Έχουν περάσει δύο ακριβώς χρόνια από την ημέρα που μια είδηση πάγωσε τη Θεσσαλονίκη και τον κόσμο των εκδόσεων. Έφυγε η Δέσποινα Κυριακίδου σε ηλικία μόλις 46 ετών, χτυπημένη από την επάρατο νόσο. Το αρχικό μούδιασμα, από το άκουσμα της είδησης, διαδέχτηκε πίκρα και αισθήματα αγανάκτησης για την άδικη εκδημία της. Κάθε θάνατος νέου ανθρώπου είναι άδικος, της Δέσποινας όμως στα μάτια των φίλων της και των οικείων της ήταν και αδιανόητος.
Πώς ήταν όμως η Δέσποινα πίσω από την εικόνα της δυναμικής επιχειρηματία των εκδόσεων, και μάλιστα των εκδόσεων αυτών που καθιέρωσαν τον ποντιακό πολιτισμό και ιστορία στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία;
Ο Παύλος Κυριακίδης αδελφός της Δέσποινας και εκδότης του οίκου Κυριακίδη, μας μίλησε γι’ αυτήν και την οικογένειά τους.
ΕΡ: Μιλήστε μας για την οικογένειά σας.
Η μητέρα μας, την οποία χάσαμε πολύ νωρίς, είχε καταγωγή από την δυτική Μακεδονία, από ένα χωριό δίπλα στο Αμύνταιο που λέγεται Άγιος Παντελεήμονας. Ήταν ντόπια. Ο πατέρας μας, ο Τάσος Κυριακίδης, ήταν από ένα χωριό της Δράμας, το Περίβλεπτο, δίπλα στο Παρανέστι.
Η απώτερη καταγωγή του ήταν από την πλευρά του πατέρα του από το Καρμούτ της Αργυρούπολης και από την πλευρά της μητέρας του από την Ίμερα.
Θυμάμαι ότι ένα από τα ωραιότερα οικογενειακά μας ταξίδια ήταν αυτό στον Πόντο.
Πήγαμε στο χωριό Καρμούτ, βρήκε ο πατέρας μας το σπίτι του παππού μας –από τις πληροφορίες που του είχε δώσει όταν ήταν εν ζωή–, και φωτογραφηθήκαμε μπροστά από αυτό. Έπειτα επισκεφτήκαμε και το χωριό της γιαγιάς μας, την Ίμερα. Η Ίμερα ήταν κεφαλοχώρι, είχε και γυναικείο μοναστήρι από την εποχή του Βυζαντίου, τον Αϊ-Γιάννη Γήμερας (Μονή Τιμίου Προδρόμου). Δυστυχώς το σπίτι της γιαγιάς μου δεν μπορέσαμε να το εντοπίσουμε. Μάλλον είχε καταστραφεί.
ΕΡ: Πώς ξεκίνησε ο οίκος Κυριακίδη;
Ο πατέρας μας ήρθε στη Θεσσαλονίκη την δεκαετία του ’60 για να σπουδάσει. Πήγαινε στο εσπερινό εξατάξιο Γυμνάσιο, γιατί την ημέρα εργαζόταν για να καλύψει τα έξοδά του. Έκανε διάφορες δουλειές, εργάστηκε στα χωματουργικά έργα του Δήμου όταν κατασκευάζονταν οι δρόμοι της Τούμπας, εργάστηκε σε κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές και γενικά σε όποια δουλειά έβρισκε.
Όταν γνώρισε την μητέρα μας αυτή εργαζόταν ως νοσηλεύτρια. Μπήκε στη Νομική του ΑΠΘ και παράλληλα ως φοιτητής ξεκίνησε με τον αδελφό του ένα κατάστημα –κάτι ανάλογο με τα σημερινά καταστήματα φωτοτυπιών της Μελενίκου–, αναπαράγοντας σημειώσεις που κρατούσε ο ίδιος από τα μαθήματα της Νομικής Σχολής.
Με το χρόνο επέκτεινε αυτή τη δραστηριότητα με σημειώσεις και άλλων σχολών. Οι σημειώσεις ήταν πολυγραφημένες, ο πολύγραφος ήταν το φωτοτυπικό μηχάνημα της εποχής εκείνης. Έτσι σιγά-σιγά μπήκε στον μαγικό κόσμο των εκδόσεων.
ΕΡ: Τι ήταν εκείνο που τον ώθησε να εκδώσει και να διασώσει όλο αυτόν τον τεράστιο πλούτο που έχουμε στην ποντιακή βιβλιογραφία;
Ο πατέρας μας ήταν πολύ Πόντιος. Έφερε με καμάρι την ποντιακή του ταυτότητα. Η φλόγα στην καρδιά του για τον Πόντο άναψε από την εποχή που ήταν μικρός ακόμα. Άκουγε τις διηγήσεις από τους μεγαλύτερους στα παρακάθια τους αλλά και σε ώρα εργασίας, όταν παστάλιαζαν καπνά στο αράνι (προερχόταν από καπνοπαραγωγική οικογένεια). Αυτή η φλόγα δεν έσβησε ποτέ, τουναντίον γινόταν όλο και μεγαλύτερη.
Όταν ξεκίνησε να εκδίδει βιβλία για τον Πόντο ήταν μια εποχή –τέλη δεκαετίας ΄70, αρχές του ’80– που ο Πόντος υπήρχε στην συνείδηση των μη Ποντίων ως ποντιακό ανέκδοτο.
Δεν υπήρχε πληροφόρηση, κι αν υπήρχε ήταν διαστρεβλωμένη και υποτιμητική. Εικάζω πως αυτό στη συνείδηση του φλογερού Ποντίου πατέρα μας δεν ήταν επιτρεπτό. Η αγάπη του για την Πατρίδα των γονιών του και όλος αυτός ο πλούτος που κινδύνευε να χαθεί, όπως χάθηκαν πολλά χειρόγραφα μεγάλων συγγραφέων από λανθασμένη διαχείριση των κληρονόμων, νομίζω ότι ήταν αυτό που τον κινητοποίησε.
ΕΡ: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Τις διακοπές μας τις περνούσαμε ως επί το πλείστον στο χωριό της μητέρας μας, στον Άγιο Παντελεήμονα Φλώρινας. Εκείνο ήταν το μέρος της ξεγνοιασιάς μας, του ολοήμερου παιχνιδιού και της παιδικής μας αθωότητας. Είναι πανέμορφος τόπος. Η Δέσποινα τον αγαπούσε πολύ και τον επισκεπτόταν συχνά. Της άρεσε να ατενίζει τη λίμνη Βεγορίτιδα.
Παίζαμε μαζί, κάναμε παρέα από μικρά παιδιά. Όταν γεννήθηκε η Δέσποινα ήμουν 2,5 ετών, μεγαλώναμε μαζί. Πάντα ήθελε να παίζει με τα αυτοκινητάκια μου και τα στρατιωτάκια μου και καμιά φορά με καλούσε για να παίξουμε με τις κούκλες της – τι να κάνω κι εγώ, παρά τα αγορίστικα γούστα μου δεν της χαλούσα το χατίρι.
Όταν μεγαλώσαμε λίγο η διαφορά των 2,5 χρόνων μας φαινόταν μεγάλη. Εγώ είχα τις αγοροπαρέες μου και η Δέσποινα αντίστοιχα τις δικές της κοριτσοπαρέες. Κομβικό σημείο στη ζωή μας ήταν η εκδημία της μάνας μας. Όταν έφυγε ήμασταν στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας, εγώ 17 ετών και η Δέσποινα 15. Αυτό μας έδεσε ακόμα πιο στενά ως αδέλφια.
Κι όχι μόνο εμάς, αλλά και τον πατέρα μας. Τότε γίναμε μια γροθιά. Ο πατέρας μας μέχρι να μεγαλώσουμε και να φύγουμε από το σπίτι δεν ξαναέφτιαξε τη ζωή του, αν και ήταν νέος άνθρωπος. Έγινε μάνα και πατέρας μαζί.
ΕΡ: Ποια ήταν η σύνδεσή σας –του Παύλου και της Δέσποινας– με την ποντιακή καταγωγή του πατέρα σας;
Ο πατέρας μας είχε πολύ έντονη προσωπικότητα. Η σύνδεσή μας με την ποντιακή μας καταγωγή ήταν αναπόφευκτη. Πιστεύω πως η μεταλαμπάδευση της παράδοσης γίνεται από τους παππούδες και τις γιαγιάδες, γιατί αυτοί έχουν το χρόνο, την υπομονή και τη σοφία των γηρατειών για να ασχοληθούν με τα εγγόνια τους.
Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε την ευλογία αυτή, δεν ζήσαμε όσο θέλαμε με τον Πόντιο παππού και την Πόντια γιαγιά μας. Αυτό το κενό όμως αναπληρώθηκε από τον πατέρα μας, ακριβώς επειδή βίωνε με πολύ έντονο τρόπο όλα όσα είχαν να κάνουν με την ποντιακή του καταγωγή.
Έτσι από την ηλικία των 10 ετών ανέθεσε τη μουσική μου παιδεία σε δάσκαλο λύρας. Δεν τα κατάφερα με μεγάλη επιτυχία να παίξω τελικά λύρα. Θυμάμαι πως την ώρα του μαθήματος είχε στη γειτονιά παιδικό σινεμά και εγώ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε αυτό που έκανα, το μυαλό μου ήταν αλλού.
Επειδή ακριβώς η μάνα μας δεν ήταν πόντια, ο πατέρας μας δεν μιλούσε στο σπίτι ποντιακά, μιλούσε όμως όποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία. Τα ποντιακά τα καταλαβαίναμε με τη Δέσποινα, αλλά δεν τα μιλήσαμε ποτέ. Όσον αφορά στην ποντιακή κουζίνα, αυτή δεν μας έλειψε. Αν και η μητέρα μας δεν έμαθε ποτέ να μαγειρεύει τις ποντιακές νοστιμιές, αυτό το κενό αναπληρωνόταν από τους οικογενειακούς μας φίλους που ως επί το πλείστον ήταν Πόντιοι.
Το σπίτι μας ήταν αυτό που λέμε ανοιχτό. Συχνά γινόταν αυτοσχέδια γλέντια και παρακάθια. Οι φίλοι μας έρχονταν συνήθως με ποντιακά φαγητά, χαβίτς, βαρένικα, σιρόν, επειδή ήξεραν πως ήταν το μόνο πράγμα που δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε. Θυμάμαι εκείνα τα γλέντια με τη λύρα και το τραγούδι, κι εμένα και τη Δέσποινα να συμμετέχουμε. Δεν υπήρχε χορός, ο πατέρας μας δεν ήταν τόσο εξοικειωμένος με το χορό, αλλά το γλέντι άναβε και εκείνες οι αναμνήσεις έμειναν και μας διαμόρφωσαν.
Αν και ο πατέρας μας δεν χόρευε, εμένα και τη Δέσποινα μας έστελνε σε ποντιακούς συλλόγους για να μάθουμε να χορεύουμε.
Γι’ αυτόν είχε πολύ μεγάλη σημασία τα παιδιά του να είναι Ποντιόπουλα. Τον ποντιακό χορό τον συνεχίσαμε και ως ενήλικες.
ΕΡ: Πείτε μας για τα χρόνια των σπουδών σας.
Ήταν κοινή μας επιλογή, δικιά μου και της Δέσποινας, να σπουδάσουμε στο εξωτερικό. Θέλαμε και οι δύο να δούμε κάτι διαφορετικό, πέρα από τις σπουδές να γνωρίσουμε και μια άλλη κουλτούρα, έναν άλλο τόπο. Έτσι σπουδάσαμε και οι δύο στο University of Bedfordshire της Αγγλίας, διοίκηση επιχειρήσεων με κατεύθυνση το marketing.
Αφού ολοκληρώσαμε με επιτυχία τις πτυχιακές σπουδές μας, η Δέσποινα έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο αντικείμενο της παραγωγής εκδόσεων και την τυπογραφία, στο London School of Arts. Εγώ λόγω της αγάπης μου για τη μουσική προτίμησα να κάνω σπουδές ηχοληψίας.
Η ζωή στην Αγγλία είχε ενδιαφέρον· συγκατοικούσαμε από επιλογή, όχι μόνο για να μειώσουμε τα έξοδα διαβίωσης. Η Δέσποινα ήταν ενθουσιασμένη, της άρεσε πολύ. Εγώ είχα πρόβλημα ιδίως το χειμώνα, γιατί δεν μπορώ να αποχωριστώ το φως της Ελλάδας. Εκείνη είχε εγκλιματιστεί άριστα.
Μετά το πέρας των μεταπτυχιακών της σπουδών είχε κάνει συνεντεύξεις με μεγάλες εταιρείες στο Λονδίνο και προσανατολιζόταν στο να μείνει και να δουλέψει στο χώρο των εκδόσεων στην Αγγλία. Είχε την εμπειρία της εκδοτικής μας εταιρείας, άριστες συστάσεις από το πανεπιστήμιό της και ένα υπέροχο δημιουργικό μυαλό που συνδυάζονταν με την ποντιακή της δυναμική.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως είχε κάνει μια συνέντευξη με το εκδοτικό τμήμα του BBC, το οποίο την ήθελε ως στέλεχός του και της είχε κάνει μια πολύ καλή πρόταση. Αυτήν την προοπτική και τις αμοιβές δεν θα τις είχε ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν έτοιμη να πει το ναι και να αρχίσει μια λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό.
Τότε την πήρε ο πατέρας μας τηλέφωνο. Η Δέσποινα ήταν η αδυναμία του, η σύνδεσή τους ήταν πολύ στενή.
Δεν άκουσα τι είπαν πατέρας και κόρη. Ήταν δημοκρατικός άνθρωπος, ούτε πίεζε ούτε ανάγκαζε κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει, είχε όμως τον τρόπο του να σε πείθει. Μετά από λίγες ημέρες η Δέσποινα αρνήθηκε την προσφορά του BBC, έφτιαξε τις βαλίτσες της και γύρισε στην πατρίδα φέρνοντας μαζί της τις γνώσεις που απέκτησε στην Αγγλία, την τεχνογνωσία των νέων εκδόσεων και μια απαράμιλλη θέληση για δημιουργία.
Από το 2005 που γυρίσαμε μπήκαμε ενεργά στην επιχείρηση και αναλάβαμε ο καθένας διάφορα πόστα. Η Δέσποινα ασχολούνταν κυρίως με τη διαχείριση της παραγωγής, την τυπογραφία, διοικητικά θέματα που είχαν να κάνουν με τα επιστημονικά συγγράμματα, επικοινωνία με τις υπηρεσίες του υπουργείου, την επικοινωνία με καθηγητές του πανεπιστημίου.
Βέβαια, ήταν εποχή δύσκολη γιατί το 2007 είχε γίνει το κραχ με τις χρηματιστηριακές στις ΗΠΑ και το 2009 ήρθε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στη χώρα μας.
ΕΡ: Επηρέασε η φούσκα των χρηματιστηριακών των ΗΠΑ την ελληνική εκδοτική βιομηχανία;
Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία κάθε τι που γίνεται στον κόσμο έχει την επίδρασή του. Ένα καράβι έκλεισε τα στενά του Σουέζ και η τιμή του χαρτιού εκτοξεύτηκε 50% επάνω!
ΕΡ: Ήταν η εποχή της εξωστρέφειας των εκδόσεων Κυριακίδη θυμάμαι από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου.
Ναι, είχαμε όραμα να αναπτύξουμε περαιτέρω την εταιρεία και ο πατέρας μας ήταν περιχαρής γι’ αυτό. Η Δέσποινα ήταν ασταμάτητη. Ανεβήκαμε ψηλότερα γιατί ακριβώς εκείνη αγαπούσε αυτό το κομμάτι της προβολής και της απευθείας επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό, κι αυτό το έχουμε προίκα από τότε.
Δίναμε και εξακολουθούμε να δίνουμε το στίγμα μας με τη διαρκή μας παρουσία σε κάθε εκδήλωση που αφορά στο χώρο του βιβλίου. Η ποιότητα των εκδόσεων παραμένει σταθερή και παράλληλα αξιοποιούμε κάθε δημιουργικό εργαλείο για την εξέλιξή μας.
Ποντάρουμε, και σε αυτό πρωτοστάτησε η Δέσποινα, στην αναγνωστική εμπειρία, σε ένα βιβλίο δηλαδή που εκτός από την αδιαπραγμάτευτη πνευματική του αξία θα προσφέρει στον αναγνώστη την αισθητική και την ποιότητα του υλικού που αξίζει ο κάθε βιβλιόφιλος.
ΕΡ: Τι άρεσε στην Δέσποινα στην προσωπική της ζωή;
Της άρεσαν τα ταξίδια. Έκανε ταξίδια στο μέτρο των δυνατοτήτων της, που δεν ήταν συνηθισμένα, όπως στην Ισλανδία, στη Φινλανδία και αλλού. Κάναμε μαζί ταξίδια σε καταδυτικούς προορισμούς, γιατί και οι δυο μας αγαπούσαμε τις καταδύσεις. Είχαμε ταξιδέψει μαζί στις Φιλιππίνες, στο Παλάου στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην Ερυθρά θάλασσα, σε τροπικά νερά, κ.α.
Η κατάδυση είναι μεταφορά σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Είναι η απόλυτη φυγή. Όταν κάνεις κατάδυση εκείνη την μια ώρα, που είσαι κάτω από το νερό, δεν σε απασχολεί τίποτα άλλο, ούτε εμβάσματα που καθυστερούν, ούτε επιταγές που πρέπει να πληρώσεις, ούτε καν αν ξέχασες ανοιχτό το θερμοσίφωνα φεύγοντας από το σπίτι σου. Θα πρέπει να περιμένουν όλα. Είναι ένας χώρος και χρόνος εντελώς για εσένα.
Ακόμα και η επικοινωνία με τους συντρόφους σου κάτω στο νερό γίνεται με σήματα του χεριού, τα εντελώς απαραίτητα. Με τη Δέσποινα βουτούσαμε μαζί, με πρόσεχε και την πρόσεχα και είχαμε αναπτύξει ακόμα περισσότερο την επικοινωνία μεταξύ μας.
Αγαπούσε πολύ τη δουλειά της. Ήταν πολύ οργανωτική και αποτελεσματική. Είχε χάρισμα στην επικοινωνία με τους άλλους.
Ήταν άνθρωπος της προσφοράς και ήξερε να διαλέγει σκοπούς για να υπηρετεί. Ήταν μέλος του ΔΣ της Μέριμνας Ποντίων Κυριών. Μάλιστα ήταν στη δύσκολη περίοδο που είχε διαγνωστεί με τη νόσο, παρόλα αυτά συμμετείχε σε κάθε Διοικητικό Συμβούλιο και προσέφερε με κάθε τρόπο.
Όπως όλοι στην οικογένειά μας αγαπούσε πολύ τα ζώα. Είχαμε μεγαλώσει εξάλλου σε μια μονοκατοικία στην Περαία, στην αυλή μας είχαμε μόνιμα σκύλους και γάτες, ο πατέρας μας κουβαλούσε σακιά με κροκέτες μετά τη δουλειά για να τα ταΐσει.
Η Δέσποινα έδωσε σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Τον αντιμετώπισε με πολλή γενναιότητα, ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν έδειξε να απελπίζεται και να χάνει την υπομονή της. Είχε μια αξιοπρέπεια αυτή της η στάση, μια καρτερικότητα. Ήξερε πως είχε τη δυσκολότερη μορφή καρκίνου του μαστού, αλλά ποτέ της δεν του χαρίστηκε, ποτέ η αρρώστια δεν την έβαλε στο περιθώριο. Απεναντίας μέχρι την 10η Νοεμβρίου του 2022, 22 μέρες πριν μας αφήσει, ερχόταν καθημερινά στη δουλειά και πολλοί συνεργάτες της δεν ήξεραν τίποτα για την επιδείνωση της υγείας της.
∼
Η Δέσποινα Κυριακίδου εγκατέλειψε τον μάταιο αυτόν κόσμο, το χώρο του βιβλίου που τόσο αγαπούσε και τους οικείους της που τόσο την αγαπούσαν στις 2 Δεκεμβρίου του 2022. Στην τελευταία της επικοινωνία με την στενή της φίλη και πρόεδρο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών Ανατολή Δημητριάδου, της είπε: «Να ζήσω λίγο ακόμα βρε Ανατολή»!
Ήταν ένας άνθρωπος που άφησε το αποτύπωμά του στον ποντιακό χώρο.
Κάθε χρόνο στις 6 Ιανουαρίου με απόφαση του ΔΣ η Μέριμνα Ποντίων Κυριών θα αφιερώνει την εκδήλωση «Τ’ αποθαμενίων το λημόνεμαν» στη μνήμη του εκλεκτού της μέλους. Το έργο της συνεχίζεται μέσω των εκδόσεων Κυριακίδη και της παρακαταθήκης που άφησε σε όλους εμάς που συνεργαστήκαμε μαζί της και την βάλαμε για πάντα μέσα στην καρδιά μας.
Αλεξία Ιωαννίδου