Λίγοι άγιοι της Εκκλησίας έχουν τον εμπρόθετο προσδιορισμό «Μέγας» να συνοδεύει το όνομά τους, ένας από αυτούς ο Μέγας Βασίλειος, ο αγαπημένος Άη Βασίλης των παιδικών μας χρόνων. Είναι ο άγιος που περιμέναμε κάθε πρωτοχρονιά, ίσως φτιάχνοντας μια στρεβλή εικόνα του στο μυαλό μας φανερά επηρεασμένοι από τα ξένα πρότυπα του father Christmas, Santa Claus ή Père Noël.
Ο άγιος Βασίλειος (329-379) ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και είχε εννιά αδέλφια. Ο πατέρας του άγιος Βασίλειος ο Παλαιός καταγόταν από την Νεοκαισάρεια του Πόντου[1], ενώ η μητέρα του αγία Εμμέλεια (συνεορτάζει με τον υιό της) από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Ήταν γαιοκτήμονες και πολύ νωρίς ασπάστηκαν την ορθή πίστη, μεγαλώνοντας την πολυπληθή οικογένειά τους με τα νάματα του Χριστιανισμού. Τα αδέλφια του, αγία Μακρίνα η Φιλόσοφος (19 Ιουλίου), άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (10 Ιανουαρίου), άγιος Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας (9 Ιανουαρίου), και όσιος Ναυκράτιος (8 Ιουνίου) επίσης αγίασαν.
Πέρασε την παιδική του ηλικία στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, την πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου. Τους πρώτους σπόρους της ορθόδοξης πίστης ο άγιος Βασίλειος τους έλαβε από τη μητέρα και τη γιαγιά του, την αγία Μακρίνα την Παλαιά η οποία ήταν μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισάρειας του θαυματουργού. Από τον πατέρα του, φημισμένο διδάσκαλο της ρητορικής, διδάχτηκε την θύραθεν παιδεία.
Την εποχή του διωγμού του αυτοκράτορα Μαξιμίνου η οικογένεια του αγίου εγκατέλειψε την τρυφή της προκειμένου να μην θυσιάσει στα είδωλα και κατέφυγε μαζί με τους υπηρέτες και άλλα φιλικά τους πρόσωπα στα βουνά του Πόντου όπου και έζησαν για εφτά ολόκληρα χρόνια τρώγοντας ό,τι τους παρείχε η φύση. Τέτοια ήταν η μεγάλη τους πίστη για τον Τριαδικό Θεό που δεν δίστασαν καθόλου να αφήσουν τις ανέσεις και τα πλούτη τους προκειμένου να μην Τον προδώσουν.
Αρκετούς αιώνες αργότερα θα τους μιμηθούν κι άλλοι Πόντιοι διωκόμενοι όχι από Ρωμαίο αυτοκράτορα αυτήν την φορά, αλλά από την λυσσώδη μανία των μουσουλμάνων Νεότουρκων.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο άγιος Βασίλειος αναζήτησε τη γνώση στα μεγάλα κέντρα της εποχής, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Κωνσταντινούπολη για να καταλήξει στην Αθήνα. Ο Βασίλειος συνδέθηκε με ιερή φιλία με τον άλλο μεγάλο άγιο τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Οι δύο μεγάλοι άντρες της Εκκλησίας παρά τον διαφορετικό τους χαρακτήρα, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον.
Η κοινή τους αγάπη για τις επιστήμες, η σπουδή τους για την αρετή και η αποστροφή τους για τις ασωτίες που εύκολα έπεφταν οι συνομήλικοί τους, σφυρηλάτησε την σχέση τους και συνέδεσε τους δυο αγίους με άρρηκτους δεσμούς. Προόδευαν με γρήγορους ρυθμούς στην ρητορική, στα μαθηματικά, στην αστρονομία αλλά και σε πρακτικές τέχνες όπως ήταν τότε η ιατρική και απαντούσαν στους επικριτές του Χριστιανισμού με τα ίδια «όπλα» της θύραθεν παιδείας ως καλοί γνώστες αυτής.
Το 356 ο Βασίλειος αφήνει την Αθήνα και επιστρέφει στην γενέτειρά του για να επισκεφτεί τη μητέρα του και τα αδέλφια του που είχαν μετατρέψει την κατοικία τους σε μοναστήρι. Η επιρροή των αδελφών του και ειδικά της αδελφής του Μακρίνας η οποία είχε προοδέψει στην ασκητική ζωή, έκαναν τον Βασίλειο να εγκαταλείψει την λαμπρή καριέρα του καθηγητή στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του τότε γνωστού κόσμου που ανοίγονταν μπροστά του και να στραφεί προς τον ασκητισμό. Βαφτίστηκε (εκείνη την εποχή βαφτίζονταν σε προχωρημένη ηλικία, αφού είχαν συμπληρώσει τα 30 έτη ζωής) και ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι στα πιο γνωστά κέντρα αυτή τη φορά μιας άλλης «φιλοσοφίας», αυτής που οδηγεί στην αλήθεια. Έτσι πέρασε από την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία και την Μεσοποταμία για να γνωρίσει τους ασκητικούς αγώνες των μεγάλων ασκητών και να εντρυφήσει στην σοφία τους, την παρατήρηση του Θεού μέσω της προσευχής και της εγκράτειας.
Μετά την περιπλάνησή του, γυρνάει πίσω στην πατρίδα του και καλεί τον άγιο Γρηγόριο για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους από την εποχή που ήταν συμφοιτητές στην Αθήνα: να ζήσουν ως ασκητές, με εργόχειρο, καθημερινή μελέτη της Αγίας Γραφής και προσευχή όπως οι μεγάλοι ασκητές της ερήμου. Η κοινή ζωή των δύο φίλων αγίων κράτησε για έναν χρόνο, η φιλία τους όμως κράτησε αδιάσπαστη καθ’ όλη την διάρκεια της επίγειας ζωής τους και αθάνατη στην αιωνιότητα!
Ο άγιος Βασίλειος γρήγορα απέκτησε φήμη και προσέλκυε πλήθος κόσμου που προσέτρεχε σε αυτόν για να τον συμβουλευτεί και όχι μόνο. Ήταν δε πολύ γλυκύς απέναντι στα παιδιά και γι’ αυτό τιμάται ως προστάτης τους μέχρι και σήμερα.
Σε αυτούς που τον επισκέπτονταν για να μιμηθούν τον βίο του, να γίνουν δηλαδή μοναχοί, ο άγιος επέβαλλε τους περίφημους «Όρους» οι οποίοι θεωρούνται ο ιδρυτικός χάρτης του κοινοβιακού μοναχισμού σε Ανατολή και Δύση.
Επέμενε στον κοινοβιακό βίο υπό την καθοδήγηση ενός μόνο Γέροντα, στην ακτημοσύνη, στην εκκοπή του ιδίου θελήματος και στην τήρηση των ευαγγελικών εντολών.
Το 360 χειροτονήθηκε διάκονος και συμμετείχε στην Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως τον καιρό που η Εκκλησία μαστίζονταν από την αίρεση του Αρειανισμού. Το 363 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Το 367, κατά την διάρκεια του φοβερού λιμού που έπληξε την Καισάρεια, μοίρασε τα τελευταία υπάρχοντά του και με την φοβερή ευγλωττία του αλλά και πειθώ, έπεισε πολλούς πλουσίους να διαθέσουν την περιουσία τους ώστε να σωθούν οι φτωχοί συμπολίτες τους από την πείνα.
Επιπροσθέτως έθεσε τις ιατρικές του γνώσεις στην υπηρεσία του ανθρώπου, φροντίζοντας και θεραπεύοντας αρρώστους. Χιλιάδες άνθρωποι σώθηκαν από βέβαιο θάνατο και σε αναγνώριση της προσφοράς του αγίου, η Εκκλησία τον εξέλεξε μητροπολίτη Καισαρείας το έτος 370 παρά τις δολοπλοκίες που του έστησαν οι αιρετικοί οι οποίοι έπνεαν μένεα εναντίον του.
Ο άγιος Βασίλειος από τη θέση του μητροπολίτη συνέχιζε τον αγώνα κατά των αιρετικών και αυτό προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα που έστειλε τον έπαρχο Μόδεστο για να «συνετίσει» τον φλογερό ιεράρχη. Αφού δοκίμασε ματαίως με κολακείες και δωροδοκίες να τον προσεταιριστεί, εξαπέλυσε στη συνέχεια εναντίον του απειλές για δήμευση της περιουσίας του, για εξορία και βασανισμούς.
Ο άγιος Βασίλειος τότε του συνέστησε να βρει άλλου είδους απειλές γιατί ούτε περιουσία δεν του είχε μείνει αφού ήταν ακτήμων (για την ακρίβεια του απάντησε πως δεν έχει άλλη περιουσία εκτός από αυτά τα παλαιά ρούχα που φορούσε και μερικά βιβλία), ούτε την εξορία φοβόταν γιατί δεν ήταν δεμένος με κανέναν και με τίποτα. Όσο για τα βασανιστήρια… θα του έκανε χάρη γιατί θα συναντούσε γρηγορότερα τον Δημιουργό του.
Ο έπαρχος τότε κατάπληκτος ομολόγησε ότι είναι η πρώτη φορά που ακούει τέτοια λόγια, για να πάρει την απάντηση από τον άγιο πως μάλλον δεν πρέπει να είχε συζητήσει άλλη φορά με επίσκοπο, γιατί εάν είχε, αυτή θα ήταν η απάντηση που θα έπαιρνε ξανά (μη θεωρώντας τον εαυτό του κάτι το ξεχωριστό). Ο έπαρχος Μόδεστος έπασχε από αρρώστια την οποία ο άγιος Βασίλειος με προσευχή την θεράπευσε, κάνοντας τον αλλοτινό του διώκτη, φίλο και ένθερμο υποστηρικτή του.
Οι μεθοδεύσεις εναντίον του έργου του αγίου δεν σταμάτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως δεν σταμάτησαν και τα θαύματα, μικρά και μεγάλα που έκανε ο μεγάλος ιεράρχης για να ενισχύσει την πίστη του χριστεπώνυμου λαού. Ο αριθμός τους μεγάλος, ας σταθούμε όμως χάριν οικονομίας στο φιλεύσπλαχνο έργο του αγίου για τους φτωχούς. Έχτισε λίγο έξω από την Καισάρεια ένα τεράστιο φιλανθρωπικό ίδρυμα το οποίο ονομάσθηκε αργότερα «Βασιλειάδα». Με επίκεντρο έναν ναό, αναπτυσσόταν μια ολόκληρη «πολιτεία του ελέους» η οποία περιελάμβανε γηροκομεία, νοσοκομεία, λεπροκομεία, σχολεία και άλλες δομές υποστηρικτικές για το θεάρεστο έργο ανακούφισης των φτωχών. Έτσι γινόταν πράξη η αγάπη που δίδαξε ο Χριστός. Ο άγιος δεν έλειπε καθημερινά από τις δομές αυτές, επιβλέποντας και διακονώντας ο ίδιος τους βαριά ασθενείς και τους λεπρούς. Όταν δεν ανακούφιζε με τα χέρια του τους πονεμένους, ανακούφιζε με τον λόγο του, ο οποίος ήταν θεολογικός, παρηγορητικός και έμπλεος Αγίου Πνεύματος.
Ο Άγιος Βασίλειος παρέδωσε το πνεύμα του στον αγαπημένο του Χριστό σε ηλικία μόλις 50 ετών, την 1η Ιανουαρίου του 379, καταπονημένος από αρρώστιες, στερήσεις αλλά και τον ανελέητο πόλεμο των εχθρών της Εκκλησίας.
Η κηδεία του ήταν πάνδημη. Χιλιάδες άνθρωποι προσέτρεξαν για να αποχαιρετίσουν τον δεσπότη τους και έγιναν πολλά θαύματα τόσο κατά τη διάρκειά της όσο και μετέπειτα. Δεν πρόλαβε να δει το επιστέγασμα των αγώνων του κατά των αιρέσεων κατά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης που έγινε δύο χρόνια μετά την τελευτή του.
Δικαίως λοιπόν ο οικουμενικός αυτός δάσκαλος, ο προστάτης των φτωχών και των αναγκεμένων, ο βοηθός των κατατρεγμένων, ο φροντιστής των ασθενών, ο εύσπλαχνος δεσπότης και στοργικός πατέρας για τα παιδιά και όχι μόνο, ονομάστηκε Μέγας Βασίλειος καθώς και μέγας ήταν και βασιλική θέση εξασφάλισε στη χορεία των αγίων με το θεάρεστο έργου του. Ο άγιος Βασίλειος ζει όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακολουθούν έστω κάτ’ ελάχιστον το έργο του και την μεγάλη του αγάπη προς τον θεάνθρωπο Χριστό.
Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένην τον λόγον σου δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ Όσιε·Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
(Απολυτίκιον αγίου Βασιλείου, ήχος Α΄)
Καλό και ευλογημένο το νέο έτος 2025!
Αλεξία Ιωαννίδου