Στην Πέργαμο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα τα σπίτια μοσχοβολούσαν από τις μυρωδιές των γλυκών. Οι νοικοκυρές πλούσιες και φτωχές, δίχως διάκριση ετοίμαζαν «φινίκια» (φοινίκια), τσιμπίσια, κουραμπιέδες, μπακλαβού (μπακλαβά) και πλατσέτα.
Πρώτο κέρασμα ήταν ο κουραμπιές και η μπακλαβού. Πολλά εύπορα σπίτια καλούσαν την ειδική μαστόρισσα που θα τους παρασκεύαζε τον καλό μπακλαβά. Τα φοινίκια ήταν δεύτερο κέρασμα.
Κεντρικό πιάτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν κότα σιτευτή ή κόκορας βραστός με σούπα αυγολέμονο. Την Πρωτοχρονιά στο τραπέζι κυριαρχούσε ο διάνος ψητός ή γεμιστός με κουκουνάρια και κιμά. Άλλο αγαπητό πιάτο ήταν το χοιρινό, μαγειρεμένο με σέλινο ή λάχανο.
Οι ξηροί καρποί ήταν άφθονοι και πάμφθηνοι. Κάστανα, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, αφράτα στραγάλια, χουρμάδες, κουκουνάρια, σύκα, στόλιζαν το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μαζί με φρούτα εποχής.
Συνήθιζαν να διακοσμούν τη βασιλόπιτα με το σχήμα του σταυρού. Στα τέσσερα κενά σημεία, γύρω από το σταυρό, στάμπωναν τον δικέφαλο αετό. Επίσης μ’ ένα ειδικό τσιμπιδάκι ή με δύο πιρούνια τσιμπούσαν όλη την περιφέρεια της πίτας και τις άκρες του σταυρού. Ήταν μια συμβολική κίνηση, ευχή, «να σκάσει το κακό μάτι». Από τη ζύμη της βασιλόπιτας ετοίμαζαν και τα «αητέλια», σε σχήμα ρόμβου διακοσμημένα με το δικέφαλο.
Στο Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια από τη μονογραφία του Παμ. Μπιμπέλα Λαογραφικά Κυδωνιών Μοσχονησίων και Γενητσαροχωρίου (1956), γνωρίζουμε ότι οι προετοιμασίες του Δωδεκαημέρου απασχολούσαν τις νοικοκυρές για πολλές μέρες. Άσπριζαν και καθάριζαν τα σπίτια τους, το ίδιο και οι άντρες τα καταστήματά τους.
Για τα Χριστούγεννα (τα «κστούγεννα»), οι νοικοκυρές έφτιαχναν κουραμπιέδες, χριστόψωμο, φοινίκια, τυρόπιτες, μπουρεκάκια, γιαουρτόπιτες, τηγανόπιτες, ρυζόπιτες, γτκιολζεμέδες. Σφάζανε χοίρους και αρνιά. Μετά τη λειτουργία, το γιορτινό τραπέζι, ξεκινούσε πάντοτε με τη χριστουγενννάτικη σούπα. Από το τραπέζι δεν έλειπαν τα μυρωδάτα αλίπαστα της Πανόρμου, οι πίτες και τα ψητά γουρουνόπουλα.
Ειδικά το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είχε μεγάλη ποικιλία φαγητών κρασί και μαστίχα, κέρασμα στους επισκέπτες συγγενείς και φίλους. Η αφράτη και γευστική βασιλόπιτα μαρτυρούσε την επιδεξιότητα της καλής νοικοκυράς.
Το βράδυ της παραμονής, ο οικοδεσπότης έκοβε τη βασιλόπιτα. Μοίραζε τα κομμάτια αρχίζοντας από του Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Βασιλείου, και ακολουθούσαν τα μέλη της οικογένειας.
Τα χαράματα, ο οικοδεσπότης ή άλλο μέλος του σπιτιού έκανε το «ποδαρικό». Έπαιρνε από τρεις βρύσες τ’ αμίλητο νερό κι άφηνε σκόπιμα την τρίτη βρύση ανοιχτή να τρέχει, για να τρέχουν τα «μπιρικέτια» Στην είσοδο του σπιτιού κυλούσε ένα ρόδι κρατώντας και μια πέτρα, για να βαρύνει η σακούλα (το πορτοφόλι) όπως βάραινε η πέτρα. 2 Ιανουαρίου του «μικρό τ’ Αγιού Βασλέλ’ι» Ήταν η κατεξοχήν ημέρα των γυναικών. Αντάλλασσαν επισκέψεις και συζητούσαν για την επιτυχία και γευστικότητα των γλυκισμάτων.
Σύμφωνα πάντα με τον Π. Μπιμπέλα, τα Θεοφάνια σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Αϊβαλιού και των Μοσχονησίων παρακολουθούσαν την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού για να αγιαστούν τα νερά και να ταξιδεύουν οι καπεταναίοι με τα φορτωμένα λάδια, σαπούνια και δέρματα καΐκια τους, σε ήμερες θάλασσες. Οι ζευγάδες ράντιζαν τα χωράφια με τον «μεγάλο αγιασμό» για να έχουν πλούσια καρποφορία.
Την επομένη των Θεοφανίων γιόρταζε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Καντιλί Πινάρ. Κατά τη λαϊκή πίστη ο «Αη Γιάνν’ς η Πιναράς» προστάτευε τους Αϊβαλιώτες απ’ τον ελώδη πυρετό. Τάμα των προσκυνητών ήταν ένα μαύρο κοκόρι, «πιναρέλ’ι», το οποίο έσφαζαν μετά τη λειτουργία στον αυλόγυρο της εκκλησίας και με το αίμα του εσταύρωναν το μέτωπο του αρρώστου.
Στην Ίμβρο οι νοικοκυρές για το Δωδεκαήμερο έφτιαχναν μπακλαβάδες με αμύγδαλα ή καρύδια, κουραμπιέδες, αμτγδαλωτά, χαλβάδες και παντεσπάνι.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι σ’ όλα τα χωριά έσφαζαν γουρουνόπουλα, συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση των χοιροσφαγίων. Μια ποσότητα από τα σφαχτά καταναλωνόταν στη διάρκεια των γιορτών. Το υπόλοιπο κρέας το έκοβαν σε μικρά κομμάτια, το τσιγάριζαν με μπόλικο λίπος, το αλάτιζαν και το διατηρούσαν μέσα σε πήλινο δοχείο παγωμένο για το χειμώνα, το ονόμαζαν «καβουρμά» και το μαγείρευαν σκέτο με λαχανικά, ζυμαρικά ή ρύζι.
Ακόμα από κομμάτια ψαχνού έφτιαχναν κιμά και γέμιζαν τα έντερα του γουρουνόπουλου για λουκάνικο. Ενώ με τα πόδια, το κεφάλι, τα αυτιά και την ουρά ετοίμαζαν σε χριστουγεννιάτικη σούπα, την κεφάλα. Μέσα στο ζωμό έριχναν σιτάρι χοντροαλεσμένο την κουρκούτη.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς κάθε σπίτι ζύμωνε τη βασιλόπιτα, με αλεύρι, ζάχαρη, αυγά, βούτυρο, χυμό πορτοκαλιού, κανέλα και μοσχοκάρυδο. Φυσικά, έβαζαν μέσα κι ένα νόμισμα. Παλαιότερα, η βασιλόπιτα ήταν ένα σιταρένιο καθάριο ψωμί. Φτιαγμένο με ψιλοτριχένιο αλεύρι, σφραγισμένο στο κέντρο με τον δικέφαλο αετό. Την έκοβαν στο σπίτι μετά την απόλυση της εκκλησιάς. Υπήρχε το έθιμο να ανταλλάσσουν συγγενείς και φίλοι βασιλόπιτες και γλυκίσματα.
Επίσης, έστελναν στους φτωχούς σούπα, γλυκίσματα και κομμάτια από την βασιλόπιτα.