Στο έλεος βομβαρδισμών, ένθεν και ένθεν, βρισκόταν συχνά-πυκνά η Θεσσαλονίκη, την περίοδο της Κατοχής. Σχεδόν καθημερινά οι κάτοικοι έτρεχαν να κρυφτούν στα καταφύγια της πόλης, όχι πάντα εγκαίρως. Ξυπνούσαν και κοιμόντουσαν με το φόβο των βομβών.
Τις παιδικές του αναμνήσεις από εκείνη την κολασμένη περίοδο έχει περιγράψει στο βιβλίο του Ψυχή μπλέ και κόκκινη (εκδ. Καστανιώτη) ο 91χρονος, σήμερα, λογοτέχνης, ποιητής, πεζογράφος και πρώην στρατιωτικός γιατρός Περικλής Σφυρίδης.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων…
≈
Όπως κάθε χρόνο, έτσι κι εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων η οικογένεια, στην ευρύτερή της σύνθεση, μαζεύτηκε στο προσφυγικό του Τόπαλτι*, κάτι που ήταν επιθυμία της γιαγιάς, η οποία σαν κλώσα μάζευε τα κλωσοπούλια της, τις άγιες, όπως έλεγε, μέρες. Κι ήταν τυχερή, γιατί κανένα από τα παιδιά της δε βρισκόταν στο μέτωπο. Ο Πασχάλης μεγάλος, ο Πλάτων, που του έλειπε ο δείκτης του δεξιού χεριού, βοηθητικός, σε μια μονάδα εφοδιασμού στο λιμάνι, ο Ηρακλής με τον πατέρα μου επιστρατευμένοι τηλεγραφητές στη Θεσσαλονίκη.
Μόνο που τη χαρά της μέρας εκείνης την αμαύρωσε ένας μεσημεριάτικος βάρβαρος βομβαρδισμός από ιταλικά αεροπλάνα, που, σκορπώντας το θάνατο μαζί με τα πολυάριθμα παιχνίδια στο κέντρο της αγοράς, ήθελαν να κάμψουν το ηθικό του κοσμάκη, ο οποίος ετοιμαζόταν να γιορτάσει τη γέννηση του Θείου Βρέφους μαζί με τις νίκες των φαντάρων μας στην Αλβανία.
Από βομβαρδισμούς βέβαια είχαμε συνηθίσει, αλλά για πρώτη φορά η μάνα μου κι εγώ βρεθήκαμε τόσο κοντά στις βόμβες. Στου Χαριλάου, με το που χτυπούσαν οι σειρήνες, τρέχαμε σ’ ένα παρακείμενο της γειτονιάς καταφύγιο, κάποιο όρυγμα βαθύ δύο περίπου μέτρα και σκεπασμένο με χώμα. Χωρούσε τρεις ή τέσσερις οικογένειες, όσες περίπου ήμασταν στο άκρο εκείνο του συνοικισμού που συνόρευε με το ρέμα, που τον καιρό εκείνο αλλά και αργότερα στέγαζε το λαθρόβιο έρωτα όλης της περιοχής και που τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί κι αμέσως μετά, γέμιζε πτώματα τα βράδια.
Στο καταφύγιο αυτό χώνονταν βαθιά πρώτα τα γυναικόπαιδα και μαζί τους ο κυρ Ορέστης ο γείτονάς μας ο φαρμακοποιός, που έτρεμε απ’ το φόβο του κι όλο σταυροκοπιόταν ή λιποθυμούσε κάθε φορά που κάποια οβίδα σφύριζε πάνω απ’ τα κεφάλια μας πριν εκραγεί, κάτι σπάνιο, αφού ο στόχος των Ιταλών παρέμενε το λιμάνι, ο σιδηροδρομικός σταθμός και το κέντρο της πόλης, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι αδέσποτες βόμβες που οι Ιταλοί αεροπόροι έριχναν όπου και να ήταν, ιδίως αν τύχαινε να εμπλακούν σε αερομαχίες με τίποτα δικά μας καταδιωκτικά.
Την ίδια στιγμή, ο γιός του ο Μιχάλης και κάποιοι φίλοι του, αντράκια τότε που έβραζε το αίμα τους, δε δέχονταν να μπουν στο καταφύγιο, παρά στέκονταν όρθιοι στην είσοδο του ορύγματος για να παρακολουθούν το βομβαρδισμό και κυρίως τα κατορθώματα ενός πυροβολητή από τη Βάρνα –έλεγαν πως ήταν γύφτος– που είχε γίνει ο τρόμος των Ιταλών με την ευστοχία του. Κάθε φορά που κατέρριπτε ένα ιταλικό αεροπλάνο, ακουγόταν μια κραυγή θριάμβου έξω από το καταφύγιο, κι ήταν τότε οι μοναδικές στιγμές που σταματούσε το τρέμουλο των χεριών του κυρ Ορέστη, που δεν έπαυε όμως, πότε εκείνος και πότε η γυναίκα του η Ευγενία, να φωνάζουν στο γιό τους: «Μπες μέσα, μπρε, γιατί θα φας καμιά ώρα το κεφάλι σου».
Με το που χτύπησαν οι σειρήνες το μεσημέρι εκείνο, τα χάσαμε η μάνα μου κι εγώ, που βρεθήκαμε στη Βενιζέλου, καρδιά της αγοράς και της πόλης, ν’ αγοράζουμε φτηνά δωράκια για το έθιμο – καλό μόνο ένα μάλλινο σάλι για τη γιαγιά.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει για να κρυφτεί, «Τα γυναικόπαιδα στο καταφύγιο της Εμπορικής Ένωσης», ακούσαμε κάποιους να φωνάζουν, ήταν οι ηλικιωμένοι της αεράμυνας. Δημιουργήθηκε ένα ανθρώπινο ρεύμα, ή μάλλον κύμα, που μας παρέσυρε προς το κατάστημα, το μέγαρο στη συμβολή των οδών Ερμού και Βενιζέλου, σ’ ένα μαγαζί νεωτερισμών –πουλούσε κυρίως υφάσματα– απ’ όπου, θυμάμαι, αγόραζε κι ο πατέρας μου με δόσεις.
Μας έσπρωχναν από πίσω κι εμείς πιέζαμε τους μπροστινούς, στην είσοδο γινόταν μεγάλο στρίμωγμα, παραλίγο να μου κοπεί η αναπνοή, ίσως από τον πολύ κόσμο που μου στερούσε τον αέρα ή και από φόβο μη χάσω τη μάνα μου που με κρατούσε σφιχτά το χέρι. Μας οδήγησαν στο υπόγειο, ήταν μεγάλο και μου φάνηκε άνετο μετά το συνωστισμό της πόρτας, καθίσαμε πάνω σε κάτι σακιά με άμμο, ο ένας δίπλα στον άλλο, η μάνα μου πλάτη με μια χοντρή κυρία, εγώ είχα κουρνιάσει στην αγκαλιά της, εκείνη έπιασε αμέσως κουβέντα με τη χοντρή για να διώξει την αγωνία.
Το καταφύγιο είχε φώτα, βλέπαμε τους ανθρώπους της αεράμυνας με τα περιβραχιόνια που κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας δίνοντας κουράγιο και οδηγίες, όταν άρχισαν να σκάνε οι οβίδες και η γη να τρέμει λες κι ήταν πρόσκαιροι σεισμοί, που επαναλαμβάνονταν όμως ανελέητοι.
Όλοι σχεδόν σταυροκοπιούνταν, κάτι μωρά έκλαιγαν, κάποιοι σε μιαν άκρη τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο, μέχρι που ακούστηκε εκείνος ο εκκωφαντικός κρότος, θαρρείς βροντή που έσκασε μέσα στο υπόγειο, κι αμέσως κόπηκε το ηλεκτρικό και βυθίστηκαν τα πάντα στο σκοτάδι.
Η μάνα μ’ άρπαξε, μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της. «μη φοβάσαι» μου έλεγε, ενώ την ένιωθα να τρέμει, να παγώνει.
«Δείτε αν ανοίγει η πόρτα», φώναξε κάποιος, «μη μας πλάκωσαν τα μπάζα και σκάσουμε σαν ποντίκια». Ορισμένοι της αεράμυνας είχαν φακούς και τους άναψαν, προσπάθησαν ν’ ανοίξουν την πόρτα, αλλά είχε φρακάρει απ’ έξω, και τότε ήταν που όλοι παγώσαμε κι έπεσε μια βουβαμάρα καθολική, λίγο πριν ξεσπάσουν φωνές και υστερίες.
Με το που ήχησαν πάλι οι σειρήνες για τη λήξη του συναγερμού, ακούσαμε κασμάδες έξω απ’ την πόρτα κι ύστερα από λίγο, που εμένα όμως μου φάνηκε χρόνος ατέλειωτος, έπεσε η πόρτα και γέμισε το υπόγειο με ζωογόνο κρύο αέρα. Μας έβαλαν στη σειρά, «Πειθαρχία» και «σιγά- σιγά» φώναζαν αυτοί της αεράμυνας, με τάξη βγήκαμε κι εμείς έξω, τα μάτια μου σκοτείνιασαν από το δυνατό φως, τον ήλιο, κι όταν συνήθισα να βλέπω, είδα τον δρόμο στρωμένο με παιχνίδια.
Περικλής Σφυρίδης