Δαφνούντα ή Δάφναι λεγόταν το λιμάνι της Τραπεζούντας το οποίο πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Δαφνοπόταμο –Πυξίτη κατά τους αρχαίους– που εξέβαλλε στις όχθες του. Τον ποταμό πλαισίωναν ένθεν και ένθεν της κοίτης του αυτοφυή δαφνόδεντρα. Τον έλεγαν και Μυλοπόταμο λόγω των πολλών μύλων που υπήρχαν στις όχθες του. Η κατεξοχήν ποντιακή ονομασία για τη λέξη «μύλος» είναι η λέξη χαμαιλέτε, που ετυμολογείται από τον Άνθιμο Παπαδόπουλο ως σύνθετη από το επίρρημα «χαμαί» και το ουσιαστικό «αλέτης» <αλέθω.
Το λιμάνι βρίσκεται –ακόμα και σήμερα κι ας έχει διαφορετική ονομασία– στην βορειανατολική πλευρά της πόλης και ήταν έργο του αυτοκράτορα Αδριανού (χρόνοι βασιλείας: 117-138).
Ο Αδριανός επισκέφτηκε την Τραπεζούντα το 129 και αμέσως διέβλεψε την προοπτική της πόλης να γίνει ένα μεγάλο λιμάνι της αυτοκρατορίας. Πριν γίνουν τα έργα για να διαμορφωθεί καταλλήλως, ήταν ένας όρμος εκτεθειμένος σε ανέμους και τρικυμίες. Με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε ασφαλές απάγκιο.
Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Χρύσανθο η Δαφνούντα υπήρξε «εξάρτησις», ναύσταθμος δηλαδή που έδεναν τα πολεμικά πλοία της αυτοκρατορίας αλλά και εμπορικά πλοία από τη Γένοβα, τη Βενετία και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Το βυζαντινό λιμάνι στο βορειοανατολικότερο μέρος της παράκτιας ζώνης που οριοθετούνταν η εντός των τειχών πόλη, ήταν αποκλειστικό «ιδιωτικό» λιμάνι των Μεγαλοκομνηνών.
Νοτιότερα της Δαφνούντας και προς την πόλη, στα δυτικά του λιμένα δηλαδή, δέσποζε ένα υπερυψωμένο βραχώδες ακρωτήρι. Αυτό το σημαντικό στρατηγικό σημείο της πόλης παραχωρήθηκε από τους Μεγαλοκομνηνούς στους Γενουάτες, οι οποίοι έφτιαξαν ένα οχυρό-μικρογραφία του συνοικισμού Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, το λεγόμενο Λεοντόκαστρο ή Leo castle κατά τους Φράγκους ή Φρεγκ Χισάρ κατά τους Τούρκους. Στο Λεοντόκαστρο διαβιούσε ο εκάστοτε πρόξενος και το προσωπικό του. Είχε εμπορικά καταστήματα, φούρνους και πανδοχεία για την εξυπηρέτηση των Γενουατών εμπόρων που έφταναν στην Τραπεζούντα.
Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Λαμψίδη «ο Πόντος (και η καρδιά του η Τραπεζούντα) ήταν ένα είδος φυσικού οχυρού και θέση στρατηγική, χαρακτηριστικά που καθόρισαν την ιστορική πορεία και εξέλιξή του ήδη από την αρχαιότητα».
Μετά την Άλωση της Τραπεζούντας από τον Μεχμέτ Β΄ το 1461 οι Γενουάτες και οι Ενετοί εκδιώχθηκαν από τον Πόντο. Το Λεοντόκαστρο όπως και όλη η πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Το 1740 κατά τον μητροπολίτη Χρύσανθο, ο πασάς της Τραπεζούντας Αχμέτ Ουτζιντζόγλου, κατασκεύασε στον χώρο του Λεοντόκαστρου πολυτελές ανάκτορο, το οποίο μάλιστα διέταξε να βάψουν με κόκκινο χρώμα, το λεγόμενο Γκιουζέλ Σεράι. Το 1807 στον βομβαρδισμό της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στόλο, το Γκιουζέλ Σεράι, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν από τους πρώτους στόχους των ρωσικών κανονιών.
Το 1821, έτος κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης, ό,τι απέμεινε από το Γκιουζέλ Σεράι γίνεται τόπος μαρτυρίου των Ελλήνων Ποντίων κατόπιν διαταγής του νομάρχου Τραπεζούντας Χοσρέφ Πασά, σε αντίποινα του απελευθερωτικού αγώνα και της υποστήριξης του από τους Ποντίους που είχαν προσχωρήσει στην Φιλική Εταιρεία.
Ακριβώς επάνω από το λιμάνι της Δαφνούντας στα νότια υπήρχε μια μεγάλη πλατεία που από τον καιρό των Μεγαλοκομνηνών μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της πόλης ήταν γνωστή με την περσική ονομασία «μεϊντάν» (σημαίνει πλατεία στα φαρσί). Από εκείνη την πλατεία για εκατοντάδες χρόνια αποβιβάζονταν τα εμπορεύματα από την Ασία και την Ευρώπη και διακομίζονταν με τα καραβάνια των καμηλιέρηδων στην Περσία, Αρμενία και την Ανατολή. Τα δε εμπορεύματα από την Ασία διακομίζονταν με πλοία στην Ευρώπη.
Κατά την «χρυσή» εποχή της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, λόγω της πυκνής δόμησης εντός της οχυρωμένης πόλης, στο Μεϊντάνι την πλατεία του λιμανιού ελάμβαναν μέρος μεγαλόπρεπες και θεαματικότατες τελετές. Μια από αυτές ήταν η λεγόμενη «πρόκυψις», στην οποία σύμφωνα με το τυπικό ο αυτοκράτορας ανέβαινε επάνω σε μια υπερυψωμένη εξέδρα φορώντας επίσημη στολή και διάδημα με πολύτιμους λίθους και εμφανιζόταν μπροστά στον λαό του αλλά και σε εκπροσώπους ξένων εθνών. Τότε οι παριστάμενοι αυλικοί αλλά και ο λαός τον επευφημούσαν με το «πολυχρόνιον».
Εάν θέλουμε να πάρουμε μια γεύση από το μεγαλείο αυτό της βυζαντινής περιόδου δεν έχουμε παρά να προσέξουμε κατά τη Θεία Λειτουργία την αποστροφή που ψάλλεται από τους ψάλτες για τον προεξάρχοντα ιεράρχη (επίσκοπο ή ηγούμενο) η οποία λέει: «Πολυχρόνιον ποιήσαι Κύριος ο Θεός τον ευσεβέστατον πρεσβύτην, επίσκοπον, ηγούμενον ημών [όνομα, τίτλος τιμώμενου] Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη»!
Αργότερα στα μαύρα χρόνια της οθωμανικής περιόδου Οθωμανοί αξιωματούχοι θέλοντας να «κλέψουν» κάτι από τη δόξα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, επιδιώκοντας ίσως να επικοινωνήσουν μια ψευδεπίγραφη «συνέχεια» από την αβελτηρία τους, διατήρησαν το βυζαντινό αυτό έθιμο παρακολουθώντας πάνω από την εξέδρα (κιόσκ στα τουρκικά) την παρέλαση του στρατού τους.
Σύμφωνα με το Χρονικόν του Μιχαήλ Πανάρετου, το έτος 1365, κατά την λαμπρή ημέρα της Κυριακής του Πάσχα, «αντιπρόσωποι των δύο συναγωνιζόμενων θαλασσίων εμπορικών δυνάμεων του μεσαίωνα, ο κόνσολος (πρόξενος) των Γενουϊτών και ο μπάιλος (πρεσβευτής) των Βενετών, δεν δίστασαν να φιλονικήσουν στην τελετή και να ενοχλήσουν τον κυρίαρχο της χώρας (αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Μεγαλοκομνηνό) παραβαίνοντας τους νόμους της ευπρέπειας» επιβεβαιώνοντας την λαϊκή παροιμία «δύο γάιδαροι εμάλωναν σε ξένο αχυρώνα»!
Αλεξία Ιωαννίδου