Ένα θυματόν, η καντήλα και λίγα ξερά Παναΐας δάκρα υπήρχαν κατά παράδοση στο εικονοστάσι των ποντιακών σπιτιών, δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Η ιδιαίτερη εκτίμηση που έτρεφαν οι Πόντιοι στο πρόσωπό της φαίνεται άλλωστε και από τον μεγάλο αριθμό εκκλησιών που υπήρχαν στις πόλεις και τα χωριά της αλησμόνητης πατρίδας αφιερωμένες σ’ Εκείνην.
Η Υπαπαντή του Κυρίου, μία από τις δώδεκα μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας, είναι αφιερωμένη στην έλευση του Ιησού στο ναό των Ιεροσολύμων και στο τέλος της περιόδου λοχείας της Παναγίας.
Όπως σε όλες τις θεομητορικές γιορτές, έτσι και την ημέρα της Υπαπαντής τηρούσαν αυστηρά αργία, έτσι γι’ αυτόν που δούλευε έλεγαν:
Αϊλί εκείνον π’ έκαμεν τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας.
Μήτε η τζέπρα αφήν’ ατον μήτε ανεχετία.
Αλίμονο σ’ εκείνον που δουλεύει στις 2 Φεβρουαρίου. Ούτε η λέπρα τον αφήνει ούτε η ανέχεια.
Παρόλο που ήταν μέρα μεγάλης ευλάβειας, οι Πόντιοι θεωρούσαν ότι στις 2 Φεβρουαρίου ήταν η γιορτή-σταθμός για τις τελευταίες χαρές πριν από τη νηστεία της Σαρακοστής. Γι’ αυτό συνήθιζαν να λένε:
Υπαπαντήν-Υπαπαντήν, σ’ έξεργους εμπαίν’ κλειδίν.
Υπαπαντή-Υπαπαντή, στις αργίες μπαίνει κλειδί.
Στην Τραπεζούντα πάλι έλεγαν το εξής δίστιχο με τουρκική ομοιοκαταληξία:
Υπαπαντή-Υπαπαντή, γιορντιλάρ καπαντή.
Ήρθε η Υπαπαντή, έκλεισαν οι γιορτές.
Στη Ροδόπολη της Ματσούκας ήταν ημέρα… φαγητού, διότι πίστευαν ότι όποιος πεινάσει αυτή τη μέρα θα πεινάει όλο το χρόνο:
Ναϊλλοί εκείνον που πεινά, τα δυο τη Κουντούρ’.
Επίσης, υπάρχει ακόμα μια παροιμία συνδεδεμένη με τη γιορτή, καθώς όταν ήθελαν να επισημάνουν ότι μια ερώτηση που διατυπώθηκε έχει αυτονόητη απάντηση, ρωτούσαν: «Τα δύο τη Κουντούρ τη Παναΐας πότε έν’;» – για να πάρουν τη σκωπτική απόκριση: «’Σ σα εφτά τη Καλομηνά!».
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, επίσης, στις 2 Φεβρουαρίου άρχιζε και το ζευγάρωμα των πουλιών.