Πέρασαν 102 χρόνια από τον οριστικό εκπατρισμό των Κοτυωριτών από τα χώματά τους και οι απόγονοι αυτών των ηρώων που έδωσαν μάχη για να γλιτώσουν από το μαχαίρι του Τούρκου, αναζητούν ακόμα απαντήσεις όπως και όλοι οι Έλληνες της Ανατολής, θύματα της Γενοκτονίας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Ιωακείμ Σαλτσής στα Χρονικά των Κοτυώρων, την ιστορική μονογραφία που έγραψε για τα Κοτύωρα (Ορντού) του Πόντου κατέγραψε την οδύσσεια των συμπατριωτών του.
Η μονογραφία δημοσιεύτηκε στα Χρονικά του Πόντου, σε διάστημα περίπου δύο ετών. Στο τεύχος του Ιουλίου-Αυγούστου 1946, φιλοξενήθηκε το τελευταίο κεφάλαιο της μονογραφίας που αφορά τον οριστικό εκπατρισμό των Έλληνων στα Κοτύωρα. Το κείμενο επανεκδόθηκε από το Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί», τον δεύτερο χρόνο, στο τεύχος 23-24, τον Φεβρουάριο του 1954.
≈
Τον Νοέμβρη του 1922, επακολούθησε, και στα Κοτύωρα, η Διαταγή της Τουρκικής Κυβέρνησης, από την Άγκυρα, να εγκαταλείψει ο ελληνικός λαός το τουρκικό έδαφος. Ήταν ο οριστικός εκπατρισμός!
Στην αρχή το πράγμα εμφανίστηκε σαν προαιρετικό. Μερικοί Τούρκοι ισχυροί, από τους μετριοπαθέστερους, συστήσανε στον κόσμο να μη βιαστεί. Ο τόπος είχε πλημμυρίσει από Έλληνες του Εσωτερικού, κατοίκους του Μεσουτιέ και της περιοχής. «Ας φύγουν, πρώτοι, αυτοί, είπαν, και μετά βλέπομε…»
Ελπίζαν, φαίνεται, να τα συμβιβάσουν. Αποβλέπαν κυρίως να παραμείνουν, για την ώρα, τουλάχιστο, περισσότεροι όσο γίνεται επαγγελματίες Έλληνες απ’ τους λιγοστούς που βρισκόντουσαν κι’ από κείνους που θα κατέβαιναν απ’ την εξορία. Τούρκοι τέτοιοι δεν υπήρχαν.
Μα οι συστάσεις δεν έπιασαν τόπο. Η Μικρασιατική συμφορά εξερέθισε μάλλον το αίσθημα, αντί να το ταπεινώσει. Το ελληνικό στοιχείο δεν θαύμασε τον Δυνάστη για τη νίκη του. Τον εμίσησε περισσότερο.
Ο κόσμος αυτός για δεύτερη ήδη φορά, από το 1917, έζησε την φρικαλέα αυτή κόλαση της εξουθένωσης, του εξευτελισμού και των βαρύτατων κατατρεγμών. Το αδόκητο γι’ αυτόν τέρμα του πολέμου, σε συνδυασμό με όλ’ αυτά τον έκαμαν να συχαθεί πια κι’ αυτήν την γενέτειρά του!
Θαρρείς πως σύνθημα και μόνο περίμεναν για να φύγουν. Ξεσηκώθηκαν με μιας οι πλείστοι. Δεν ήθελαν ν’ ακούσουν. Ούτε σκεπτόντουσαν πως θα ταξιδέψουν. Στοίχιζαν τόσο τα ναύλα. Τους ήταν αδιάφορο, μ’ όλη τη φτώχεια. Να φύγουν. Οπωσδήποτε και η Διαταγή δεν άργησε να γίνει κατηγορηματική. «Να φύγουν».
Όλα κι’ όλα όμως.
Για να εγκαταλείψεις το τουρκικό έδαφος, έπρεπε να περάσεις από 18 ειδικά Γραφεία, ένα προς ένα. Να πληρώσεις 18 ειδών δικαιώματα (!) του Δημοσίου και τους τυχόν καθυστερούμενους φόρους.
Ύψος… Και αποχαιρετιστήριο… ξεγύμνωμα μετά μουσικής. Και «επληρώθη» και η… Γραφή αυτή, κατά γράμμα.
Τα ταξίδια γινόντουσαν με πληρωμή. Μόνο ένα πλοίο «Η ωραία Γαβριέλα», με Ισπανική σημαία, πήρε πρόσφυγες δωρεάν. Μ’ αυτό έφυγαν κυρίως Έλληνες του Εσωτερικού, από το Μεσουτιές και Απές.
Συμπεριφορά σε θύματα
Οι Κοτυωρίτες ταξίδεψαν το περισσότερο με πλοία γαλλικά. Η συμπεριφορά των Γάλλων ναυτών απέναντι των τραγικών επιβατών υπήρξε χυδαία. Και όλης της ναυτικής τους ιεραρχίας. Στ’ ανοιχτά της Ποντοηράκλειας είχε πέσει πυκνή ομίχλη. Μα περισσότερο απ’ την ομίχλη στενοχώρησαν, ως φαίνεται, τον πλοίαρχο οι πρόσφυγες πάνω στο κατάστρωμα επιβάτες.
Και μια στιγμή ο ευαίσθητος Γαλάτης ακούστηκε να διατάζει: «Βάλτε γλήγορα τα κτήνη αυτά στο αμπάρι». Αλήθεια! Τι κτηνωδία!
Μα δεν έφταιγε ο φίλος. Ούτε οι ναύτες του. Έφταιγε κάποιος παροξυσμός φιλίας της γαλλικής μεγαλοπλουτοκρατίας προς τους Τούρκους ή μάλλον προς τα υλικά της συμφέροντα, που τόσο άδοξα και σύντομα επρόκειτο να μεταβληθούνε σε… «όνειρα θερινής νυκτός». Σε τρεις μήνες η πολιτεία άδειασε από τον εντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Τελειωτικό ξεζούμισμα
Στους εκπατριζόμενους απαγορεύτηκε ν’ αποκομίσουν τα έπιπλα, τα χαλιά, τα εργαλεία, τα τυχόν τιμαλφή τους.
Ξεπούλημα και πάλι. «Αντί πινακίου φακής». Και παραλάβαιναν, καθένας, ό,τι επιτρεπόταν κι’ ό,τι κατάφερνε. Κ’ έφευγε…
Λίγες οικογένειες έμειναν έως τα μέσα του 1923 για διάφορους λόγους, για να φύγουν αργότερα.
Λίγες εξαιρέσεις
Οι επαγγελματίες Γιάννης Κανταρτζής, Γεώργιος Κανταρτζής και Παύλος Αμανατίδης παραμείναν οικογενειακώς, έως τα μέσα του 1925 οι δυο πρώτοι, έως το 1936 ο τρίτος. Οι περισσότεροι Έλληνες ομότεχνοί τους έλειπαν ήδη από τον τόπο. Τούρκοι τέτοιοι δεν υπήρχαν. Τα επαγγέλματά τους είχαν πέραση. Κ’ οι Τούρκοι τους ενθαρρύνανε να ‘μείνουν. Έκαμαν καλές δουλειές. Και μετά ήρθαν κι’ αυτοί.
Οι Ευαγγελικοί Έλληνες εξαιρέθηκαν, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης, που μιλάει μόνο για Τουρκορθόδοξους (διάβαζε Ελληνορθόδοξους), ίσως και με την επέμβαση των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, από την Ανταλλαγή. Όμως οι Ευαγγελικοί Κοτυώρων ούτε σκέψη έκαμαν να επωφεληθούν. Όλοι τους ήρθαν στην Ελλάδα.
Μόνο τρεις οικογένειες: του Γιάννη Τουγκουρίδη, του Χαράλ. Σιδηρόπουλου και του Μιχάλη Καμπουρίδη παραμείνανε στην πατρίδα οριστικά. Ίσως συμβολικά…
Ας σημειωθεί ότι οι δύο πρώτες απ’ αυτές αποτελούνται από δυο γέρους συζύγους η καθεμιά. Τα νεότερα μέλη τους ήρθαν στην Ελλάδα. Επίσης του τελευταίου.
Οι Κοτυωρίτες φτάσανε στην Ελλάδα οικονομικά ναυάγια. Στους προκρίτους, που από διαφόρους δρόμους της εξορίας τους και με περιπέτειες μηνών ήρθαν κι’ αντάμωσαν τες οικογένειές τους δεν δόθηκε η ευχέρεια κ’ η άνεση να συγκεντρωθούνε σ’ ενιαίο Συνοικισμό. Ένα τέτοιο Συνοικισμό, πετυχημένο κ’ ευτυχισμένο, ίδρυσαν μόνο οι Ευαγγελικοί μας με μερικούς Ορθοδόξους, στην Κατερίνη, χάρης στην πρωτοβουλία και ικανότητα του Χρήστου Λεμονόπουλου και του Χαραλ. Σιδηρόπουλου.
Αποκατάσταση στην Ελλάδα
Σκόρπισαν σε διάφορα μέρη της νέας τους πατρίδα: Γύθειο, Αμαλιάδα, Πάτρα, Πειραιά (Κρεμμυδαρού, Δραπετσώνα, Λιπάσματα), Αθήνα (Νέα Ιωνία, Βύρωνα, Υμηττό, Νέα Κολχίδα), Λάρισσα, Βόλο, Άρτα, Βόνιτσα, Πρέβεζα, Γιάννινα, Ζάκυνθο, Θεσ/νίκη (Συνεταιρισμούς Καλαμαριάς, Τούμπας, Επταπυργίου, Ξηροκρήνης, Ευαγγελίστριας), Κατερίνη (και χωριά της: Αγιάννη, Σφενδάμη, Αρωνάς), Βέρροια, Νάουσα, Γιαννιτσά, Κιλκίς (και χωριά του: Μουριές, Καρλόβαση, Τσαλή, Νέα Σούρμενα, Λιθωτό), Άνω και κάτω Πορρόια, Δράμα, Καβάλλα, Ξάνθη, Αλεξανδρούπολη.
Έτσι ένας ολάκερος λαός –τόσοι άλοι λαοί του Πόντου, της Μικρασίας, της Αν. Θράκης– εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιουσία του, ιδρώτα και μόχθο αιώνων, τους τάφους των πατέρων του, τα σεβάσματά του, τους ψυχικούς δεσμούς και την ιδιαίτερη ιστορία του, την πατρίδα του! Ν’ αφήσει τη γη που τον γέννησε, την προαιώνια κοιτίδα του, σε άλλο λαό, που κάποτε την οικειοποιήθηκε με το νόμο της ωμής βίας. Και ν’ αποξενωθεί και να φύγει…
Και σε λίγο, ένα ωραίο πρωί, η λέξη Ανταλλαγή έπαιρνε νέο περιεχόμενο. Γινόταν νεολογισμός. Δεν ήταν πια, μόνο Ανταλλαγή ειδών, κτηνών. Ήταν ανταλλαγή… ανθρώπων, με την ίδια και περισσότερη ευκολία.
Ιωακείμ Σαλτσής
•Πηγή: Χρονικά του Πόντου, Έτος Β’, τεύχος 23-24 (Φεβρουάριος 1954), σ. 563-564, εκδόθηκε από τον Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί» και αντιστοιχεί στο διάστημα Ιούλιος-Αύγουστος 1946.
• Σημ.: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.