Την Τουρκία, το Ιράν και τη Ρωσία κινητοποιεί η αστραπιαία προέλαση των ανταρτών στη Συρία, με αιχμή του δόρατος τους τζιχαντιστές της Χάγιατ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS)· από τις 27 Νοεμβρίου το πλήγμα στον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ είναι συντριπτικό καθώς οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις έχουν αποκομίσει τα μεγαλύτερα κέρδη στο πεδίο της μάχης από την αρχή του εμφυλίου, πριν από 13 χρόνια.
Το Χαλέπι και η Χάμα είναι πλέον στα χέρια τους και κινούνται προς τη Χομς, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας.
Το κλίμα στην πρωτεύουσα Δαμασκό είναι εξαιρετικά τεταμένο, με την αντιπολίτευση να προσβλέπει σε ανατροπή του καθεστώτος και τους κατοίκους να περιγράφουν την ανασφάλεια και το φόβο· πολλοί σπεύδουν να προμηθευτούν είδη πρώτης ανάγκης καθώς οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη.
Σε συνέντευξη που έδωσε στο CNN, ο επικεφαλής της HTS Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι εξήγησε ότι «στόχος» της επιχείρησης των ανταρτών είναι η ανατροπή του καθεστώτος του Άσαντ. «Έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε όλα τα απαραίτητα μέσα για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο», τόνισε.
Προκειμένου να αξιολογήσουν τις εξελίξεις, οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας, του Ιράν και της Ρωσίας συναντώνται σήμερα στην Ντόχα· το τριμερές αυτό σχήμα υπάρχει από το 2017, είναι γνωστό ως «Η ειρηνευτική διαδικασία της Αστάνα» και ενδεχομένως να σφραγίσει την τύχη του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Η Μόσχα και η Τεχεράνη έχουν ταχθεί στο πλευρό του Σύρου προέδρου και τον βοήθησαν στρατιωτικά, όμως φαίνεται να υπάρχει εκνευρισμός στη ρωσική πλευρά.
Η Άγκυρα –που υποστηρίζει την πολιτική και την ένοπλη αντιπολίτευση– θα επιχειρήσει να βρει μια πολιτική και ειρηνική διέξοδο στη Συρία και να αποφύγει το χάος στην πόρτα της. Χωρίς να εμπλέκεται άμεσα στο πεδίο, παρατηρεί ευμενώς τις προόδους που σημειώνουν τα κινήματα των ανταρτών.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε χθες την «επιθυμία» του «η προέλαση των ανταρτών να συνεχιστεί χωρίς προβλήματα», χωρίς να παραλείψει να αναφέρει ξεκάθαρα πως «στόχος (των ανταρτών) είναι η Δαμασκός», μετά το Χαλέπι και τη Χάμα.
Στο κέντρο της εξίσωσης τα περισσότερα από 900 χιλιόμετρα των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών και τα σχεδόν 3 εκατομμύρια των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία.
Προς το παρόν «ο ακριβής ρόλος της Τουρκίας στη (σημερινή) κατάσταση παραμένει αντικείμενο εικασιών», γράφει ο Ομέρ Οζκιζιλτσίκ, ερευνητής στο Atlantic Council στην Άγκυρα. «Όμως το σίγουρο είναι πως, χωρίς να έχει εμπλακεί άμεσα, η Τουρκία έδωσε το πράσινο φως για την επίθεση», προσθέτει.
Εξάλλου, όπως εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο, η τουρκική κυβέρνηση γνώριζε για τις προετοιμασίες, παρόλο που οι σχέσεις της είναι παραδοσιακά «περίπλοκες» με την ισλαμιστική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS).
Το ουσιώδες για την Τουρκία «είναι η σταθερότητα στη Συρία και μια ζώνη ασφαλείας στην οποία θα μπορούσαν να επιστρέψουν οι Σύροι πρόσφυγες», λέει η Γκιονούλ Τολ, διευθύντρια αρμόδια για την Τουρκία στο Middle East Institute στην Ουάσινγκτον.
Με αυτό το στόχο εκτιμά ότι η Ρωσία και ο Ερντογάν θα μπορούσαν να επιδιώξουν «να προωθήσουν μια μεταβατική κυβέρνηση χωρίς τον Άσαντ, αλλά με ορισμένα στοιχεία του καθεστώτος του και της αντιπολίτευσης».
Τους τελευταίους μήνες το χέρι που έτεινε ο Ερντογάν στον γείτονά του, και ακόμη και η πρόσκλησή του να τον συναντήσει παρέμειναν νεκρό γράμμα, καθώς ο πρόεδρος Άσαντ απαίτησε να υπάρξει προηγουμένως αποχώρηση από τη βορειοδυτική Συρία των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί εκεί για να πολεμήσουν εναντίον των Κούρδων μαχητών.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, εκτιμά η Γκιονούλ Τολ, εκνευρίσθηκε απ’ αυτή την απουσία απάντησης εκ μέρους του Σύρου προέδρου.
Όμως «ο Ερντογάν δεν προωθεί πλέον την ανατροπή του καθεστώτος του Άσαντ, που θα δημιουργούσε ένα κενό από το οποίο θα μπορούσαν να επωφελήθουν η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος και οι κουρδικές οργανώσεις», σύμφωνα πάντα με την ίδια.
«Ο Άσαντ κατάφερε να τους εκνευρίσει όλους, περιλαμβανομένων των Ιρανών, των Ρώσων και των Τούρκων, επειδή… σέρνει τα πόδια του στις προσπάθειες να επιτευχθούν συμφωνίες με την Τουρκία και τους άλλους», υπογραμμίζει.
Το Ιράν, από την πλευρά του, έχει επισημάνει την έλλειψη υποστήριξης του Μπασάρ αλ Άσαντ μετά το θάνατο του ηγέτη της λιβανικής Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, ο οποίος είχε σπεύσει να τον βοηθήσει. Η Τεχεράνη θα ήταν επίσης αναμφίβολα έτοιμη να διαπραγματευθεί με μια νέα ομάδα, υποστηρίζει η Γκιονούλ Τολ.
Ο Σινάν Ουλγκέν, ερευνητής στο Carnegie Europe στην Άγκυρα, αναρωτιέται: «Αν η Ρωσία και το Ιράν εξακολουθούν να επιθυμούν να υποστηρίξουν τη Συρία, εξακολουθούν άραγε να έχουν την ικανότητα να το κάνουν;».