Ο Αιμίλιος Χατζηγεωργίου γεννήθηκε στο Καdίκιοϊ (Γατήκιοϊ, Γατίκιοϊ, Κατίκιοϊ, τουρκ. Kadiköy: έδρα του καδή, ή Άνω Αμισός, βρισκόταν σε απόσταση 2 χλμ ΝΑ της Σαμψούντας πάνω στον δημόσιο δρόμο που οδηγούσε προς την Κάβζα.
Επρόκειτο ουσιαστικά για προάστιο της Σαμψούντας, το οποίο μετά το 1908 ενώθηκε με την πόλη και μετονομάστηκε Καdί μαχλεσί.
Ο πληθυσμός της περιοχής ήταν αποκλειστικά ελληνικός, και πριν από το 1916 αριθμούσε περίπου 2.000 άτομα που μιλούσαν ποντιακά και ασχολούνταν κυρίως με την καπνοκαλλιέργεια. Στην περιοχή υπήρχε επτατάξια αστική σχολή που περιλάμβανε τέσσερις τάξεις δημοτικού και τρεις σχολαρχείου. Λειτουργούσε επίσης τετρατάξιο παρθεναγωγείο.
Η μαρτυρία του Αιμίλιου Χατζηγεωργίου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το πρώτο χωριό που εξορίσανε οι Τούρκοι από τα ελληνικά ήταν το δικό μας, το Κατίκιοϊ. Η πρώτη εξορία μας έγινε στα 1914 και μας στείλανε όλους, γυναικόπαιδα, στην Κασταμονή και Τόσια. Η εξορία μας κράτησε ένα χρόνο και γυρίσαμε πίσω. Αυτό έγινε μόνο για το δικό μας το χωριό, επειδή είχαμε δύο φυγόδικους που ταλαιπώρησαν αρκετά τις τουρκικές Αρχές. Οι φυγόδικοί μας ήταν ο Ιστύλογου και ο Αιμίλιος. Αυτοί φυγοδικούσαν από φόνους – και μάλιστα Ελλήνων.
Όταν όμως επιδεινώθηκαν τα πράγματα, έγιναν αρχηγοί στα αντάρτικα.
Από το 1916 και μετά άρχισε ο διωγμός των χριστιανών στην περιφέρειά μας από τους Τούρκους, αφού ξεπάστρεψαν τους Αρμένιους. Αν ήταν λίγο σώφρονες οι Τούρκοι στους διωγμούς των κατά των χριστιανών, ίσως ο αριθμός των ανταρτών να ήταν πολύ περιορισμένος. Όταν όμως έκαιγαν ολόκληρο χωριό και κοίταζαν να σφάξουν όλο τον πληθυσμό του μέχρι γυναικόπαιδο, μια-δυο φορές μόνο στην αρχή είχαν επιτυχίες. Έτσι από το φόβο τους, όλα σχεδόν τα χωριά, άφηναν τα χωριά τους και με τα γυναικόπαιδα τους έπαιρναν το δρόμο για τα βουνά. Γίνονταν αντάρτες.
Μ’ αυτόν τον τρόπο γέμισαν τα γύρω βουνά με Έλληνες αντάρτες. Μέχρι 10.000 άκουσα πως ήμασταν μόνο οι μάχιμοι. Οι Τούρκοι πήγαιναν κι έκαιγαν τα άδεια πια χωριά μας. Ευτυχώς είχαμε ψηλά και δασωμένα βουνά. Καλύπταμε σε σπηλιές τα γυναικόπαιδα και οι άντρες είχαν την ευκαιρία να αλωνίζουν όλα τα τουρκοχώρια για προμήθειες τροφών και πυρομαχικών.
Έτσι το θέλησαν οι Τούρκοι μας, αλλά τα βρήκαν σκούρα. Ο τούρκικος στρατός δεν μπορούσε να τους προστατέψει και έμεναν στο έλεος το δικό μας. Αλλά και αν τους προστάτευαν, ήταν για λίγον καιρό και κατά περιόδους.
Έτσι το χώνεψαν οι Τούρκοι χωρικοί, πως για να έχουν σώα τα κεφάλια τους μια και ο στρατός τους σίγουρα δεν μπορούσε να τους προστατέψει, έπρεπε να τα έχουν καλά μαζί μας.
Εγώ δυο χρόνια έκανα τον σύνδεσμο. Κατέβαινα στα τούρκικα χωριά, κρυφά βέβαια, σε ορισμένα σπίτια μετέφερνα γράμματα για παραγγελίες των αρχηγών σ’ αυτούς και έπαιρνα πληροφορίες για τον τουρκικό στρατό σχετικά με τον αριθμό τους και τη δύναμη πυρός.
Οι Τούρκοι μάς προμήθευαν όπλα και σφαίρες. Την κάθε σφαίρα μάλιστα την αγοράζαμε 25 γρόσια. Αλλά κι όπου τη ρίχναμε, δεν πήγαινε χαμένη. Από τους Τούρκους παίρναμε όλα τα τρόφιμα για τη συντήρησή μας. Αν μας έφερναν με το καλό αυτά που ζητούσαμε, είχε καλώς, αλλιώς χτυπούσαμε ολοκληρωτικά το χωριό που μας αρνιόταν την τροφοδότηση και συνεργασία και το σβήναμε. Παίρναμε δηλαδή ό,τι είχαν και δεν είχαν σε σκεπάσματα, τρόφιμα, ζώα, και όσους βρίσκαμε ζωντανούς, τους σκοτώναμε.
Ή μάλλον τους σφάζαμε, γιατί οι σφαίρες ήταν ακριβές.
Εγώ έκανα δύο χρόνια αντάρτης και πιάστηκα αιχμάλωτος γιατί αρρώστησα. Ευτυχώς ήμουν τυχερός και δεν με εκτελέσανε, γιατί κατά το 1921-22 εσταμάτησαν οι μεγάλες διώξεις των χριστιανών. Με στείλανε στρατιώτη τους στα αμελέ ταμπουρού κατά την Αργυρούπολη. Εκεί δραπέτευσα, με κρύψανε οι Έλληνες, παντρεύτηκα Αργυρουπολίτισσα και μαζί τους το 1923 ήρθα στην Ελλάδα.
Από τους αρχηγούς μας, ο Ιστύλογλου έφυγε στη Ρωσία, με μερικά παλικάρια του, ο Αιμίλιος σκοτώθηκε, και όταν οι Ρώσοι έφτασαν στην Τραπεζούντα, κατά το 1917-18, σιγά-σιγά οι αντάρτες από βουνό σε βουνό φτάσανε στην Τραπεζούντα και άλλοι φύγανε στη Ρωσία και άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα. Ακόμη και από τα παράλια της Σαμψούντας γύρω με μοτόρια έφυγαν πολλοί στη Ρωσία και Τραπεζούντα.
Έτσι σιγά-σιγά άδειασαν τα βουνά από αντάρτες και ησύχασαν τα πράματα αφού και στην πόλη της Σαμψούντας εγκαταστάθηκε ο Ερυθρός Σταυρός κατά το 1923 για την προστασία των χριστιανών. Οι τελευταίοι των βουνών, αλλά οι άσημοι, χωρίς να είναι ξακουσμένοι στους Τούρκους με κατορθώματα κατά των Τούρκων κατέβηκαν στη Σαμψούντα και από κει ο Ερυθρός Σταυρός τούς έστελνε στην Ελλάδα.
Από όλη την υπόθεση του αντάρτικου, οι χριστιανοί υπέφεραν τα πάνδεινα. Εκτός από τις μάχες που λόγω του ότι δεν είχαν πολλά πυρομαχικά πάθανε απώλειες, υπέφεραν τα γυναικόπαιδα περισσότερο που δεν άντεχαν στις κακουχίες του πολέμου.
Πολλές φορές οι ίδιοι πατεράδες σφάξανε τα μωρά τους για να μην κλαίνε και τους πρόδιναν τις κρυψώνες.
Κατά τη διάρκεια του αντάρτικου, οι μισοί και περισσότεροι από τους Έλληνες χάθηκαν στην περιφέρεια της Σαμψούντος.