Ο Πάνος Θεοδωρίδης έφυγε από τη ζωή τη νύχτα της 13ης Φεβρουαρίου, βυθίζοντας στο πένθος την πνευματική Θεσσαλονίκη. Πολυγραφότατος και πολυπράγμων, το αποτύπωμά του υπήρξε ιδιαίτερα έντονο.
Στα βιογραφικά σημειώματα και σε άρθρα που συνόδευσαν την είδηση του φευγιού του γίνεται λόγος για την αγάπη που έτρεφε για τη Θεσσαλονίκη, θεωρήσαμε ωστόσο χρέος μας να τονίσουμε και την αγάπη του για τον Πόντο.
Το κείμενο που ακολουθεί, κατατοπιστικό και διαφωτιστικό, δημοσιεύτηκε στην εφ. Αγγελιοφόρος στις 19 Απριλίου 2006, και το είχε αναρτήσει στην προσωπική του σελίδα στο facebook στις 24 Μαΐου 2013, με τον τίτλο «Σημειώσεις για τον Πόντο».
Έχοντας τιμή και καμάρι την καταγωγή του από τη Χαλδία, στην τελευταία παράγραφου του άρθρου γράφει: «Αφιερώνω το παρόν σημείωμα […] στο χαβίτς και στο πασκιτάν που με έθρεψαν, στην οιμωγή του κεμεντζέ τα ζεστά μακεδονικά μεσημέρια, στην αυστηρή αγκαλιά της γιαγιάς μου της Αφέντρας».
Ο όρος «γενοκτονία» είναι ευφημιστικός μπροστά στον όλεθρο που υπέστη ο Πόντος.
Υπήρξε ανεξάρτητο κράτος κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα. Ανέπτυξε πολιτική, λογοτεχνία, τέχνη, θεσμούς και εξωτερική πολιτική μέσα σε Συμπληγάδες. Ήταν το μόνο κράτος της περιοχής που δεν τρόμαξε από τον Ταμερλάνο στην εποχή της παντοδυναμίας του. Διατήρησε έντονη και ιδιώνυμη ταυτότητα, σε εποχές όπου η διάχυση μέσα στον οθωμανικό ιστό παρείχε ευμάρεια και καλοπέραση. Κυριάρχησε, ως περιφερειακό κέντρο σε μία τεράστια περιοχή, από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας έως τον Καύκασο και την Καππαδοκία.
Κι όμως, δεν άντεξε στη μυλόπετρα της επώδυνης μετάλλαξης των Τούρκων από πολυεθνική αυτοκρατορία σε εθνικιστικό κράτος. Ο Πόντος πλήρωσε το πιο βαρύ τίμημα στην αρχή του εικοστού αιώνα, όταν τον θεώρησαν αναλώσιμο πιόνι σε μια σκακιέρα με βαριές αξίες.
Ενώ δεν βρέθηκε μήτε στιγμή στο ελληνοτουρκικό διαρκές θερμό μέτωπο, από τους βαλκανικούς πολέμους έως την μικρασιατική καταστροφή, ήταν πάντοτε στο κέντρο του κυκλώνα της ρωσοτουρκικής διαμάχης. Χωρίς συμμάχους.
Στην «ευγενή» Ευρώπη, δεν ήθελαν μήτε να ακούσουν για την ανεξαρτησία του: μια αλλόχρωμη «δαγκωνιά» στα βόρεια της μικρασιατικής χερσονήσου, ήταν για τους πολιτικούς της εποχής 1915-1920, μια προώθηση της Ρωσίας κοντά στο νέο γεωπολιτικό κέντρο της περιοχής, μια περικύκλωση του μεγάλου ασθενούς, μια εισαγωγή προς την ανεξαρτησία (επομένως προς μπελάδες) Αρμενίων, Κούρδων και Γεωργιανών.
Οι Αρμένιοι, που υπέφεραν επίσης τα πάνδεινα, κερδίζουν με κόπο την αναγνώριση της γενοκτονίας τους επειδή έχουν ισχυρή διασπορά πέραν των Άλπεων και του Ατλαντικού. Η ποντιακή διασπορά ήταν πέραν του Καυκάσου, σε μέρη που η Δύση, μετά το 1917 επιθυμούσε να αλλάξουν πολιτικό σύστημα, προσανατολισμό και κυβερνήτες.
Όταν η διεθνής πολιτική κονίστρα δέχτηκε την πρόταση για αυτονομία των ποντιακών και αρμενικών περιοχών, αντέδρασε άσχημα. Ακόμη και ο Βενιζέλος την αρνήθηκε.
Οι Νεότουρκοι είχαν τις συμβουλές των μεγάλων, τις μετέτρεψαν σε οδηγίες και μετά σε δόγμα: η νέα πατρίδα τους κινδύνευε. Επομένως, ο πόλεμος ήταν η απάντηση στα θερμά μέτωπα της Θράκης και της Σμύρνης και η γενοκτονία στα βορειοανατολικά και στα ανατολικά. Έστρεψαν ξένους ενάντια στον Πόντο (κανένας μουσουλμάνος παλαιός συγκάτοικος των Ποντίων δεν τους έβλαψε) οργάνωσαν εξοντωτικές πορείες εσωτερικής εξορίας, τάγματα εργασίας, καταστροφικές θεσμικές αλλαγές, δολοφονίες και δηώσεις, και κατάφεραν να απαλλαγούν από τους Πόντιους περιλαμβάνοντάς τους στην ανταλλαγή των πληθυσμών, από την πατρίδα τους που εκείνην την περίοδο δεν είχε ανοιχτό πολεμικό μέτωπο με κανέναν! Απεναντίας, υπήρχε και συνδιαλλαγή με τα σοβιέτ.
Γενοκτονία; Όχι μόνον.
Υπήρξε πογκρόμ, ξενηλασία, ξερίζωμα, πολιτιστική υποκλοπή και αξιακή υποβάθμιση, μετατροπή μιας αυτόνομης διοικητικής παράδοσης σε μία εμβρόντητη προσφυγιά που υπέστη επί ογδόντα χρόνια την μοίρα ενός λαογραφικού ρηγάτου.
Αφιερώνω το παρόν σημείωμα στον Λίτσο, στον Πάντσο, στον Φέντια και στους άλλους γενάρχες στα νυχτέρια της Αγροσυκιάς πριν μισόν αιώνα, στο χαβίτς και στο πασκιτάν που με έθρεψαν, στην οιμωγή του κεμεντζέ τα ζεστά μακεδονικά μεσημέρια, στην αυστηρή αγκαλιά της γιαγιάς μου της Αφέντρας.
Πάνος Θεοδωρίδης