Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Σ’ είδε με σάρκα και οστά μπρος του ο Ιορδάνης κι απ’ την πολύ του ταραχή και τον μεγάλο φόβο, άλλαξε την πορεία του, άλλαξε την ροή του και προς τα πίσω στράφηκε ο ποταμός με δέος.
Αλλά κι ο Ιωάννης, μόλις εκπλήρωσε κι αυτός ό,τι του ήτανε γραφτό να κάνει ως Προφήτης, με συστολή αποσύρθηκε κι ο ίδιος τρομαγμένος.
Όλα μαζί τα τάγματα των άγιων Αγγέλων κατάπληκτα
Σε βλέπανε το βάπτισμα να παίρνεις, μες στα νερά του ποταμού με το άγιο το σώμα Σου ‒ που ήταν ανθρώπου σώμα.
Κι οι πάντες που βρισκότανε ως τώρα στο σκοτάδι, τώρα λουζόντουσαν στο φως και ύμνους αναπέμπανε σ’
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
Οίκοι
α’. Για τον Αδάμ που στην Εδέμ τυφλώθηκε ο καημένος, ήλιος από την Βηθλεέμ φάνηκε ν’ ανατέλλει.
Κι ο ήλιος του ’δωσε το φως, του άνοιξε τα μάτια, καθώς τα ξέπλυνε καλά με τα τρεχούμενα νερά του ποταμού Ιορδάνη.
Στον που ήταν μαύρος κι άραχνος, βαθιά σκοτεινιασμένος, άσβηστο φως ανέτειλε.
Νύχτα δεν ήταν πια γι’ αυτόν, για πάντα είχε μέρα.
Γεννήθηκε γι’ αυτόν το φως και λέει πως είν’ πρωί πρωί ‒για δες!‒ γλυκοχαράζει.
Κρύφτηκαν πια τα δειλινά, καθώς το γράφει η Γραφή ‒ άλλο δεν σκοτεινιάζει.
Σούρουπο ήταν που έπεσε ‒του δειλινού την ώρα‒ μα βρήκε αυγούλα τώρα! Για τα καλά τον φώτισε ‒πάντα θα τον φωτίζει.
Από τα μαύρα σύννεφα που ’φερναν το σκοτάδι τώρα πια απαλλάχτηκε και προχωράει κι έρχεται προς την Ανατολή: σ’
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
β’. Τα ήθελε και τα ’παθε ο Αδάμ και σακατεύτηκε, σαν έφαγε από τον καρπό που όποιος τον τρώει τυφλώνεται·
κι έτσι στα ξαφνικά, στα άθελά του βρέθηκε ολόγυμνος να στέκει. Αυτός που τον σακάτεψε, δεν φτάνει που τον τύφλωσε, του πήρε και τα ρούχα· καθώς τυφλό τον πέτυχε, δε του ’ταν δα και δύσκολο να τον γυμνώσει κιόλας.
Έτσι, γυμνός κι ανήμπορος, ψηλαφητά γυρνούσε, να πιάσει προσπαθούσε εκείνον που τον έγδυσε.
Κι εκείνος κει τον έβλεπε και τον περιγελούσε,
έτσι που πήγαινε παντού και γύριζε ολόγυρα με χέρια απλωμένα και τις παλάμες ανοιχτές και ζήταγε ψηλαφητά να εύρει
τον χιτώνα του· τώρα πια απόμεινε γυμνός, μα ας ήταν να τον εύρισκε, ας ήτανε και τώρα!
Έτσι καθώς τον είδε, Αυτός που συμπονετικός είναι από φυσικού Του, πήγε κοντά του κι έλεγε, πλησίασε και του λέει:
«Έτσι γυμνό κι ανάπηρο, σε δέχομαι, σε θέλω· έλα σ’ εμένα το λοιπόν, σ’
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα».
γ’. Ύμνοι Του πρέπουνε, Αδάμ! Άκου με: ύμνησέ Τον! Προσκύνα Αυτόν που έφτασε κι ήρθε τώρα σ’ εσένα.
Γιατί σου φανερώθηκε, όσο και όπως θ’ άντεχες για να Τον αντικρύσεις, κοντά σου για να Τον δεχτείς και για να Τον αγγίξεις.
Αυτός που Τον φοβήθηκες, όταν εξαπατήθηκες, για χάρη σου έγινε άνθρωπος, όμοιος με εσένα.
Κατέβηκε κάτω στη γη, για να σε πάρει πάνω
κι ο ίδιος έγινε θνητός, ώστε Θεός να γίνεις
και έτσι εσύ να ξαναβρείς το κάλος σου το αλλοτινό και τη μεγαλοπρέπεια που είχες πριν την πτώση.
Θέλοντας πάλι της Εδέμ τις πύλες να ανοίξει, κατοίκησε στη Ναζαρέτ.
Για όλα αυτά, λοιπόν, εσύ άνθρωπε ύμνησέ Τον και ψάλλε όσο το μπορείς, για να ευαρεστήσεις
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
δ’. Τότε που φανερώθηκε ο Θεός στον Αβραάμ, καθώς αυτός καθότανε δίπλα σε μια βελανιδιά κει στης Μαμβρή τα μέρη,
ως άνθρωπος του φάνηκε· κι έτσι ο Αβραάμ δεν γνώρισε ποιος ήτανε στ’ αλήθεια ‒ άλλωστε, δεν θα τ’ άντεχε.
Σ’ εμάς τώρα, όμως, ο Θεός δεν φανερώθηκε έτσι· στα ίσια φανερώθηκε, αυτοπροσώπως ήρθε, ο Λόγος έγινε άνθρωπος με σάρκα και οστά.
Εκεί το αινιγματικό, μα εδώ πια το ξεκάθαρο.
Για τους πατέρες οι σκιές και για τους πατριάρχες εικόνες προορίστηκε να δουν με τη σειρά τους·
στα τέκνα, όμως, δόθηκε να δούνε την Αλήθεια μπροστά τους κατά πρόσωπο.
Παλιά τού εμφανίστηκε ο Θεός του Αβραάμ, μα αυτός στα αλήθεια τον Θεό δεν είναι ότι τον είδε.
Εμείς, όμως, τον βλέπουμε, γιατί το θέλει ο Ίδιος· κι αν θέλουμε ‒είναι εδώ‒ απ’ το χέρι Τον κρατάμε,
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
ε’. Πάνω στο κεφαλόσκαλο πάνω ψηλά στη σκάλα στεκόταν, λέει, ο Θεός κι ο Ιακώβ Τον είδε, μόνο που ήταν σ’ όνειρο.
Άλλη φορά με τον Θεό πάλευε όλη τη νύχτα, μα ο αντίπαλός του δεν είχε φύση θεϊκή, αλλά μορφή ανθρώπου.
Τα τωρινά, όμως, πράγματα δεν είν’ προσομοιώσεις, αλλά στα αλήθεια έγιναν πράξεις και γεγονότα· για χάρη του ανθρώπινου του γένους γίναν όλα.
Γιατί, η σοφία του Πατρός τώρα μάς φανερώθηκε.
Η Δύναμη και η Ισχύς, της γνώσεως ο Λόγος
που εξαλείφουνε για μας του κόσμου την παράβαση, κι αυτές φανερωθήκαν.
Γιατί, Εσύ που δύνασαι τα πάντα να αγιάσεις, ήρθες με σάρκα και οστά, ήρθες αυτοπροσώπως.
Γι’ αυτό και πρέπει όλοι μας θερμά να Τον δοξάζουμε και να Τον ευλογούμε· να Τον εγκωμιάζουμε και να Τον ανυμνούμε,
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
ς’. Μέσα βαθιά του ο Μωυσής το πίστευε πως ο Θεός πολύ τον αγαπάει· κι έτσι, ζητούσε να Τον δει
και Του ’λεγε ικετευτικά: «Αν με αγάπησες ποτέ, έλα και φανερώσου μου και δείξε μου πως είσαι!»
Όμως, δεν αξιώθηκε τον Θεό να αντικρύσει και να Τον δει στο πρόσωπο. Σαν να Τον είδε μια φορά μα ήταν από πίσω και έβλεπε την πλάτη Του· κι αυτή στα φευγαλέα ‒ δεν ήτανε ξεκάθαρο.
Άσε που ό,τι είδε το είδε μέσα από οπή, μέσα από μια τρύπα σαν από κλειδαρότρυπα.
Και τι μπορεί να δει κανείς, έτσι σαν ψευτοβλέπει;
Μόνο ένα μέρος απ’ αυτά, που θα ’θελε να δει.
Δόξα Σοι Κύριε, δόξα Σοι, γιατί εδώ σε όλους μας, τώρα μας φανερώνεσαι ολόκληρος ως έχεις.
Ούτε σε ένα μέρος είμαστε και σε βλέπουμε ‒μόνο από μια γωνία‒ ούτε και ένα μέρος του Σώματός Σου βλέπουμε. Ολόκληρο μπροστά μας θωρούμε ανεμπόδιστα
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.