Τι ήταν η Ελλάδα το 1922; Ένα κράτος 5 εκατομμυρίων, με περιορισμένους φυσικούς πόρους, διχασμένο πολιτικά και οικονομικά κατεστραμμένο. Επιπλέον, ήταν ένα κράτος βαθιά ηττημένο, «απογυμνωμένο» από τις ελληνικές εστίες της καθ’ ημάς Ανατολής. Ένα κράτος που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις: το 1,5 εκατ. των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Ανταλλαγή, η οποία ανέτρεψε πλήρως την πληθυσμιακή ισορροπία.
Η οικιστική και αγροτική αποκατάσταση ήταν πραγματικά ένα τιτάνιο έργο.
Το 2024 είναι η χρονιά που πάρα πολλές προσφυγικές πόλεις γιορτάζουν τα 100 χρόνια από την ίδρυσή τους, κυρίως τιμώντας τους πρώτους οικιστές, τους πρόσφυγες που κουβάλησαν το τραύμα και το πείσμα τους και ξεκίνησαν μια νέα ζωή, συχνά αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία και την εχθρότητα από τον ντόπιο πληθυσμό.
Στους πρόποδες του Παγγαίου στο νομό Σερρών βρίσκεται η Νέα Μπάφρα· το όνομα του ημιορεινού αυτού οικισμού… φωνάζει για αυτούς που εγκαταστάθηκαν. Το pontosnews.gr σε συνεργασία με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους παρουσιάζει μια άγνωστη ιστορία, ενδεικτική όμως της πραγματικότητας.
Σε εμπιστευτική έκθεση του νομάρχη Σερρών «επί των γεγονότων Κιούπ-Κιοϊ¹» υπάρχει καταγεγραμμένη η περιπέτεια των οικιστών της Νέας Μπάφρας. Οι πρόσφυγες, αρνούμενοι να εγκατασταθούν σε άλλες τοποθεσίες που τους είχαν υποδείξει, επέλεξαν την τοποθεσία Σανανί, «κείμενη επί το ακαθόριστον όριον δικαιοδοσίας Εποικισμού Σερρών-Δράμας». Επρόκειτο για 47 οικογένειες που το φθινόπωρο του 1923 είχαν φτάσει στην περιοχή «άνευ ουδενός εφοδίου».
Η επιλογή τους όμως προσέκρουσε στα συμφέροντα των κατοίκων του Κιούπ-Κιοϊ που θεωρούσαν ότι τους υφάρπαξαν βοσκοτόπια αλλά και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Για την επίταξη περίπου 800 στρεμμάτων –για τους οποίους ουσιαστικά δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας– υπήρξαν επιστολές διαμαρτυρίας προς τη Γενική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης και από εκεί μέχρι το υπουργείο Γεωργίας, απ’ όπου εστάλη ανώτερος υπάλληλος για να εξετάσει το ζήτημα.
Τα… τετελεσμένα για το συνοικισμό στην τοποθεσία Σινανί άρχισαν να δημιουργούνται τον Νοέμβριο του 1924, όταν η εργολαβική εταιρεία που ανέλαβε τη χάραξη έστειλε εργάτες στην περιοχή. Κάπως έτσι φτάσαμε στα «συμβάντα» της 5ης Νοεμβρίου. Ως πρωταίτιοι των επεισοδίων θεωρούνται τέσσερις ντόπιοι χωρικοί, ωστόσο –όπως σημειώνεται στην αναφορά– «κατέλθωσι οι κάτοικοι συσωματωμένοι και να εκδιώξει τους πρόσφυγας».
Στο συνοικισμό εμφανίστηκαν πάνω από 100 χωρικοί, υποκινημένοι από τον πρόεδρο του χωριού, κρατώντας όπλα, σκαπάνες και βουκέντρες, απειλώντας και καταστρέφοντας σκηνές και θεμέλια παραπηγμάτων. Ακολούθησαν σκηνές χάους, με πυροβολισμούς, σοβαρούς τραυματισμούς, τραμπουκισμούς των εργατών, την πυρπόληση ενός στάβλου όπου ήταν αποθηκευμένη ξυλεία, λεηλασίες μέχρι και των αποσκευών των προσφύγων.
«Οι πρόσφυγες τρομοκρατηθέντες εκ της αγρίας ταύτης επιθέσεως ετράπησαν εις φυγήν» αναφέρει ο νομάρχης Σερρών.
Ο απολογισμός ήταν 12 τραυματίες –ανάμεσά τους παιδιά–, κάποιοι εκ των οποίων μεταφέρθηκαν για νοσηλεία στη Δράμα, ενώ έγιναν και αρκετές συλλήψεις. Στους συλληφθέντες περιλαμβάνεται και ένας μυλωνάς που κακοποίησε τον ιερέα του χωριού, κόβοντάς του τη γενειάδα.
Στην περιοχή εστάλη στρατιωτική δύναμη, ενώ επιτόπου βρέθηκαν ο διοικητής της Χωροφυλακής Σερρών και εισαγγελέας. Μάλιστα για τη… διευθέτηση του ζητήματος ο νομάρχης ζήτησε την αποστολή ανώτατου υπαλλήλου της Διεύθυνσης Εποικισμού, όπως και έγινε.
Στην έκθεση της Ανωτέρας Διοίκησις Σερρών, με ημερομηνία 10 Νοεμβρίου 1924, υπάρχει αναλυτική καταγραφή των τραυματιών:
Τα επεισόδια καταδικάστηκαν από πολλές προσφυγικές οργανώσεις, οι οποίες με τηλεγραφήματα προς την κυβέρνηση ζητούσαν την τιμωρία των υπευθύνων και την άμεση εφαρμογή του αγροτικού νόμου. Επίσης στα Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχει τηλεγράφημα με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1925 και αποδέκτη τον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, στο οποίο εκφράζεται η αγανάκτηση των κατοίκων του Κιούπ-Κιοϊ για την καταπάτηση «ιδιόκτητων αγρών γηγενών».
Τα γενικευμένα και αιματηρά επεισόδια είχαν προκαλέσει την πρώτη μεγάλη συζήτηση στη Βουλή για το Προσφυγικό.
Από τον Δεκέμβριο του 1924 το ζήτημα θεωρούνταν λήξαν, με γνωμοδοτήσεις της Διοικούσας Επιτροπής της Ανεξαρτήτου Προσφυγικής Ομάδος και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του Μικρασιατικού Πολιτικού Κέντρου. «Παρακαλούμεν όπως δοθώσιν άμεοι διαταγαί εις τους αρμοδίους όπως άρξηται η ανέγερσις των οικίσκων των ταλαιπωρηθέντων προσφύγων» αναφέρεται.
Στο ίδιο έγγραφο ο συνοικισμός έχει το όνομα Νέα Μπάφρα.
Βρες τους πρόσφυγες συγγενείς σου
Έναν κατάλογο που σήμερα είναι συγκινητικά φορτισμένος για τους απογόνους των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, διέσωσε και δημοσίευσε πριν από λίγα χρόνια η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
Πρόκειται για ένα ονομαστικό ευρετήριο, αρκετά μεγάλο σε έκταση, που καταρτίστηκε από το υπουργείο Γεωργίας και την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, και δημοσιεύτηκε το 1928.
Για την κατάρτισή του χρησιμοποιήθηκαν οι δηλώσεις αποζημίωσης που είχαν κατατεθεί από τους αγρότες. Επιπλέον, περιλαμβάνονται όσοι εγκατέλειψαν τις αγροτικές περιοχές στις οποίες το κράτος εγκατέστησε πρόσφυγες, αλλά και όσοι εγκαταστάθηκαν μετά την 1η Ιουλίου του 1928.
Ενδεικτικό της συστηματικής δουλειάς που είχε γίνει –με δεδομένες και τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν– είναι ότι στους ονομαστικούς καταλόγους υπάρχουν και πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής των προσφύγων, για το αν δικαιούνταν αποζημίωση, για το αν έφυγαν από το συνοικισμό, για το αν αυτός που έχει καταγραφεί είναι αρχηγός ή μέλος της οικογένειας και για το αν εγκαταστάθηκε στο συνοικισμό πριν ή μετά το 1928.
⇒ Βρείτε ΕΔΩ τις οδηγίες ανάγνωσης και τα ονομαστικά ευρετήρια.
Γεωργία Βορύλλα