Ο Νοέμβρης έχει προχωρήσει, τα κρύα έσφιξαν για τα καλά και όσοι από εμάς είχαμε την ευλογία να μεγαλώσουμε με διηγήσεις της γιαγιάς μας για «το κρύον σην πατρίδαν» δεν μπορούμε να μην ανατρέξουμε στις πιο μύχιες γωνιές της μνήμης, εκεί όπου βρίσκονται οι πρώτες παιδικές μας θύμησες, και να αναρωτηθούμε: «Αλήθεια τι έκαναν οι πρόγονοί μας στον Πόντο που το κλίμα εκ των πραγμάτων ήταν πιο βαρύ, ενώ παράλληλα δεν είχαν και τα σημερινά μέσα για να ζεσταθούν»;
Καταρχάς να ξεκινήσουμε από τα βασικά: Ο χειμώνας στον Πόντο λεγόταν χειμωγκός, αλλά και χειμός σε μερικές περιοχές. Λόγω της γεωγραφικής θέσης και της γεωφυσικής του Πόντου διαρκεί πολλούς μήνες. Όταν τα χιόνια κάλυπταν τα σπίτια και τις αυλές οι ανθρώπ’ εμούν έλεγαν: «Ο Απτούλ επέρασεν, τα παρτούλια τ’ κρέμισε». (Σε ελεύθερη μετάφραση «έριξε κουρελόπανα» – σχηματισμούς χιονονιφάδων μεγάλων σαν κομμάτια από ύφασμα.)
Το φως από την ακτινοβολία του ήλιου πάνω στα χιόνια ονομαζόταν –πώς αλλιώς– χονοφώς, ενώ τα ζώα που είχαν άσπρο τρίχωμα ή γεννιόντουσαν στο χιονιά έπαιρναν την ονομασία τους από το χιόνι. Έτσι η ασπρούλα σκυλίτσα λεγόταν χονάρτσα, η κάτασπρη προβατίνα χονάρα, ενώ η λευκή αγελάδα χονοφόρα.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου γράφει για το λήμμα «πατούλα»: Αυτή που έχει λευκό δέρμα αλλά και χοντρή νιφάδα χιονιού. Και τέλος αναφέρει την πατούλα σαν ονομασία λευκού προβάτου. Πατούλα ονομάζεται και ο ποντιακός χορός σε ρυθμό 9/8, με τέσσερα βήματα μπροστά (δεξιά) και τέσσερα πίσω (αριστερά), με το πόδι που ακολουθεί να σταυρώνει μπροστά από το πρώτο στο δεύτερο βήμα κάθε κατεύθυνσης.
Στα όμορφα χωριά του Πόντου οι κτηνοτρόφοι καταλάβαιναν πότε θα χιονίσει από τις αντιδράσεις των ζώων τους.
Ο «βίος», όπως λεγόταν το ζωικό κεφάλαιο για τους Ποντίους, ήταν πολύ σημαντικό για τις ζωές τους. Κάθε είδους παρατήρηση και αλλαγή στις συνήθειες των ζώων γλίτωνε από περιπέτειες τον σαγαπίν’ ατουν (τον ιδιοκτήτη τους, αυτόν που τα φρόντιζε, τα αγαπούσε). Για το χωριό Αντρεάντων της Αμισού μάς καταθέτει η Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια πως εάν έβλεπαν τα ζώα τους να δαγκώνουν πέτρες ή να φέρουν στο στόμα τους ένα ξερό χορτάρι όταν γύριζαν από τη βοσκή ήταν σημάδι πως τις επόμενες ημέρες θα επικρατούσε βαρυχειμωνιά.
Για να αποτρέψουν μάλιστα τη βαρυχειμωνιά σε κάποια μέρη που λόγω της έλλειψης μόρφωσης του πληθυσμού βασίλευαν οι δεισιδαιμονίες, όπως την Ινέπολη, έκαιγαν φλοιούς σκόρδων. Ο Δημήτριος Λουκάτος αναφέρει πως πίσω από αυτές τις δεισιδαιμονίες κρύβεται η πρωτόγονη αγωνία του ανθρώπου για επιβίωση το δύσκολο διάστημα του χειμώνα.
Με τις πρώτες νιφάδες χιονιού, τα χιονοπάτουλα, στη Χαλδία αλλά και σε ολόκληρο τον Πόντο έβγαιναν έξω όσοι «το έλεγε η καρδιά τους» και είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες επιδίδονταν σε χιονοπόλεμο. Οι χιονόμπαλες, τα λεγόμενα χιονοκούστεα στα ποντιακά, όταν έβρισκαν το στόχο τους προκαλούσαν έντονα συναισθήματα ενθουσιασμού σε αυτόν που τις εκτόξευε και πόνο σε αυτόν που τις δέχονταν· στο τέλος του χιονοπόλεμου όμως και οι δυο πλευρές συμφιλιωμένες –και κάπως μουσκεμένες– κατέληγαν δίπλα στο τζάκι τρίβοντας τα χέρια τους που έτσουζαν γιατί είχαν παγώσει.
Ο θυμόσοφος ποντιακός λαός δεν μπορούσε να μην εντάξει στην παράδοσή του αποφθέγματα σχετικά με το χιόνι.
Έτσι για κάποιον αλαζόνα που ταπεινώθηκε λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπισε λόγω ίσως αυτής του της έπαρσης, συνήθιζε να λέει: «Τ΄άγρεα τα μουχτερά τα χόνεα ημερώνουν», δηλαδή τα άγρια τα αγριογούρουνα τα ημερώνουν (τα ταπεινώνουν) τα χιόνια.
Όταν πάλι ήθελαν να συμβουλεύσουν κάποιον για τον ασφαλή δρόμο που έπρεπε να διαλέξει, είτε αυτός ήταν στην κυριολεξία δρόμος είτε ήταν απόφαση, έλεγαν: «Ας ση Ζύγαναν και ζήσον». Η περίφημη Ζύγανα, το βουνό που χώριζε την Τραπεζούντα από την αρχοντική Αργυρούπολη, είχε στην κορυφή της χάνια και ο δρόμος από την κίνηση ήταν ανοιχτός. Εάν ακολουθούσε κάποιος διαφορετική πορεία μέσα στη χιονοθύελλα το μόνο σίγουρο ήταν πως θα χανόταν, θα πάγωνε και ίσως τον έβρισκαν πεθαμένο όταν έλιωναν τα χιόνια, αρχές καλοκαιριού. Δεν βγήκε άλλωστε τυχαία το δίστιχο:
«Μη πας παιδί μ’ ας σο Κουλάτ’ αντάρα ΄θε τρανόν έν’
δέβα κ΄ έλ’ ας ση Ζύγαναν, η στράτα χαμελόν εν’».
Το 1118 ο Κωνσταντίνος Γαβράς, ανεψιός του Θεοδώρου Γαβρά, του Βυζαντινού διοικητή του Πόντου που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Σελτζούκους και μαρτύρησε αρνούμενος να προδώσει την πίστη του, στο Ερζερούμ 20 χρόνια πριν, έγινε έπαρχος και στρατηγός του θέματος της Χαλδίας που είχε έδρα την Τραπεζούντα. Ήθελε να περάσει με το στράτευμα από το Σταυρίν μέσω του Κουλάκ-νταγ, παρακούοντας όλους όσοι τον συμβούλευαν να μην το κάνει λόγω των καιρικών συνθηκών.
Ο βυζαντινός στρατός χάθηκε και πάγωσε μέσα στη χιονοθύελλα, η θέση όπου έγινε το κακό πήρε την ονομασία «Τη Γαβρά το ραχίν» και η τραγωδία αυτή έμεινε στη μνήμη του λαού μας με τη μορφή δημώδους τραγουδιού:
Τραβώδ’ Γαβρά, τραβώδ’ Γαβρά, νε Γαβρο-Κωνσταντίνε,
-Εμέν ‘κι πρέπ’ να τραβωδώ, μοιρολογώ κ’ εσ’ άκ’ σον.
Και έμπ’ απέσ’ σο μαναστήρ’ κ’ έναν κερόπον άψον […]
Έρχουν μανάδες κ’ ερωτούν και ντό τζοάπ΄ θα δίγω;
Έρχουν χοράδες κι ορφανά και ντό ν’ απηλογούμαι»;
Η λαϊκή ποντιακή μούσα παροτρύνει τον Κωνσταντίνο Γαβρά να τραγουδήσει (μας θυμίζει το προοίμιο της Οδύσσειας «Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον»). Ο Κωνσταντίνος Γαβράς απαντάει πως δεν του πρέπει να τραγουδάει αλλά να μοιρολογεί, για να ακούσουν οι ακροατές του και να πάνε να ανάψουν ένα κεράκι στο μοναστήρι. Το ποντιακό τραγούδι τελειώνει με τα λόγια συντριβής του Βυζαντινού στρατηγού: «Έρχονται μανάδες και ρωτούν και τι απάντηση να τους δώσω; Έρχονται χήρες και ορφανά και τι να τους απολογηθώ»;
Αλεξία Ιωαννίδου