1946. Σε μια χώρα που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της γεννήθηκε σαν σήμερα, 23 Νοεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Κούδας. Γιος του Γιάννη Κούδα από την Ανατολική Θράκη και της Ελευθερίας Μακρή από τη Σταυρούπολη Ξάνθης. Ήταν το δεύτερο παιδί και όπως έχει πει μέσα από την αυτοβιογραφία του: «Γεννήθηκα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα οποία δυστυχώς σε λίγο διαδέχθηκε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Η φτώχεια ήταν ο κανόνας και η πενταμελής οικογένειά μας δεν αποτελούσε εξαίρεση».
Από παιδί έπαιζε ποδόσφαιρο, πρώτα στο πλακόστρωτο του Διοικητηρίου μπροστά από το σημερινό υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Εκεί, στα μάρμαρα, έδειξε το εξαιρετικό ποδοσφαιρικό του αισθητήριο. Εκεί άρχισε να ξεδιπλώνει το μεγάλο του ταλέντο που τελικά τον οδήγησε στον ΠΑΟΚ.
Όπως θα δείτε παρακάτω, αρχικά ο ΠΑΟΚ τον απέρριψε, ενώ λίγο αργότερα, το 1966, παραλίγο να παίξει στον Ολυμπιακό. Τελικά η απόρριψη δεν ίσχυσε, ούτε και ο Ολυμπιακός. Ο Γιώργος Κούδας λατρεύτηκε και λατρεύεται απ’ όλους τους φιλάθλους, ανεξαρτήτως φανέλας. Γι’ αυτό και το κόλλησαν το παρατσούκλι «Μεγαλέξανδρος» – άλλωστε και οι δύο Μακεδόνες είναι!
Από πού πάνε για το λιμάνι;
Κάθε αρχή και δύσκολη και όταν ο πιτσιρικάς δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο βοηθητικό γήπεδο έξω από την Τούμπα δεν κέντρισε το ενδιαφέρον των ανθρώπων του ΠΑΟΚ. Δεν του είπαν να ξαναπάει και αυτό τον πλήγωσε. Επέμενε όμως, περιμένοντας μία ακόμα ευκαιρία για να δοκιμαστεί και πάλι.
Τη δεύτερη φορά είχε καλύτερα αθλητικά παπούτσια, έπαιξε όπως ακριβώς συνήθιζε εκεί στο πλακόστρωτο του Διοικητηρίου, και στον ΠΑΟΚ τον κάλεσαν να υπογράψει δελτίο.
Ο Κούδας ξεκίνησε από τις ομάδες νέων του ΠΑΟΚ, στις οποίες αγωνίστηκε έως το 1963. Έκτοτε, και για 21 χρόνια, φόρεσε τη φανέλα της μεγάλης ομάδας. Η ποδοσφαιρική του διαδρομή (κυρίως τη δεκαετία του ‘70) συνδυάστηκε με το μεγάλωμα του «δικεφάλου» που επί των ημερών του κοίταξε στα μάτια τους τρεις μεγάλους του κέντρου κι έκτοτε είναι μία από τις κορυφαίες ελληνικές ομάδες.
Υπήρξε όμως και μια στιγμή στην καριέρα του που ο ίδιος δεν θέλει να θυμάται. Η απόφασή του να αποδεχτεί την πρόταση του Ολυμπιακού το 1966 και να κατέβει στον Πειραιά δεν είχε τη συγκατάθεση του ΠΑΟΚ και του εμβληματικού προέδρου του Γιώργου Παντελάκη.
Με τους «ερυθρολεύκους» έπαιξε σε κάποια φιλικά παιχνίδια, όχι όμως σε επίσημα. Η απόφασή του αυτή, που δίχασε την Ελλάδα, ήταν αφετηρία για την κόντρα Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ.
Η επιστροφή στο σπίτι
Στις 8 Αυγούστου 1968 επτά χιλιάδες οπαδοί συγκεντρώθηκαν στο γήπεδο της Τούμπας για να δουν τον Γιώργο Κούδα έστω και σε προπόνηση να φοράει και πάλι τα ασπρόμαυρα. Ο Γιώργος Παντελάκης δεν επέτρεψε σε όλο αυτό το πλήθος να μπει στο γήπεδο, όμως αυτό δεν πτόησε τον κόσμο του δικέφαλου που περίμενε μέσα στη ζέστη, έξω από το γήπεδο για να τον αποθεώσει.
Ο Κούδας γύρισε ξανά στο σπίτι του και έμεινε μέχρι το 1984, μέχρι τα 37 του. Αγωνίστηκε σε 607 επίσημα ματς. Πέτυχε 168 γκολ, με τον ΠΑΟΚ κέρδισαν 1 πρωτάθλημα (1976) και 2 κύπελλα (1972, 1974). Τέλος, στην Εθνική ομάδα είχε 43 συμμετοχές και πέτυχε 5 γκολ.
Όσο για την αγάπη του κόσμου; Ο ίδιος έχει γράψει στα social του: «Κάποτε πετούσα, εσείς με προσγειώσατε ομαλά. Σας ευχαριστώ για την αγάπη σας».
Η ζωή εκτός γηπέδων
Το «φεύγω» του Κούδα ήταν φεύγω κανονικά. Από ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας βρέθηκε στο προπονητικό πάγκο του «αντίπαλου» Ηρακλή, το 1987. Μια χρονιά που άλλαξαν ουκ ολίγοι προπονητές.
Ως παιδί της βιοπάλης γνώριζε ότι το ποδόσφαιρο έχει ημερομηνία λήξης. Έτσι φρόντισε να εξασφαλίσει και άλλους πόρους. «Πήρα καλά χρήματα για την εποχή, αλλά ποτέ δεν ήθελα να μπω στο Δημόσιο. Έκανα δικές μου δουλειές, όπως το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που άνοιξα το 1968. Ποτέ δεν μετανιώνω για τίποτα. Έκανα ό,τι ήθελα και ό,τι έπρεπε να κάνω», έχει δηλώσει.
Το 1972 άνοιξε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στη Βασιλίσσης Όλγας, απ’ όπου αποχώρησε το 1975. Τότε άνοιξε σουπερμάρκετ, το οποίο έκλεισε το 1979.
Φυσικά δέχθηκε άπειρες προτάσεις για να κατέβει στην πολιτική, με πιο γνωστή αυτή του κόμματος των Φιλελευθέρων που είχε μόλις ιδρύσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στενός φίλος του τότε αντιπροέδρου του ΠΑΟΚ Γιώργου Μαμιδάκη. «Εγώ με την πολιτική ποτέ!», συνηθίζει να λέει ακόμα και σήμερα.
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με την αρτίστα Μαρί Μπονέ, ένας γάμος που αποτέλεσε κοσμικό γεγονός για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1960, και τη δεύτερη με τη Μαρίζα Ευστρατίου, ένας γάμος που κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μαζί της το 1986 άνοιξε τη βιοτεχνία ενδυμάτων Scherzo με τα διακριτικά «GK»
Νωρίτερα, και συγκεκριμένα το 1980, είχε γνωριστεί με τον Μανώλη Ρασούλη. «Τον Ρασούλη τον γνώρισα το 1980, αφού είχε ήδη γράψει το τραγούδι. Μου λέει: “Εγώ είμαι ΟΦΗ, αλλά πήγαινα στο γήπεδο και σε παρακολουθούσα”. Παρακολουθούσε εμένα μέσα στο γήπεδο, τις εκδηλώσεις του κόσμου, και του ήρθε έμπνευση», έχει πει.
Όσο για το τι σημαίνει ΠΑΟΚ για τον ίδιο; «Τα τέσσερα ιερά γράμματα είναι πάνω απ’ όλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι από εκεί και κάτω. Το λέω, ξέρετε, με όλη τη συναίσθηση της ευθύνης, γιατί το έζησα αυτό»…
Σπύρος Δευτεραίος