Ο Γεώργιος Καλτζίδης γεννήθηκε στον οικισμό Άκσαγ, κτισμένο σε πλαγιά στην κοιλάδα του Μπατλαμά τσάι, 21 χλμ νότια της Κερασούντας. Στον οικισμό κατοικούσαν περίπου 80 Έλληνες που κατάγονταν από την περιφέρεια Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά. Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, και Δημοτικό Σχολείο του οποίου οι τάξεις καθορίζονταν κάθε χρόνο από τον αριθμό των μαθητών.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και εμπορεύονταν τα φουντούκια στην αγορά της Κερασούντας, που ήταν το οικονομικό κέντρο της περιοχής.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στα 1916, Ιανουάριο μήνα, έγινε η πρώτη εξορία. Εγώ έμαθα λίγο από τα πριν την είδηση, πλήρωσα τον τσαούση στην Πουλαντζάκη που ήμουνα να μ’ αφήσει να φύγω κι έφυγα μόνος μου. Πήγα προς το εσωτερικό της Τουρκίας κι από το Ερζιγκιάν πέρασα στη Ρωσία. Έμεινα στην Οδησσό. Δούλευα εκεί εργάτης. Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, τότες που έγινε η Κουμμούνα, ήμουνα εκεί. Δύσκολα χρόνια ήτανε. Στην Οδησσό, που ήμαστε, ήρθανε Έλληνες εθελοντές να πολεμήσουνε για τους Ρώσους εναντίον της Κομμούνας. Πήγαμε κι εμείς στο σώμα. Είπαμε, του Βενιζέλου διαταγή είναι, πρέπει να πάμε. Καλά κάναμε, άσκημα κάναμε, δεν ξέρω.
Στα 1918 ήρθα στην Ελλάδα. Τρία παλικάρια, απ’ το Άκσαγ εγώ και οι άλλοι Κερασούντιοι, μπαρκάραμε σε πλοίο ελληνικό, «Ιέραξ» ήτανε το όνομά του, φύγαμε για την πατρίδα. Πρώτα έμεινα στο Πόρτο Λάγο, στη Θράκη κι έπειτα Ξάνθη, στη Σταυρούπολη. Εκεί ήρθανε το 1922 οι δικοί μας από την Τουρκία και οι συγγενήδες μου κι έμαθα την ιστορία τους:
Στα 1916 φύγανε εξορία όλο το χωρίο.
Πήγανε τζανταρμάδες και τους είπανε εντός δώδεκα ωρών να φύγουνε. Οι Τούρκοι βλέπανε τον ρωσικό στρατό που προχωρούσε και δεν θέλανε, όταν φτάσει στα δικά μας τα μέρη, να βρει Ρωμέους. Δε θέλαμε να ενωθούμε μαζί τους οι Έλληνες και να αποκτήσουνε δύναμη. Αυτό από Τούρκους το είχα μάθει εγώ. Λέγανε: «Οι Ρώσοι θα έρθουνε, εσείς πρέπει να φύγετε».
Εξορία τους πήγανε προς Γαράσαρη, προς Νίκσαρ, προς Σιβάς. Κάθισαν δύο χρόνια σε χωρία και τουρκικά και ρωμαίικα. Στο εσωτερικό δεν τους σηκώσανε τους Έλληνες. Παραλιακά μόνο γίνανε οι εξορίες. Οι Ρώσοι φτάσανε μέχρι Τρίπολη. Ως εκεί σηκώσανε τους Ρωμέους από τα χωρία τους.
Στην εξορία είχανε πολλή ταλαιπωρία. Χειμώνας καιρός ήτανε, χιόνια ήτανε. Όλο πορεία κάνανε, Αρρώστια, πείνα έπεσε. Αδύνατοι άνθρωποι, γερασμένοι, μικρά παιδιά, έγκυες γυναίκες, πολλοί πεθάνανε.
Στα 1918 τους γυρίσανε πίσω στα χωρία τους. Στο Άκσαγ οι μισοί γυρίσανε. Οι άλλοι ποθαμένοι ήτανε. Μείνανε δύο χρόνια. Στο αναμεταξύ είχανε πάρει τον φόβο και ένα μεγάλο ποσοστό φεύγανε για τη Ρωσία. Από την Κερασούντα πληρώνανε σε τούρκικα μοτόρια και φεύγανε. Πενήντα οικογένειες θα φύγανε τότε.
Στα 1920 βγήκε δεύτερη εξορία, των αντρών εξορία. Άλλοι άντρες φύγανε στη Ρωσία, άλλοι βγήκανε στο βουνό, εξορία λίγοι πήγανε. Αριθμούς δεν ξέρω να πω. Στα 1921 γίνηκε σφαγή κι εξολοθρεμός και στο Άκσαγ. Οι τσετέδες του Τοπάλ σφάξανε και κάψανε. Γλίτωσαν στα βουνά κρυμμένοι όσοι μπόρεσαν. Παραπάνω από τους μισούς χάθηκαν. Όσοι γλιτώσανε, και γυναικόπαιδα και άντρες, φύγανε στα 1922 από το λιμάνι της Κερασούντας. Τους περάσανε από την Κωνσταντινούπολη κι από κει ήρθανε Ελλάδα και τους φέρανε στην Ξάνθη και συναντηθήκαμε.
Από την εξορία όσοι επέζησαν ήρθανε από το Χαλέπι της Συρίας με πλοίο. Βρέθηκαν κοντά σ’ αυτά τα μέρη και κατεβήκανε Βηρυτό και Χαλέπι και φύγανε. Αυτοί ήρθανε αργότερα. Στα 1923, στα 1924 μέχρι το 1925.