
»Αυτό που θέλω θα γενεί!
»Θέλει δεν θέλει ‒θα το δει‒ θα κάνει ό,τι θέλω. Κι ας λέει πως είναι της στιγμής αυτή η επιθυμία μου, ας λέει πως είναι
»πρόσκαιρη.
θ’. »Τώρα, λοιπόν, καλύτερα, λέω να ησυχάσω και τίποτε άλλο να μην πω, μήπως κι αυτή η σκληρόκαρδη κακούργα καταλάβει αυτό που μηχανεύτηκα.
»Μήπως σκεφτεί και βρει αυτή τον τρόπο ν’ αναιρέσει το σχέδιο που έκανα·
»γι’ αυτήν λέω που την γέννησα, για να με βασανίζει».
Κι αυτό που προμελέτησε άρχισε να το κάνει, και κοίμιζε την κόρη της κι έλεγε και ξανάλεγε πως τώρα πια ησύχασε.
Κι η κόρη, ακούγοντάς τα όλα αυτά, ησύχαζε κι εκείνη.
Η μάνα της στο μεταξύ τον άντρα της δασκάλευε κι
έλεγε τέτοια λόγια: «Γενέθλια έχεις άντρα μου, η μέρα πλησιάζει.
»Όρισε μία μέρα και κάνε τον εορτασμό, χαρούμενα κι ωραία.
»Ας είναι στα γεράματα λιγάκι να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου
»μου έφαγε τα νιάτα μου, τα διέσυρε, τα χάλασε· κι είναι τα νιάτα μια φορά μες στη ζωή την
»πρόσκαιρη».
ι’. Ακούγοντας τα λόγια ετούτης της επίβουλης, ο Ηρώδης παρασύρθηκε
και βροντοφώναξε μεμιάς, ο άμυαλος, γελώντας
και τη φωνή του ύψωσε δήθεν με τόνο επίσημο
κι αυτό είναι που της είπε: «Σύντροφε της ζωής μου, γυναίκα μου σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό που μου προτείνεις με όλη την αγάπη σου.
»Αν, το λοιπόν, κάνω γιορτή για τα γενέθλιά μου,
»τι δώρο αντάξιο σε με σκοπεύεις να μου φέρεις;».
«Μα τι να σου προσφέρω; Τον εαυτό μου ως δούλα σου για δώρο θα σου φέρω, κι ακόμα κάτι
»σκέφτομαι:
»την κόρη μου ως χορεύτρια μπροστά σου θε να φέρω για να χορέψει στη γιορτή,
»μιας και καλά το ξέρω πως με όλα της χαρούμενο η κόρη μου σε κάνει. Έτσι, σκοπεύω λαμπερή στ’ αλήθεια να την κάνω
»τη μέρα ετούτη της γιορτής για τα γενέθλιά σου, που διοργανώνεις, βασιλιά, προς ευχαρίστησή μας· κι ας είναι όπως όλες τους ‒της ζωής οι απολαύσεις‒ ας είν’ και τούτη
»πρόσκαιρη».
ια’. Κι έτσι τον παραδέχτηκε ωσάν αντάξιό της και του έκανε κι υπόκλιση αυτού του παρανόμου η μέρα του η γενέθλια ‒ αυτή η τρισκατάρατη. Της γέννησης τη μέρα κάποτε καταράστηκε
κι εκείνος ο Ιώβ κι έτσι την αποκάλεσε κι αυτός: καταραμένη.
Ή όπως είπε κάποτε κι άλλος, ο Ζαχαρίας: «Σκοτάδι είναι κι όχι φως εκείνη η ημέρα».
Βέβαια, αυτό ειπώθηκε για μία άλλη ημέρα,
όταν το Φως των άμοιρων που ήταν στα σκοτάδια, βρέθηκε πάνω στο Σταυρό.
Αλλά ταιριάζει μια χαρά και στην περίπτωσή μας ‒στου Ηρώδη τα γενέθλια‒,
γιατί αυτήν τη μέρα σκοτώσανε τον Πρόδρομο, τον φίλο του Φωτός.
Και πού ’ναι τώρα ο φονιάς; Πάει, εξαφανίστηκε. Πού είναι; Δεν υπάρχει. Ο σκοτωμένος όμως ζει, κι όχι απλά υπάρχει,
αλλά φωνάζει και καλεί, μετά το θάνατό του· τους πάντες προσελκύει να έρθουνε προς τη ζωή, την άλλη την αιώνια κι όχι αυτήν την
πρόσκαιρη.
ιβ’. Όλα αυτά τ’ απέρριψε, βεβαίως, ο Ηρώδης, και βρήκε εύκολα ξανά τον άθλιο εαυτό του.
Όταν η μέρα έφθασε που είχε τα γενέθλια, όπως είναι γραμμένο,
μεγάλο δείπνο έστησε και μάζεψε
τους άρχοντες και όλους του τους φίλους, στρατιωτικούς διοικητές, τους αυλικούς συμβούλους και τους δικούς του γενικώς.
Κι εκεί στο δείπνο, στις χαρές,
εκεί που καλοτρώγαν κι ευχαριστιόνταν όλοι τους,
στα ξαφνικά η ανατροπή: δεν ήταν πια τραπέζωμα, φάνηκε η παγίδα.
Τους στάθηκε το φαγητό και όλοι σκανδαλίστηκαν κι έγιναν άνω κάτω.
Καθώς αποκαλύφθηκε η μυστική πλεκτάνη που στήθηκε στον Βαπτιστή,
αυτοί δεν την κατέστρεψαν για να την ακυρώσουν, μα όλα τα ανέχθηκαν και κάθονταν και βλέπανε το άδικο μπροστά τους, μη χάσουν τη διασκέδαση και την απόλαυσή τους που ήταν, βέβαια,
πρόσκαιρη.