«Βαρύν λόγον μη λέτε͜ ατο» είναι ο τίτλος τραγουδιού του μοναδικού Χρύσανθου (ο ίδιος έγραψε τους στίχους και τη μουσική, όπως διαβάζουμε στο pontianlyrics.gr), που κυκλοφόρησε το 1973 σε δίσκο 45 στροφών, μαζί με το «Όλα τα τριαντάφυλλα». Λύρα έπαιζε ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης.
Οι στίχοι έχουν ως εξής:
[Ωχ! Και] Βαρύν λόγον μη λέτε͜ ατο,
τ’ εμόν τ’ αρνίν αρλίν έν’.
Θα κλαίει και θα κλαινίζ’ κι εμέν,
η καρδι͜ά μ’ γεραλίν έν’.
Η καρδία μ’ έν’ γεραλίν,
η ψ̌η μ’ τυρα̤ννισμένον.
Αν χάνω σε, μικρόν αρνί μ’ / πουλί μ’,
τον Χάρον θ’ αναμένω.
[Ωχ! Και -ν-] Αρνόπο μ’, μη αρλανεύκεσαι
και τ’ ομμάτι͜α σ’ δα̤κρούνε.
Αν χαλάντς τ’ ομματόπα σου,
εμέν πώς θα τερούνε;
[Ωχ! Και -ν-] Αρνόπο μ’, μη αρλανεύκεσαι
και μη τρως την καρδία σ’.
Ευχ̌ήν εποίκα σον Θεόν
πάντα να έ͜εις την υεία σ’.
Το ρήμα αρλανεύκουμαι (όπως και το επίθετο αρλίν) απουσιάζουν τόσο από το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου όσο και από το Συμπλήρωμά του, είναι όμως λέξεις που χρησιμοποιούνταν στην καθομιλουμένη ποντιακή, και προέρχονται από την τουρκική γλώσσα (arlanmak και arlı, αντίστοιχα).
Όπως βλέπουμε λοιπόν στην καταγραφή του pontianlyrics, αρλανεύκομαι σημαίνει «με πιάνει το παράπονο», και αρλίν είναι το παραπονιάρικο.
Και ο Χρύσανθος το τραγουδούσε έτσι: