Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Τι λόγια επαινετικά, λόγια αντάξιά σου, σου πρέπουν Άγιε Πρόδρομε!
Γιατί εσύ προτίμησες, Πρόδρομε, να πεθάνεις για την αιώνια ζωή,
καταφρονώντας τη ζωή ετούτη εδώ την
πρόσκαιρη.
Προοίμιο ΙΙ
Με την αποκεφάλιση ένδοξο βρήκε θάνατο ο Πρόδρομος ‒μα, πάλι‒ ο Θεός τα οικονόμησε ώστε έτσι να γενούνε,
για να κηρύξει ο Άγιος στον Άδη εκεί που πήγε, σε όσους ήτανε εκεί, τον ερχομό του Λυτρωτή.
Κι ας απομείνει να θρηνεί, λοιπόν, η Ηρωδιάδα, που ήταν αυτή που ζήτησε να γίνει αυτός ο φόνος ‒ ο φόνος ο παράνομος.
Γιατί αυτή, βεβαίως, δεν αγαπούσε τη ζωή που ο Θεός χαρίζει, τη μία και αιώνια,
μ’ αγάπησε αυτήν εδώ την ψεύτικη του κόσμου, τούτην εδώ την
πρόσκαιρη.
Οίκοι
α’. Του Ηρώδη τα γενέθλια, εκεί που τα γιορτάζανε, φάνηκαν σ’ όλους βέβηλα ‒ χάλασε η γιορτή.
Γιατί, όπως τρώγαν κι έπιναν, όπως γλεντοκοπούσαν, τους φέρανε την κεφαλή του Άγιου, του Νηστευτή,
λες κι ήταν κάνα έδεσμα.
Τότε η χαρά που είχανε, με λύπη συγκεράστηκε· το γέλιο αναμίχθηκε με τον πικρό τον θρήνο.
Γιατί του Βαπτιστού η κεφαλή, απάνω σ’ έναν δίσκο,
μπήκε μες στο τραπέζι τους εκεί μπροστά σε όλους, όπως το ζήτησε η μικρή ‒ εκείνο το κορίτσι.
Βλέποντας μπρος στα μάτια τους τέτοια ακολασία, τους έπιασε ναυτία κι όλοι ψυχοπλακώθηκαν· θρηνούσαν όλοι μέσα τους,
όσοι εκεί καθόντουσαν και τρώγαν στο τραπέζι αντάμα με τον βασιλιά.
Στ’ αλήθεια, αυτό που έγινε καμία ευχαρίστηση δεν πρόσφερε σ’ εκείνους, μα ούτε κι ο Ηρώδης ο ίδιος του το χάρηκε.
Γιατί, λέει, πως λυπήθηκε τάχατε ο Ηρώδης, μα η λύπη του δεν ήτανε ποσώς αληθινή· μάλλον ήταν επίπλαστη, ψεύτικη μα και
πρόσκαιρη.
β’. Δεν άργησε το άδικο να πράξει ο Ηρώδης, ούτε να πεις πως έμεινε κάμποσο λυπημένος.
Αλλ’ όπως το ’χε από πριν ήδη σχεδιασμένο, διέπραξε την ασέβεια χωρίς καθυστερήσεις,
για να ευχαριστήσει αυτήν, την ερωμένη του, που μοίχευε μαζί του.
Η μοιχαλίδα, δηλαδή, και όχι βέβαια η κόρης της, ήταν αυτή που ήθελε να κατακόψει τον καρπό που κάρπισε μες στην κοιλιά μίας γυναίκας στείρας.
Αυτή ήταν που βιαζότανε και πριν να γίνει το κακό, πριν την αποκεφάλιση,
φανέρωσε στην κόρη της το σχέδιο που είχε, κι αυτά είναι που της έλεγε:
«Έλα κοντά παιδί μου, σε μένα τη μητέρα σου, για κάτι που σε θέλω, για να τα συμφωνήσουμε.
»Θέλω ν’ αποκαλύψω σε σένα ένα μυστικό.
»Και νά, σ’ το φανερώνω: θέλω να δω κάποιον νεκρό, θέλω να τον σκοτώσω· κι αν με ρωτάς ποιον εννοώ; Τον γιo του Ζαχαρία. Γιατί με πλήγωσε πολύ, βαθιά μού άνοιξε πληγή που είναι μεγάλη, αβάστακτη, γιατί είναι αιώνια· δεν είναι, βλέπεις,
»πρόσκαιρη».
γ’. Ακούγοντας με προσοχή το μιαρό το σχέδιο, έφριξε το κορίτσι
κι αμέσως της απάντησε και έτσι της φωνάζει: «Το τραύμα που ’χεις στην ψυχή στ’ αλήθεια είναι φοβερό μητέρα, αχ… μητέρα!
»Καλύτερα αγιάτρευτο, άσε το όπως είναι,
»γιατί άμα ψάξεις γιατρειά, όπως αυτή που μου ’πες, φοβάμαι πως χειρότερη θα κάνεις την πληγή σου.
»Το λογισμό σου κοίμισε, άλλο να μην μιλάει μες στο μυαλό σου ελεύθερα και τέτοια να σου λέει.
»Γιατί, φοβάμαι πως μ’ αυτά, ολάκερη η γενιά μας θα πέσει και θα τσακιστεί.
»Το θάνατο εξαιτίας του δεν θα ’βρεις συ μονάχα,
»αλλά κι εγώ μαζί μ’ εσέ κι αντάμα ο Ηρώδης, και όλοι μας οι απόγονοι στον τάφο θα βρεθούνε.
»Εάν ο Ιωάννης πεθάνει εξαιτίας σου, τα πάντα θα απονεκρωθούν
»και όλοι μες σε τάφο θε να κλειστούμε ζωντανοί και πίσω μας θ’ αφήσουμε τη θύμησή μας μόνο· κι αυτή δεν θα ’ν’ καμιά καλή. Κακή θα ’ναι κι ανάποδη, και θα ’ναι έτσι για πάντα, αιώνια, όχι
πρόσκαιρη».
δ’. «Κορίτσι μου τι έπαθες; Τι σου συνέβη ξαφνικά;
»Πώς σου ’ρθε τώρα ετούτο; Λυπάσαι τον Ιωάννη; Μα πιο πολύ απ’ τη μάνα σου εσύ αγαπάς εκείνον
»που τη ζωή που κάνουμε μισεί και μας ελέγχει;
»Παιδί μου μήπως ξέχασες πόσες φορές συμβούλεψε ετούτος τον Ηρώδη και τι ακριβώς του υπέδειξε να κάνει με εμένα;
»”Δεν σου επιτρέπεται”, έλεγε, “να έχεις για δικιά σου τη σύζυγο
»“του Φίλιππου που είναι κι αδερφός σου· μα δεν σου επιτρέπεται, διώξ’ την από κοντά σου!”
»Πώς θα ’θελα ήδη, αν έβρισκα κατάλληλη ευκαιρία, εγώ να του την κόψω την τόσο ενοχλητική
»αναίδεια που έχει, να λέει αυτά τα πράγματα με θράσος και με τόλμη.
»Τη γλώσσα θα του κόψω! Τη γλώσσα; Μα τι λέω; H κεφαλή του ολόκληρη καλύτερα να φύγει!
»Και θα γλιτώσω απ’ αυτόν κι άλλο δεν θα λυπάμαι, κάνοντας ανενόχλητη, με ασφάλεια τη ζωή μου· τη ζωή μου αυτήν την
»πρόσκαιρη».
ε’. «Αυτό που είναι να κάνουμε, μητέρα, είναι ασέβεια – μα όχι προς τους άλλους. Εμάς και τη ζωή μας προσβάλλει αυτή η ασέβεια.
»Όπως η Ιεζάβελ που τον Ηλία τον δίκαιο ήθελε να σκοτώσει.
»Και τελικά τι έγινε; Η ίδια, από μόνη της πήγε προς το χαμό της.
»Ο μεν Ηλίας έντονα την Ιεζάβελ έλεγξε, ο δε Ιωάννης νόμιμα εμάς ελέγχει τώρα.
»Πράγματι, ο Ερημίτης είπε με τόνο αυστηρό
»και έτσι τον συμβούλεψε τον βασιλιά Ηρώδη: “Δεν σου επιτρέπεται”, έλεγε.
»Ο δε Θεσβίτης στέρησε, ήρεμα και διακριτικά,
»τα σύννεφα απ’ τον Αχαάβ κι έτσι βροχή δεν είχαν.
»Γι’ αυτό σου λέω κυρά μου και αρχόντισσα, τη σκέψη που έχεις κάνει ξέχασ’ την, θάψ’ την γρήγορα,
»και σκέπασε, κατάστρεψε το λάκκο κι από πάνω· κοίτα μην κάνεις την ντροπή αιώνια να μας μείνει· φτάνει, ας μείνει
»πρόσκαιρη».
ϛ’. «Κοίταξε, ασεβέστατη, να μάθεις από μένα και όχι να επιχειρείς συ να με νουθετήσεις.
»Γιατί όταν μάθεις, τελικά, όλα τα δεδομένα γύρω απ’ αυτό το ζήτημα, αυτά που τώρα σκέφτεσαι όλα θα τα ξεχάσεις.
»Τίποτα δεν κατάλαβες· μα πώς να καταλάβεις; άλλωστε, απ’ τη θέση σου δεν το μπορείς καθόλου.
»Γιατί αν αυτός ο Βαπτιστής εμμένει να με βρίζει, και συνεχίζει μια χαρά να ζει κανονικά,
»τότε πια ο καθένας απέναντί μου θα σταθεί, δεν θα φοβάται τίποτε, δεν θα με λογαριάζει.
»Θ’ ανοίγουνε τα στόματα, θα λεν για μένα λόγια όπως και όσα θέλουνε,
»σαν να ’μουν η οποιαδήποτε, σαν να ’μουν μια τυχαία και όχι η βασίλισσα.
»Ως να ήμουνα η σύζυγος του καθενός ανώνυμου και όχι κάποιου ισχυρού και σεβαστού ανθρώπου.
»Μα ησύχασε τώρα μικρή, γιατί καλύτερα από πολλούς και ‒φυσικά‒ από σένα
»γνωρίζω το συμφέρον μου. Ξέρω πώς αποκτιέται η δόξα και η τιμή η αιώνια, κι όχι η άλλη η
»πρόσκαιρη.