«Ο Θεόν έλεαν ’ς σην πατρίδαν, έσυρεν εκατόν τσουβάλια ψέματα και τ’ ενενήντα εννέα ερρούξαν ’ς σην Κρώμ’ και τ’ έναν ’ς σην Ίμεραν. Και οι Κρωμέτ’, επ’ εκείνο πά’ εράευαν μερτικόν» (Κώστας Διαμαντίδης, Το Ροδάφ’νον, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 2000), δηλαδή ο Θεός έριξε 100 σακιά με ψέματα στον Πόντο, τα 99 έπεσαν στην Κρώμνη και το ένα στην Ίμερα.
Και από αυτό το ένα σακί της Ίμερας οι Κρωμναίοι ζήτησαν μερτικό, λέει το ποντιακό γνωμικό-ανέκδοτο!
Τα ανέκδοτα δεν βγαίνουν τυχαία λένε, και οι Πόντιοι ως παιδιά του Μώμου, του θεού του σαρκασμού και της ειρωνείας που δεν δίστασε να σατιρίσει τον ίδιο τον Δία γι’ αυτό και εκδιώχθηκε από τον Όλυμπο, δεν «χαρίζονταν»· έλεγαν τα καλά, στηλίτευαν όμως και τις «προβληματικές» πλευρές των συντοπιτών τους. Και ναι μεν δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε συλλήβδην μια ολόκληρη περιοχή, ωστόσο καπνός χωρίς φωτιά δεν γίνεται.
Οι Κρωμναίοι, όπως όλοι οι έξυπνοι άνθρωποι, ανέκαθεν αυτοσαρκάζονταν και δεν περίμεναν από εμάς τους υπόλοιπους Ποντίους να τους «πειράξουμε». Επίσης δεν αγνοούσαν την εναντίον τους κριτική και είχαν τη μεγαλοσύνη να μην την αποκρύπτουν, όπως αποδεικνύει η καταγραφή του Κρωμναίου γυμνασιάρχη του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, Ιωάννη Παρχαρίδη.
Σύμφωνα με αυτήν, ένας Τραπεζούντιος δάσκαλος ονόματι Χαράλαμπος Χαριάδης-Χαρατζής (μεγάλος πατριώτης, δάσκαλος και ευεργέτης, όπως τον χαρακτηρίζει ο Παρχαρίδης), που μάλλον ήταν πολύ επικριτικός ως χαρακτήρας, δίδασκε το 1850 στα παιδιά των Κρωμναίων τα ελληνικά γράμματα. Οι Κρωμναίοι όμως δεν άντεξαν την επικριτική του διάθεση, τη συνήθειά του να τους υπογραμμίζει συνεχώς τα ελαττώματά τους, και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Τραπεζούντα. Ο δάσκαλος όντας λόγιος, ποιητής και πεπαιδευμένος στην ελληνική γλώσσα, τους αφιέρωσε ένα ποίημα που έγραψε γι’ αυτούς (θυμίζοντάς μας λίγο τους στίχους του συγχρόνου του ποιητή Γεώργιου Σουρή):
Οι κάτοικοι της Κρώμνης
κακότροποι της γνώμης
και υπερβολικά είν’ πλάνοι
κ’ οινοπόται και άχρηστοι πολίται δι’ όλα τα καλά.
Σήμερον συμφωνούσι
και αύριον παραιτούσι τα όσα συμφωνούν,
και όλας των τας πράξεις
δεν βάλλουσιν εις τάξεις και ματαιοπονούν.
Μεγάλης αμαθείας
κι’ άκρας κακοηθείας έργα πανουργικά,
έχουν εμφυτευμένα
στας κεφαλάς δεμένα πάρα πολύ σφικτά.
(Στο Α.Ι. Παρχαρίδης, Ιστορία της Κρώμνης, έκδ. Αδελφότητος Κρωμναίων Καλαμαριάς, Θεσσαλονίκη 1986)
Η Κρώμνη απείχε 16 ώρες από την Τραπεζούντα και 5 ώρες από την Αργυρούπολη. Ανήκε στην υποδιοίκηση Τορούλ με έδρα την Άρδασσα της διοίκησης Αργυρουπόλεως του νομού Τραπεζούντας. Εκκλησιαστικώς ανήκε στη μητρόπολη της Χαλδίας που είχε την έδρα της στην Αργυρούπολη. Ήταν χτισμένη δε σε ύψος 2.000 μέτρων πάνω από τον Εύξεινο Πόντο.
Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Παρχαρίδη, γιο του Ιωάννη Παρχαρίδη, στο βιβλίο του Ιστορία της Κρώμνης, οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί διωκόμενοι όταν επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού το 491 οι Πέρσες υπό τον βασιλιά τους Χοσρόη κινήθηκαν εναντίον του βυζαντινού κράτους και έφθασαν και στον Πόντο καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Οι χριστιανοί των μεγάλων κέντρων της ποντικής χώρας κατέφυγαν στους «κρημνούς» και έκαναν ενδιαίτημά τους τις σπηλιές και τα βράχια. Εκ παραφθοράς η λέξη «κρεμός» έγινε Κρωμ και Κρώμη, και οι κάτοικοι των «κρεμών» Κρωμέτ’ και Κρεμέτ’. Με τα χρόνια η Κρωμ έγινε Κρώμνη και οι κρωμέτ’ Κρωμναίοι.
Η ιστορία αυτή που φανερώνει τις καταβολές των Κρωμναίων δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση αν αναλογιστούμε πόσο θερμό ήταν το θρησκευτικό τους αίσθημα, αφού η Κρώμνη έχει χαρακτηριστεί ως η μητρόπολη του κρυπτοχριστιανισμού!
Οι Κρωμέτ δηλαδή, ως άξια τέκνα εκείνων των χριστιανών υπηκόων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατέφυγαν στις σπηλιές για να μην αρνηθούν την θρησκεία τους και να μην μηδίσουν, κράτησαν και αυτοί την πίστη τους και δεν τούρκεψαν. Ως κρυπτοχριστιανοί παρίσταναν τους ευσεβείς μουσουλμάνους την ημέρα, και τη νύχτα την αφιέρωναν στην προσευχή προς τον Τριαδικό Θεό. Όταν δε οι συνθήκες το επέτρεψαν, μετά την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος γνωστού ως Χάτι Χουμαγιούν που υποσχόταν μεταξύ άλλων και ανεξιθρησκία, φανερώθηκαν πανηγυρικά, γεγονός που τους στοχοποίησε όταν ξεκίνησε η τελική φάση της Γενοκτονίας. Ως πρώην «μουσουλμάνοι» που έγιναν χριστιανοί (στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να είναι χριστιανοί), εκτέθηκαν στα μάτια της οθωμανικής διοίκησης που ζητούσε την κεφαλή τους επί πίνακι, γιατί αυτή ήταν η τιμωρία που προέβλεπε το Ισλάμ για όποιον αρνούνταν την «πίστη του».
Όπως μας πληροφορεί ο Α.Ι. Παρχαρίδης, η Κρώμνη αποτελούνταν από 15 ενορίες. Ο αριθμός των οικιών ανερχόταν στις 1.000 τουλάχιστον, και ο πληθυσμός στις 6.000 ανθρώπους. Κάθε ενορία αποτελούνταν από συνοικίες οι οποίες έπαιρναν τα ονόματά τους από τα ονόματα των οικογενειών που διέμεναν σε αυτές.
Έτσι, η Κρώμνη ήταν ένας σύνθετος πολεοδομικός ιστός που αποτελούνταν από τις παρακάτω ενορίες και συνοικίες:
• Σιαμανάντων. Η ενορία αυτή ήταν η μεγαλύτερη και βρισκόταν κεντρικά της Κρώμνης. Περιλάμβανε την ομώνυμη συνοικία αλλά και των Γαραλάντων, Βαρταράντων, Μωυσάντων, Τυρκάντων, Γοϊμψάντων, Καλλιστράντων κ.ά.
• Μαντζάντων. Ήταν και αυτή μεγάλη συνοικία και βρισκόταν υψηλότερα των Σιαμανάντων. Περιλάμβανε τις συνοικίες Άνω Μαντζάντων, Μουρατάντων, Τζερκεζάντων και Καλιστράντων.
• Φραγκάντων. Βρισκόταν βορειοανατολικά των Σιαμανάντων και έφτανε μέχρι το ποτάμι της Κρώμνης. Είχε τις συνοικίες Στεφανάντων, Φραγκάντων, Παϊραμάντων, Σεϊχάντων, και τμήμα των Αλχαζάντων.
• Γλούβενα. Βρισκόταν στα δυτικά και είχε δύο συνοικίες, την άνω και την κάτω Γλούβενα.
• Ζεμπερέκια. Ήταν μικρή ενορία στα νότια της Γλούβενας, δίπλα στον ποταμό.
• Σιαϊνάντων. Η πιο μικρή ενορία ανατολικά των Ζεμπερεκιών.
• Αληθινός. Μεγάλη ενορία που αποτελούνταν από τις συνοικίες των Αλιάντων, των Τσιράντων, των Ζαραφαγκάντων, των Πατσουβάντων, των Τζαλαπάντων, των Χασκουκάντων και των Αντωνάντων.
• Μόχωρα. Ανατολικά του Αληθινού τοποθετούνταν η ενορία της Μόχωρας.
• Σαράντων. Μεγάλη ενορία απέναντι στον Αληθινό πέραν του ποταμού της Μόχωρας.
• Κωδωνάντων. Μικρή ενορία στα βόρεια των Σαράντων.
• Ρακάν. Μικρή ενορία νοτίως των Σαράντων.
• Τσαχματάντων. Μεσαία σε μέγεθος ενορία βορειοδυτικά των Σαράντων.
• Ρουσταμάντων. Μικρή ενορία πίσω από την Γλούβενα.
• Νανάκ. Μεγάλη ενορία απέναντι από την Ρουσταμάντων.
• Λωρία. Μεγάλη ενορία βόρεια της ενορίας Νανάκ, γνωστή από τον στίχο του τραγουδιού «εγώ είμ’ ασήν Μούζεναν, τ’ αρνί μ’ ασά Λωρία».
Στα βόρεια της Κρώμνης υπήρχαν τα ξακουστά παρχάρια της στα οποία οι ρωμάνες, οι γυναίκες δηλαδή που είχαν υπό την επιστασία τους τις αγελάδες και τα αιγοπρόβατα, συνήθιζαν να διαμένουν κατά τους θερινούς μήνες. Στα δυτικά ήταν τα παρχάρια Μαντακέν και Σοανορίμ, ενώ στα ανατολικά τα Λειβαδία, τα Αλεπογιανέσια και το Μετζίτ. Μάλιστα οι Κρωμναίοι που φυλούσαν τα αιγοπρόβατα και τις αγελάδες στο Μετζίτ, μετά τη γιορτή της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου) συνήθιζαν να κατεβαίνουν στο παρχάρι των Λειβαδίων που ήταν θερμότερος τόπος, και το χορτάρι ήταν άφθονο και κατάλληλο για βρώση από τα ζώα.
Οι Κρωμέτ’, ως «μουσουλμάνοι» στα μάτια των Τούρκων αλλά κρυπτοχριστιανοί στην πραγματικότητα, οπλοφορούσαν.
Όταν χόρευαν τη Σέρρα τη μασαιρί λοιπόν, αντί για ξύλινα μαχαίρια είχαν αληθινά γι’ αυτόν το λόγο, όπως περιγράφει ο Ιωάννης Παρχαρίδης: «Οι δε άνδρες, εις πανηγύρεις προ πάντων, συνηθίζουν να χορεύουν την Σέρρα, χορόν μάλλον πολεμικόν με ταχύτερον βηματισμόν και με αναλόγους δονήσεις και κλίσεις του σώματος. Προς τούτοις παίζεται (εν κύκλω βεβαίως ανδρών) υπό επιδεξίου χορευτού το μαχαίρ, χορός δηλαδή εκτελούμενος υφ’ ενός με επιτηδείαν διαχείρισιν μεγάλης μαχαίρας και συνοδεία οργάνου. Εις τους χορούς των οι Κρωμναίοι είναι πολύ αυστηροί μη επιτρέποντες ούτε οχλοβοήν ούτε άλλα επεισόδια θίγοντα την τιμήν των, εξαιτίας των οποίων γίνονται συνήθως έριδες».
Οι Κρωμναίοι, επειδή οπλοφορούσαν με αληθινά μαχαίρια, χόρευαν τη Σέρρα τη μασαιρί όχι σε ζευγάρι αλλά μόνοι τους, για το φόβο μήπως πάνω στην έξαψη του χορού συμβεί κάποιο ατύχημα και παρασυρόμενοι από το πάθος τραυματίσουν ή ακόμα και σκοτώσουν τον συγχορευτή τους.
Αυτό το γεγονός δεν επηρέαζε την αυθεντικότητα του χορού και την άμεση σύνδεσή του με τους αρχαίους πυρρίχιους, καθώς στο έργο του Ξενοφώντα Κύρου Ανάβασις ο πολεμιστής από τη Μυσία της Μικρασίας που ακολουθούσε το ζευγάρι των Θρακών πολεμιστών που χόρεψε Πυρρίχιο, παρουσίασε στο κοινό άλλη μορφή του χορού χορεύοντας κατά μόνας με φανταστικό αντίπαλο.
Στη συνέχεια ο Ι. Παρχαρίδης μας δίνει και άλλες σημαντικές πληροφορίες:
«Εις τους χορούς άλλοτε ετραγωδούντο πολλά αρχαία άσματα εποχής Βυζαντιακής, σήμερον όμως αντεκαταστάθησαν υπό των διστίχων, ο δε πολεμικός ρυθμός των ηρωικών ασμάτων υπεχώρησεν εις τους γλυκούς τοιούτους των ερωτικών. Εις τον χορόν οι τραγουδισταί οι οποίοι πρέπει να είναι καλλίφωνοι, ακούονται μετά σιωπής σεβασμού. Προς τούτοις ο λυριστής ο συνοδεύων τα άσματα και τον χορόν πρέπει να είναι καλλιτέχνης. Τοιούτοι λυρισταί υπήρχον και υπάρχουν Κρωμναίοι, εκ των οποίων και μάλιστα αρχαίων, πολλοί ήσαν και ποιηταί συγκινούντες μέχρι δακρύων […]».
Ο μεγάλος μας λυράρης Παναγιώτης Ασλανίδης, με καταγωγή από την Κρώμνη, σε συνέντευξή του σε διπλωματική μεταπτυχιακής εργασίας με θέμα τον Πυρρίχιο που αργότερα έγινε η βάση για την ένταξη του χορού στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, είχε μεταξύ άλλων πει στη γράφουσα:
«Είχα έναν προπάππου, Αχιλλεύς Μαλτακίδης λεγόταν, ήταν μηχανικός στη Singer, ήταν ο καλύτερος χορευτής της Τραπεζούντας, ενώ είχε καταγωγή από την Κρώμνη ζούσε όμως στην Τραπεζούντα. Η γιαγιά μου –η κόρη του– έλεγε πως όταν γινόταν διαγωνισμός ο προπάππους μου χόρευε και τη Σέρρα και το Πιτσάκ και έπιανε το μαχαίρι με το στόμα. Πάντα έπαιρνε το πεντόλιρο, το πρώτο βραβείο δηλαδή, που το κρεμούσαν με χρυσή αλυσίδα στον λαιμό του νικητή. Το διασταύρωσα με τους παππούδες που ήρθαν στην Ελλάδα και έλεγαν πως ήταν τα “τσιράκια” του προπάππου μου, “εκείνος ήταν πεταλούδα” [δηλαδή χόρευε αέρινα] μου είπανε. Μου το είπανε ο Φερτινίδης και ο Πολιτανέτες που είχαν καταγωγή από την Κρώμνη.
»Διαγωνισμός γινόταν και στο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Την ρώτησα τη γιαγιά μου, πώς πηγαίνατε στην Παναγία Σουμελά; “Με τα μουλάρεα και τα γαϊδήρεα εκατήβαιναμ’ σα Λεβαδίας και επεκεί εβγαίναμεν σην Παναγία Σουμελά, έστρωναμ τα τσούλεα, εβάλναμεν τα ρακία μουν και τα μεζέδες εμούν και το βράδον θα ίνουνταν διαγωνισμός” [=με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια κατεβαίναμε στα Λειβάδια και από εκεί βγαίναμε στην Παναγιά Σουμελά, στρώναμε τα τσούλια, βγάζαμε τις ρακές μας και τα μεζεδάκια μας και περιμέναμε ως το βράδυ που θα γινόταν ο διαγωνισμός]. Εγώ ήμουν παιδάκι και έβλεπα πως χόρευαν οι παππούδες [οι πρώτης γενιάς] στην Καλαμαριά και ρωτούσα: “ποιος ήταν ο καλύτερος;”. Η γιαγιά μου μου έλεγε: “οι Κρωμνέτ” [ήταν από την Κρώμνη η γιαγιά]» (το απόσπασμα είναι μέρος της τεκμηρίωσης του στοιχείου Σέρρα-Πυρρίχιος στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς).