Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, o Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος που έφυγε σήμερα από τη ζωή πλήρης ημερών και έργων, ήταν ο φωτισμένος ιεράρχης, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης κατά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, που αναγέννησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και είχε σημαντικό ιεραποστολικό, κοινωνικό και συγγραφικό έργο.
Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 1929. Η μητέρα του ήταν από την Πρέβεζα, ο πατέρας του από τη Λευκάδα, ο παππούς του από την Κεφαλονιά. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα κι αργότερα στον Πειραιά.
Σταθμοί στη ζωή του: το 1952 ολοκληρώνει αριστούχος τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1960 χειροτονείται διάκονος· τέσσερα χρόνια αργότερα, πρεσβύτερος-αρχιμανδρίτης· την περίοδο 1965-1969 σπουδάζει Θρησκειολογία, Ιεραποστολική και Εθνολογία στα Πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου· το 1972 εκλέγεται καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1981-1990, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως (Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα) αναπτύσσει ευρύτατο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο· το 1991 γίνεται ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1992 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας· και, το 2005 γίνεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Θεολόγος, συγγραφέας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και αρχιερέας. Ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Διετέλεσε επίσκοπος Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.
Στις 24 Ιουνίου 1992 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας τον επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο, και η Εκκλησία της Αλβανίας αποκτούσε και πάλι κεφαλή ύστερα από χρόνια.
Με σύνθημα το «Χριστός Ανέστη», ο Αρχιεπίσκοπος φθάνει στην Αλβανία το 1991 ως Πατριαρχικός Έξαρχος προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα.
Η οργάνωσή της ξεκίνησε από μηδενική βάση. Το έδαφός της ήταν κατεξοχήν εχθρικό, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία λόγω της ελληνικής καταγωγής του, και καμιά εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Όμως ο Αναστάσιος εργάστηκε σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και έδωσε ελπίδα –ελπιδοφόρο και το σύνθημά του «Χριστός Ανέστη»– και βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως στην Αλβανία, στα χρόνια που κράτησε το πηδάλιο της Εκκλησίας.
Προχώρησε στην ανασύσταση και ανασυγκρότηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, με τη διαμόρφωση αρχικά νέου καταστατικού χάρτη το 2006. Καθόρισε, επίσης, τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία με επίσημη Συμφωνία, η οποία έγινε νόμος του κράτους το 2009. Παράλληλα, ξεκίνησε τους αγώνες διεκδίκησης της εκκλησιαστικής περιουσίας την οποία το αθεϊστικό κράτος του Χότζα είχε δεσμεύσει.
Η Αλβανία απέκτησε σχολεία, πανεπιστήμια, ναούς, χώρους εργασίας και παραγωγής έργου για τις υπηρεσίες της Εκκλησίας, οικοτροφεία, πνευματικά κέντρα, χώρους αγάπης και φιλοξενίας για ορφανά και ηλικιωμένους, θεολογική ακαδημία για την εκπαίδευση των στελεχών της, ενώ η Αρχιεπισκοπή άνοιξε την αγκαλιά της όχι μόνο για τους χριστιανούς για τους οποίους έγινε σημείο αναφοράς, αλλά και για όλους όσοι είχαν ανάγκες, χωρίς διακρίσεις.
Ο ιεραπόστολος των εθνών ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1993 έως το 2005, και έκτοτε επίτιμο μέλος της. Είχε πλούσια επιστημονική δράση (συνεργάστηκε με πολλά πανεπιστήμια σε πολλές χώρες και είχε τιμηθεί με πολυάριθμες διακρίσεις), και μεγάλο συγγραφικό έργο.
Είχε παρασημοφορηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωστή Στεφανόπουλο, τον Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, τον Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α’ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τον Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α’ του Πατριαρχείου Ρωσίας, τον Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας, τον Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, τον Χρυσό Σταυρό μετά Δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το Χρυσό Κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας, μεταξύ άλλων.
Όταν του είχε απονεμηθεί από το ΑΠΘ η τιμητική διάκριση «Χρυσούς Αριστοτέλης», υπό το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που αναφωνούσε «Άξιος», ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε τονίσει ότι «η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο».
Είχε σημειώσει ότι το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι πόλεμος αλλά ο εγωκεντρισμός, το αντίδοτο του οποίου είναι μόνο η αγάπη.
«Μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία» είχε υπογραμμίσει, ενώ είχε μιλήσει για μια αγάπη που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων δίχως να γνωρίζει σύνορα, δίχως να γνωρίζει προκαταλήψεις. Στην ομιλία του, μάλιστα, είχε αναφερθεί στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, στον Απόστολο Παύλο, αλλά και στον Άλμπερτ Αϊνστάιν που ύμνησαν ο καθένας τους τη δύναμη της αγάπης με τον δικό του τρόπο.
Επιπρόσθετα, είχε επισημάνει ότι κύριο συστατικό της ειρηνικής συνύπαρξης αποτελεί η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνείδησης, η οποία στηλιτεύει κάθε μορφή βίας και εμπνέει τον σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία. «Η βία στο όνομα της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας», είχε πει χαρακτηριστικά. Και είχε συνεχίσει με τη δήλωση πως η ειρήνη συνδέεται με τη δικαιοσύνη, η οποία στην εποχή μας είναι συνώνυμο της ανάπτυξης. «Η φτώχεια είναι ο χειρότερος τύπος βίας».
Σε αναφορά του στη σημασία του διαθρησκευτικού διαλόγου, είχε επικαλεστεί το παράδειγμα της Αλβανίας όπου συμβιώνουν πέντε διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες. Όπως είχε κάνει γνωστό, στη χώρα υπάρχει πλέον διαθρησκευτικό συμβούλιο, ενώ οι διαφορετικές θρησκείες ενώνουν τις δυνάμεις τους για την ενίσχυση των αδυνάτων. Εμφατικά είχε σημειώσει ότι στόχος δεν είναι η θρησκευτική ανοχή μα η αρμονική συνύπαρξη.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2020, στον ιστορικό καθεδρικό ναό του Άαχεν της Γερμανίας, είχε τιμηθεί με το διεθνές βραβείο «Κλάους Χεμέρλε» (ο οποίος ήταν επίσκοπος Άαχεν και καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών), τιμητική διάκριση που απονέμεται ανά διετία από το Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα Φοκολιάρ σε διεθνείς προσωπικότητες οι οποίες έχουν συμβάλει στην προσέγγιση και την κατανόηση κοινοτήτων με διαφορετικές πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις.
«Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό, που τορπιλίζει την ειρηνική συμβίωση, είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία. Μιας πολυδιάστατης αγάπης, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση καλείται να συμβάλει η υγιής θρησκευτική συνείδηση», λίγα από τα λόγια του.