Κοντεύουν επτά δεκαετίες από την εμφάνιση του νέου κύματος. Ένα μουσικό κίνημα που άλλαξε την ιστορία του εγχώριου τραγουδιού αλλά από ένα σημείο και μετά έσβησε. Έμειναν μόνο κάποια ονόματα που αναζήτησαν την τύχη τους και σε άλλους μουσικούς χώρους. Παρόλα αυτά όσοι το έζησαν ή όσοι το γνώρισαν εκ των υστέρων θυμούνται με συγκίνηση τις μπουάτ –κυρίως στην Πλάκα–, τη μίνιμαλ εικόνα ενός τραγουδιστή με μια κιθάρα να μαγεύει έναν χώρο, όπου κάποια στιγμή όλοι γίνονταν μια παρέα.
Όταν πει κάποιος την ορολογία νέο κύμα, ένα από τα πρώτα ονόματα που του έρχονται στο νου είναι ο Λάκης Παππάς. Παρόλο που ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του εκπρόσωπό του. Και η αλήθεια είναι ότι εάν παρακολουθήσει κανείς την πορεία του, θα δει πως έκανε πολλά ανοίγματα στο έργο του, πηγαίνοντας λίγο πιο πέρα από το συγκεκριμένο κίνημα.
Από την Πρέβεζα στο ψάξιμο του Χατζιδάκι
Ο Λάκης Παππάς γεννήθηκε στην Πρέβεζα, το 1938, και έκανε την πρώτη του καλλιτεχνική εμφάνιση το 1959. Από μικρός λάτρευε τη μουσική και κυρίως την κιθάρα του. Εκείνη την χρονιά αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα. Ένας φίλος του τον πηγαίνει στην παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα που είχαν ανεβάσει ο Βασίλης Διαμαντόπουλος με την Μαρία Αλκαίου, στο Νέο Θέατρο, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Με τον τελευταίο η γνωριμία υπήρξε επεισοδιακή.
Το 1961 ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ο ιδρυτής της Μπουάτ, άνοιξε το «Τιπούκειτο», το πρώτο καλλιτεχνικό καφενείο που είχε ποτέ η Αθήνα και εκεί σύχναζε η νεολαία. Εκεί τραγουδούσε ο Παππάς. Η Χρυσούλα Ζώκα και ο Γιώργος Φούντας που σύχναζαν εκεί μίλησαν για τον Παππά στον Χατζιδάκι. Ο τελευταίος ζήτησε να τον γνωρίσει και όταν αυτό έγινε, του έβγαλε δίσκο μαζί με τα κομμάτια του Ματωμένου Γάμου.
Γίνεται μια πρώτη βιαστική γνωριμία, όπου ο Παππάς του δίνει μια κασέτα με εννέα τραγούδια του. Ο Χατζιδάκις όμως κάπου την ξεχνάει. Δεν ξεχνάει όμως τον Παππά και όταν ύστερα από κάποιους μήνες βρεθούν, ο Παππάς του θυμίζει την κασέτα. Ο Χατζιδάκις του δίνει ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του, το οποίο όμως ο Παππάς το χάνει! Τελικά συνεργάστηκαν.
Εκείνα τα χρόνια
Ο Λάκης Παππάς ήταν ο πρώτος τραγουδιστής που τόλμησε να εμφανιστεί στη σκηνή μόνο με μια κιθάρα. Ως κίνηση ξενίζει αλλά στο κοινό των μπουάτ γίνεται αγαπημένο. Τι γινόταν σε αυτά τα μαγαζιά; Ο Γιώργος Παπαστεφάνου θυμάται: «Ένα βράδυ είχε έρθει ένας φίλος του, γιατρός από τη Θεσσαλονίκη που έπαιζε στο πιάνο Χατζιδάκι και ο Λάκης τον συνόδευε με την κιθάρα. Ήταν κάτι σαν τους «15 εσπερινούς» που έκανε ο Χατζιδάκις, σαν αυτοσχεδιασμός στο πιάνο. Ένα άλλο βράδυ είχε έρθει ο αδερφός του Λόρκα από την Λατινική Αμερική και είχαν κάνει βραδιά Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αυτήν η ατμόσφαιρα επικρατούσε μέχρι που κόπηκαν όλα αυτά την περίοδο της χούντας. Αν δεν είχες ταυτότητα μαζί σου τότε (ακόμα και να είχες) μπορούσες άνετα να βρεθείς στο τμήμα. Οι μπουάτ θεωρούνταν σκοτεινά μέρη -έλεγαν μάλιστα ότι εκεί γίνονταν διακίνηση ναρκωτικών.»
Παρόλα αυτά και με ένα καθεστώς που με μεγάλη ευκολία και διά ασήμαντο αφορμή έκλεινε μαγαζιά και έσερνε κόσμο στο αυτόφωρο, ο Παππάς άντεξε. Και μάλιστα όχι μόνο με τραγούδια αλλά και απαγγελίες ποιημάτων ακόμα και με αυτοσχέδια θεατρικά. Πόσο μακρινή εποχή.
Ένας ήσυχος άνθρωπος
Αρχές ’70 και το «νέο κύμα» αρχίζει να ξεχνιέται, όχι όμως οι μπουάτ. Ο Παππάς διανθίζει το ρεπερτόριό του και στέκει στο όλο μουσικό σκηνικό κλίμα που άλλαζε. Πάντως το 1971 κυκλοφορεί για πολλούς την καλύτερη δουλειά του, το «Πάει και αυτή η Κυριακή» με την Πόπη Αστεριάδη.
Και μετά χαμηλές πτήσεις. Επιλεγμένες συνεργασίες κάποιες μικρές δισκογραφικές δουλειές και φυσικά μακριά από τη δημοσιότητα όταν δεν αφορούσε την δουλειά του.
Απλός, λιτός, κάτοικος της Πατησίων, μαζί με τη σύζυγο και τον γιο του και λάτρης της πόλης, υπήρξε έως το τέλος ο Λάκης Παππάς. Κάποτε σε συνέντευξή του τον ρώτησαν γιατί τραγουδούσε. «Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, είναι τρόπος ζωής», είχε απαντήσει εκείνος…
«Έφυγε» στις 26 Μαρτίου 2014, σε ηλικία 76 χρονών. Τον Οκτώβριο του 2022, η ιδιαίτερη πατρίδα του η Πρέβεζα τον τίμησε και η προτομή κοσμεί πλέον το κέντρο της πόλης, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αποδεικνύοντας ότι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται φωνές, κραυγές και μόδες για να περάσουν στην ιστορία.
Σπύρος Δευτεραίος