Τη μεγάλη εικόνα του πόνου και της αγωνίας, του θανάτου, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, συνθέτουν οι μικροϊστορίες που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά, και αφηγούνται το δράμα της Γενοκτονίας των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής. Άνθρωποι που ρίζωσαν στη νέα πατρίδα είχαν πολλά να αφηγηθούν· κάποιοι το έκαναν, σαν να λένε παραμύθι, άλλοι προτίμησαν την ανακούφιση της λήθης.
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κοσμάς Τσίναλης από την Άψαλο Αλμωπίας έχει ξεκινήσει να καταγράφει κάποιες από αυτές τις ιστορίες, τις οποίες διασταυρώνει με μέλη των οικογενειών των πρωταγωνιστών.
Για τον Κώστα Μακρίδη που γεννήθηκε το 1899 στο Τοχούζ του Ακ Ταγ Ματέν (Μεταλλείου) της περιφέρειας της Άγκυρας, άκουσε για πρώτη φορά από την Ελπινίκη Αλεξιάδου-Μακρίδου, παιδική φίλη της μητέρας του. Ο γιος της, Φίλιππος Αλεξιάδης, μοιράστηκε μαζί του περισσότερες πληροφορίες, αλλά και μια φωτογραφία.
Τοχούζ στα τουρκικά σημαίνει εννιά· η παράδοση θέλει το χωριό να οφείλει το όνομά του σε μια γυναίκα που έκανε εννιά παιδιά σε μια γέννα! «Εποίκε ’ς σο μίαν εννέα παιδία» , όπως έλεγε ο Θεοδόσης Παρασκευόπουλος Θεοδόσης γεννημένος στο Τοχούζ.
Ο Κώστας Μακρίδης, τον οποίο αφορά η ιστορία, έμεινε μικρός ορφανός από μάνα και πατέρα. Τον μεγάλωσε η θεία του Φωτεινή· μετά την Καταστροφή του 1922 οι συγγενείς του έφυγαν για την Ελλάδα, όμως εκείνος έμεινε πίσω, χαμένος, στα 23 του. Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι είχε απογίνει. Τον θεωρούσαν όμως νεκρό και γι’ αυτό στη μνήμη του η ξαδέλφη του Μαρία Μακρίδου έδωσε στον έναν γιο της το όνομά του.
Όμως ο Κώστας είχε επιζήσει και στις αρχές του ’60 ήρθε στην Ελλάδα αναζητώντας τους συγγενείς του. Είχε μάθει ότι είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία, κάπου στην Έδεσσα, χωρίς όμως να γνωρίζει το πού. Εκείνος βρισκόταν στην Αλίαρτο της Βοιωτίας και έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας μεροκάματα.
Ζούσε μόνος και τον αποκαλούσαν «ο Τούρκος». Τον θεωρούσαν αλλόθρησκο και μάλιστα όταν πήγε στην εκκλησία ο παπάς αρνήθηκε να τον μεταλάβει. Τότε λέγεται πως ο Κώστας Μακρίδης άνοιξε το πουκάμισό του και του έδειξε το σταυρό που φορούσε πάντα στο λαιμό και τον κρατούσε δεμένο με τις ρίζες του.
Σε μια προσπάθεια να βρει κάποιους από τους συγγενείς του –και σε ένα απίστευτο γύρισμα της τύχης– απευθύνθηκε στον ταχυδρόμο της Αλιάρτου, ζητώντας να γράψουν ένα γράμμα και να το στείλουν σε όσους είχαν το επίθετο «Μακρίδης».
Στην Αλίαρτο όμως ζούσε και εργαζόταν ο Πρόδρομος Αλεξιάδης με καταγωγή από την Άψαλο, με τη σύζυγό του Ελπινίκη το γένος Μακρίδη από την Άψαλο και αυτή, τους οποίους γνώριζε πολύ καλά ο ταχυδρόμος. Έτσι τους ενημέρωσε για τον «Τούρκο» που έψαχνε τους συγγενείς του και κανόνισαν τη συνάντηση.
Όπως περιέγραφε η Ελπινίκη, όταν είδε από κοντά τον θείο της, χαμένο στην πατρίδα αλλά ολοζώντανο μπροστά της, στο ίδιο χωριό, η συγκίνησή της και η αγωνία της ήταν τόσο μεγάλη που κατούρησε πάνω της!
Ο Κώστας από το Τοχούζ, που ποτέ δεν έπαψε να είναι Έλληνας και χριστιανός, που κράτησε ζωντανή τη μνήμη του και την πίστη του για δεκαετίες μέσα στην Τουρκία, αξιώθηκε να βρει τους συγγενείς του, να ζήσει ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους και να ολοκληρώσει τον τόσο ταραγμένο κύκλο της ζωής του ως το χειμώνα του 1973.