Κάποιοι άνθρωποι έχουν ζήσει μυθιστορηματικές ζωές ενώ άλλοι έχουν σπουδαίες και «γερές» οικογένειες από πίσω τους. Το θέμα είναι πώς όλα αυτά μπορούν να εξελιχθούν ή να γίνουν έργο και δημιουργία.
Σαν σήμερα άφησε την τελευταία της πνοή η αξέχαστη Δανάη Στρατηγοπούλου που ανήκει στους εξελίξιμους ανθρώπους.
Τραγουδίστρια, μουσικός, συγγραφέας, μεταφράστρια και καθηγήτρια της ελληνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο της Χιλής, καθώς και φωνητικής μουσικής σε πολλά ωδεία. Αυτά ήταν τα επαγγελματικά credits της. Η προσωπική της ιστορία για το πώς τα κατάφερε είναι συγκλονιστική.
Η οικογένεια πρότυπο
Με καταγωγή από τους ένδοξους Στρατηγόπουλους, ρίζες που χάνονται κάπου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χαρτοβασίλειο, ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και χειρόγραφα. Δεν είναι τυχαίο που τα σπίτια της παρέμειναν χαρτοβασίλεια ως το τέλος της ζωής της. Παππούς της ο θεατρικός συγγραφέας Ιδομενεύς Στρατηγόπουλος. Πατέρας της ο Ιππόλυτος Στρατηγόπουλος, μηχανικός και δημοσιογράφος, τύπος μποέμ (όπως μποέμ υπήρξε και η ίδια η Δανάη, λέει η κόρη της Λήδα Χαλκιαδάκη, περιφρονούσε πάντα το χρήμα) και μητέρα της η Αρσακειάδα Τίμω.
Η Δανάη γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1913 στο Μεταξουργείο, αλλά τρία χρόνια αργότερα, η οικογένεια μετακόμισε στη Γαλλία –αρχικά στη Μασσαλία και έπειτα στο Παρίσι.
Η Δανάη μεγαλώνει με ακούσματα ευρωπαϊκά αλλά και ελληνικά. Λάτρις της δημοτικής μουσικής, η μητέρα της τής τραγουδάει δημοτικά τραγούδια συνεχώς.
Η οικογένεια επιστρέφει στην Αθήνα το 1923. Τότε προστίθεται και ένα νέο μέλος, η Μίρκα, η αδελφή της Δανάης που ξεκίνησε από χορεύτρια (ενώ παράλληλα έκανε και κάποια σεγόντα στην αδελφή της –τις ετικέτες των δίσκων διαβάζουμε το όνομα «Μίρκα Στρέη») για να εξελιχθεί σε σπουδαία φλαουτίστα και εθνομουσικολόγο (η Μίρκα Στρατηγοπούλου πέθανε ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη Δανάη, στις 26 Φεβρουαρίου 2009).
Ένα αηδόνι ανοίγει τα φτερά του
Η μικρή Δανάη έχει εξαιρετική φωνή. Όταν την ακούει ο δημοφιλής τενόρος της εποχής Πέτρος Επιτροπάκης λέει στους γονείς της ότι το κορίτσι πρέπει να παρακολουθήσει συστηματικά μαθήματα φωνητικής. Έτσι η Δανάη στα 14 της αρχίζει τις σπουδές της στο κλασικό τραγούδι.
Η ίδια όμως, φύση ανεξάρτητη από μικρή, μάλλον δεν είναι φτιαγμένη για τον αυστηρό κόσμο του λυρικού θεάτρου. Άλλωστε δεν αντιμετωπίζει τις μουσικές της σπουδές ως εφόδιο για καριέρα, γιατί δεν την ενδιαφέρει η καριέρα της σοπράνο. Από την άλλη αρχικά, αυτό που θέλει να κάνει είναι να γράφει: η δημοσιογραφία μοιάζει να είναι ο φυσικός της χώρος και ξεκινάει να δουλεύει σε διάφορα έντυπα με αμοιβές πενιχρές…
Το 1934 εργάζεται σε μια εφημερίδα, στην οποία έτυχε να είναι συνάδελφός της ο μουσικός Κώστας Μπέζος. Ο τελευταίος συστήνει τη Δανάη στον Αττίκ, ο οποίος, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, προσλαμβάνει τη νεαρή κοπέλα που θέλει απλώς να πάει στην Αίγυπτο για να στείλει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα της. Είναι όμως τέτοιος ο θρίαμβός της που σύντομα θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία, καθώς αντιλαμβάνεται ότι το τραγούδι μπορεί να της χαρίσει καλό μεροκάματο. Βέβαια, δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το γράψιμο, θα συνεχίσει μάλιστα να παρακολουθεί μαθήματα της Γαλλικής Ακαδημίας, παράλληλα με την τραγουδιστική της καριέρα.
Στα χρόνια του ’30 η Δανάη μοιράζεται με τη Σοφία Βέμπο την πρώτη θέση στο ελληνικό ελαφρό τραγούδι. Η Βέμπο θριαμβεύει στο θέατρο συνοδεία ορχήστρας, η Δανάη στο βαριετέ και την πίστα με την κιθάρα της. Δισκογραφεί αμέτρητα τραγούδια μέχρι το 1940, ενώ συνεργάζεται σταθερά με τον Αττίκ, με τον οποίο ανακαλύπτει ότι τη δένει μια μουσική και πνευματική συγγένεια: αποδίδει τα τραγούδια του με μοναδικό τρόπο, συμπληρώνει τα οκτάστιχά του όταν εκείνος δεν έχει χρόνο. Γράφει μεταξύ άλλων το αριστουργηματικό «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά» και στο τέλος του χειρόγραφου σημειώνει «Τέλος και τη Δανάη δόξα»…
Δεν τραγουδάει όμως μόνο Αττίκ. Στη δισκογραφία θριαμβεύει με τανγκό, στις ζωντανές εμφανίσεις της και στις ραδιοφωνικές εκπομπές της μαγεύει με ισπανικά, γαλλικά και ιταλικά τραγούδια.
Στον πόλεμο του ’40 η Δανάη θα τραγουδήσει σε δίσκο ένα υπέροχο πολεμικό τραγούδι, το «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου» των Ι. Ριτσιάρδη-Β. Σπυρόπουλου-Π. Παπαδούκα (στη δεύτερη πλευρά του δίσκου υπάρχει το επίσης πολεμικό, αλλά ξεχασμένο σήμερα «Το μυστικό της σκλάβας» του Μιχάλη Σουγιούλ). Αρνείται να πει άλλα πολεμικά τραγούδια, θεωρώντας πατριδοκαπηλική την υπερπαραγωγή τους αυτή την περίοδο.
Όπως και οι άλλες τραγουδίστριες της εποχής (Σοφία Βέμπο, Κάκια Μένδρη, Ρίτα Δημητρίου, Κούλα Νικολαΐδου, Ρένα Βλαχοπούλου), τρέχει από το πρωί ως το βράδυ στα νοσοκομεία για να ψυχαγωγήσει τους τραυματίες του μετώπου. Εκτός από τα κομμάτια που την καθιέρωσαν, τραγουδάει τα αγαπημένα της δημοτικά τραγούδια. Με αυτά θα συγκινήσει τον στρατηγό Δαβάκη στο δωμάτιο του Νοσοκομείου που νοσηλεύεται («Πώς μια Ατθίς σαν εσάς γνωρίζει αυτά τα τραγούδια;», τη ρωτάει απορημένος) και με αυτά θα πολεμήσει τον κατακτητή στα χρόνια της Κατοχής…
«Η Βουλγάρα»
Στην περίοδο της ιταλικής κατοχής, τα βράδια η Δανάη εμφανίζεται στου «Άλεξ», αριστοκρατικό κέντρο-εστιατόριο της εποχής. Κάποιο βράδυ όμως της ζητούν να εμφανιστεί στη διπλανή αίθουσα, όπου θαμώνες είναι ιταλοί αξιωματικοί. Αναγκάζεται να το κάνει, γιατί είναι υποχρεωμένη από το συμβόλαιό της, όταν όμως οι αξιωματικοί της ζητούν να τραγουδήσει ιταλικά τραγούδια, εκείνη βρίσκει τρόπο να το σκάσει από το κέντρο.
Την απόφασή της να μην τραγουδήσει στη γλώσσα των κατακτητών θα την πληρώσει με κυνηγητό.
Διακόπτει τις εμφανίσεις της κάθε φορά που της ζητούν κάτι τέτοιο. Στο ρεπερτόριό της τώρα έχουν θέση μόνο τα δημοτικά τραγούδια. Ένα τέτοιο τραγούδι θα οδηγήσει στη φυλάκισή της: τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η Αθήνα ακούει παράνομα από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου ότι «Άγγλοι και Έλληνες κομάντος έπεσαν στη Σάμο», η Δανάη τραγουδάει στην Όαση τη «Σαμιώτισσα». Το κοινό την αποθεώνει και οι αρχές Κατοχής θορυβούνται, τη συλλαμβάνουν και τη φυλακίζουν στο Εμπειρίκειο. Ατέλειωτα πλήθη με υπομνήματα κατακλύζουνε τις γύρω περιοχές του Υπουργείου Παιδείας και της Μητρόπολης. Οι ΕΑΜικές οργανώσεις ασκούν πιέσεις και σε έναν μήνα αφήνεται ελεύθερη. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο της μητέρας της, τον Δεκέμβριο του 43, τα SS την αναζητούν και πάλι γιατί έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή η κρυφή δράση της στην Αλληλεγγύη του ΕΑΜ. Αναγκάζεται λοιπόν να το σκάσει και να καταφύγει στην Καλλιθέα, την «Ελεύθερη Ελλάδα», όπου ως «Ελένη Σοφιανοπούλου» και συνεχίζει την αντιστασιακή της δράση, χωρίς τραγούδι, αλλά με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής της: μετέφερε μηνύματα, ετοίμαζε έγγραφα, οργάνωνε εράνους, έγραφε στους τοίχους…
Εκεί, στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στη Λεωφόρο Συγγρού, θα γνωρίσει μια μέρα ένα πανέμορφο παιδί με τον οποίο έχει οργανωτικό ραντεβού: Της συστήνεται: «Αργύρης Καλλιγάς, ιατρός». «Και άλλα διηγήματα» συμπληρώνει εκείνη και γελούν. Έτσι γεννιέται ο μεγάλος της έρωτας με τον δημοσιογράφο Γιώργο Χαλκιαδάκη που υποφέρει από αορτή και οι γιατροί δεν του δίνουν παραπάνω από δύο χρόνια ζωής. Τον παντρεύεται για να τον φροντίσει και τον κρατάει στη ζωή για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Η αντιστασιακή της δράση, οι αριστερές της πεποιθήσεις καθώς και οι φιλίες της (Ρίτσος, Λουντέμης, Ασπασία Παπαθανασίου) θα τη στιγματίσουν και, μετά την Απελευθέρωση, είναι αναγκασμένη για μεγάλο διάστημα να κρύβεται, ενώ, όταν αρχίζει και πάλι να τραγουδάει, συναντά πλέον δυσκολίες: σπάνια καταφέρνει να ολοκληρώσει τα συμβόλαιά της, καθώς οι επιχειρηματίες των κέντρων λαμβάνουν «μπιλιετάκια»: «Τι τη θέλετε τη Βουλγάρα;» Ακόμα και η δισκογραφική της παρουσία είναι πιο αραιή. Όλο αυτό το κυνηγητό έρχεται στην πιο δύσκολη φάση της προσωπικής της ζωής, καθώς αγωνίζεται να κρατήσει στη ζωή τον Χαλκιαδάκη και πρέπει να συντηρήσει και τη μοναχοκόρη τους, τη Λήδα. Από το 1946 έχει αρχίσει να διδάσκει φωνητική σε ωδεία. Ο Χαλκιαδάκης πεθαίνει το 1954.
Ο δρόμος για τη Χιλή
Στα χρόνια του ’60, το ελαφρό τραγούδι έχει έτσι κι αλλιώς περάσει στο περιθώριο, και η Δανάη μπορεί να ασχοληθεί πλέον με τη μεγάλη της αγάπη, το γράψιμο. Δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Αντιδράσεις που την υπογράφει με το ψευδώνυμο «Αργυρώ Καλλιγά». Κάποια από αυτά τα ποιήματα μελοποιεί αργότερα ο Κώστας Χατζής.
Γράφει ακόμα στίχους που μελοποιούν γνωστοί συνθέτες: το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» (μουσική Μίμη Πλέσσα) και το «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» (μουσική Τάκη Μωράκη) είναι τα πιο δημοφιλή τραγούδια της.
Το 1966 ταξιδεύει στη Χιλή για να επισκεφτεί την αδελφή της τη Μίρκα και γνωρίζεται με τον Πάμπλο Νερούδα. Συνδέονται με μια στενή φιλία. Τους ενώνει η αγάπη τους για την Ελλάδα, για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Αρχίζει να μεταφράζει το Γενικό Άσμα και άλλα έργα του Νερούδα. Επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα, αλλά η δικτατορία του ’67 θα την αναγκάσει να αυτοεξοριστεί για να γλιτώσει τον διωγμό που θα ακολουθούσε τις αναπόφευκτες «αντιδράσεις» της. Πηγαίνει και πάλι στη Χιλή, όπου εγκαθίσταται για έξι χρόνια. Δημοσιεύει μελέτες για την ελληνική δημοτική ποίηση και διδάσκει για δυο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο) ελληνική λαογραφία και δημοτική ποίηση δίνοντας στον Χιλιανό λαό την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τον ελληνικό πολιτισμό.
Η επιστροφή
Η οριστική επιστροφή της στην Ελλάδα είναι δύσκολη. Αν και καμαρώνει την επιτυχία της κόρης της –η Λήδα θριαμβεύει τραγουδώντας μαζί με τον Σπύρο Βλασσόπουλο το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου», τραγούδι που η Δανάη αγαπούσε ιδιαίτερα–, η ίδια περνάει δύσκολες στιγμές. Κάνει babysitting για να ζήσει και διδάσκει ξένες γλώσσες. Ωστόσο, το 1976 ο Γιώργος Λαζαρίδης αναβιώνει το «ρετρό» στο θέατρο «Μινώα» και της προτείνει –στη διάρκεια μιας συγκινητικής εκπομπής του Φρέντυ Γερμανού– να εμφανιστεί και πάλι στο αθηναϊκό κοινό. Ο κόσμος συρρέει στο θέατρο «Μινώα» και η Δανάη Στρατηγοπούλου θριαμβεύει για άλλη μια φορά.
Αποσύρεται οριστικά από το τραγούδι το 1981 και αφοσιώνεται αποκλειστικά στο γράψιμο και τις μεταφράσεις. Το 1986 εκδίδει ένα πολύτιμο βιβλίο για τον Αττίκ, γεμάτο από μαρτυρίες και ντοκουμέντα.
Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της η Δανάη έζησε στη Ραφήνα, έχοντας συντροφιά την κόρη και τα τρία εγγόνια της αλλά και φίλους και φίλες κάθε ηλικίας –λάτρευε τα μικρά παιδιά– που την επισκέπτονταν καθημερινά. Είτε κυκλοφορούσε στην αγορά της Ραφήνας είτε εμφανιζόταν σε τηλεοπτικές εκπομπές, πάντα κοκέτα, εντυπωσίαζε όλον τον κόσμο με την ευστροφία της, το χιούμορ της, την ετοιμότητά της, τη μαχητικότητά της.
Χαιρόταν την ανεξαρτησία της, τις νεανικές της συντροφιές, την μπιρίμπα, το scrabble, τις σπανακόπιτες από τον φούρνο της γειτονιάς της, τη ζεστή μπίρα, ένα παγωτό στην πλατεία ή μια καλή ταινία στο θερινό σινεμά που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι της.
Ήθελε διαρκώς να διαβάζει και να γράφει. Σχεδίαζε να εκδώσει ένα βιβλίο με δοκίμια και μελέτες της όταν το 2003, μια πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος του αρχείου της και αρκετά χειρόγραφά της. Και όμως, στα ενενήντα της, δεν το έβαλε κάτω. Με θαυμαστή αντοχή και αισιοδοξία, βγήκε νικήτρια και από αυτή τη δοκιμασία και συνέχισε να χαρίζει το κέφι της στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν στο νέο της σπίτι.
Σπύρος Δευτεραίος