Ήταν μόλις 66 χρονών, αλλά είχε τα θεατρικά ένσημα περίπου 50 χρονών. Ο Μίμης Χρυσομάλλης ξεκίνησε στα 13 του από τον Γιώργο Οικονομίδη και ως ενήλικας αποφάσισε να το συνεχίσει. Έζησε παράλληλα με την τρέλα των 60s αλλά έμεινε πιστός στο θέατρο. Και όταν μπήκε στην ομάδα του Ελεύθερου θεάτρου, το ελληνικό θέατρο ανακάλυψε έναν νεαρό τζέντλεμαν που στην πορεία αποδείχτηκε ένας πρώτης τάξεως ρολίστας. Έστω κι αν τελικά τον αγκάλιασε η κωμωδία. Και κωμωδία ήταν η τελευταία του παράσταση. Μόνο που δεν ολοκληρώθηκε η σεζόν. Ο αιφνίδιος θάνατος σόκαρε τόσο τη θεατρική κοινότητα, όσο και τον κόσμο που πάντοτε τον ακολουθούσε. Έστω και αν δεν ήταν «παιδί» των εξωφύλλων και των εκπομπών. Άλλωστε οι τζέντλεμαν ήταν πάντα εκλεκτικοί στις επιλογές και τις εμφανίσεις τους.
Από το «Άλσος» στο υπόγειο
Γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα και στα 13 του ήταν στο «Άλσος» στα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη. Κυρίως στο τραγουδιστικό μέρος, γιατί διέθετε και πολύ ωραία φωνή. Όταν ενηλικιώθηκε αποφάσισε να ακολουθήσει το θέατρο και πήγε στην άλλη πλευρά: Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Δηλαδή από τον Οικονομίδη στον Κουν. Εκεί στη μυσταγωγία του υπόγειου έμαθε πως να είναι μέρος ενός συνόλου και όχι ο «αστέρας που ξεχωρίζει». Κάτι που ο Κουν δεν άντεχε.
Βγαίνοντας από τη Σχολή αρχίζει τις συνεργασίες. Από το ΚΘΒΕ μέχρι τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Έλσα Βεργή ξεκινάει η θεατρική του καριέρα. «Θυμάμαι μόλις είχα απολυθεί, πρωτόπαιξα στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος, στη “Στρίγγλα που Έγινε Αρνάκι”: Σαράντα πρόσωπα! Κάπου ζητιέσαι, λοιπόν», είχε πει σε συνέντευξή του κάνοντας τη σύγκριση της τότε εποχής με τα νέα δεδομένα που κυριαρχούν –και σήμερα– στο θέατρο. Και συνέχισε λέγοντας: «Τότε μας ψάχνανε. Όχι σαν τώρα, που γίνεται οντισιόν και παρουσιάζονται πεντακόσια παιδιά για να πάρουνε δύο».
Παράλληλα παντρεύεται τη σύζυγό του Μαρία με την οποία απέκτησαν έναν γιο. Έμειναν μαζί 20 χρόνια, μέχρι το 1985.
Και ιστορία οι παρέες
Δεκαετία ’70 και δειλά-δειλά συστήνεται στο αθηναϊκό κοινό το «Ελεύθερο θέατρο» (και μετέπειτα «Ελεύθερη σκηνή»). Το τι αλλαγές έφερε όχι μόνο στην επιθεώρηση που την ανανέωσε αλλά και σε ολόκληρο το εγχώριο θεατρικό σύμπαν είναι περιττό να το γράψουμε ξανά. Ο Χρυσομάλλης, ως ηλικιακά και με την θεατρική του πορεία ήταν ο «βετεράνος» της παρέας που έγραψε χρυσές σελίδες στις παραστάσεις τους.
Αλλά και εκτός σκηνής είχε προσωπικές επιτυχίες όπως η –συγκλονιστική–ερμηνεία του στην ταινία Το βαρύ πεπόνι του Παύλου Τάσιου.
Όμως όλα τα καλά δεν κρατάνε για πάντα. Ίσως και καλύτερα. Ο Χρυσομάλλης όχι μόνο δεν χάθηκε αλλά υπηρέτησε τα περισσότερα θεατρικά είδη. Και όπως είχε δηλώσει ο ίδιος: «Εγώ, λοιπόν, ποτέ δεν έβαλα κανένα πλάνο, “Θα παίζω μόνο μοντέρνο ρεπερτόριο”, ή “Θα παίζω μόνο φάρσες ή επιθεώρηση”. Όλα τα είδη τα έχω παίξει, όλα τα είδη τα υπηρέτησα μπορώ να πω. Αν σκεφτείτε πως έφτασα και μέχρι την Επίδαυρο, αντιλαμβάνεστε τι άλματα έχω κάνει.»
«Σήμερα, οι εγωισμοί έχουν πολύ πληθύνει»…
Αναλογικά με το έργο του, έχει δώσει πολύ λίγες συνεντεύξεις. Και δη επιλεκτικές, άρα η αναζήτηση σκανδάλου ή του viral, όπως είναι σήμερα το ζητούμενο, δεν θα τον έβρισκε σύμφωνο. Ο ίδιος πάντως σε μια από αυτές δεν δίστασε να μιλήσει για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στα 00s, που δεν έχει αλλάξει πολύ σε σχέση με το σήμερα. «Ο ηθοποιός δεν ελέγχει τα μέσα παραγωγής, το ξέρετε. Ο ηθοποιός είναι για όπου θα ζητηθεί. Και το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να είναι έτοιμος. Πάντα έτοιμος. Μπορεί να μην είσαι το ίδιο αποτελεσματικός σε όλα, αλλά αυτή είναι η πεμπτουσία της δουλειάς μας. Έσο έτοιμος όπου ζητηθείς», είχε πει για τη δουλειά του.
Όσον αφορά τη θέση του στη νέα εποχή είχε πει πως: «Εξόριστος δεν μπορώ να πω πως αισθάνομαι. Αλλά οι αλλαγές είναι αλλαγές. Και το χειρότερο είναι, αυτό που βλέπω εγώ χωρίς να είμαι κοινωνιολόγος, πως οι άνθρωποι έχουνε πια στη ζωή τους άλλες προτεραιότητες. Αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά. Οι προτεραιότητές τους πια δεν είναι μεγάλης πνοής, μικρής σημασίας είναι: το κυνήγι της καριέρας. Ο πόλεμος για τα λεφτά, για το χρήμα. Η αγωνία τού να είσαι κάποιος.» Για να καταλήξει πως: «Σήμερα, οι εγωισμοί έχουν κατά πολύ πληθύνει. Έχουν κατακυριεύσει τον κόσμο.»
Το κεφάλαιο Ελένη Κρίτα
Με τη συνάδελφό του Ελένη Κρίτα έμειναν μαζί από το 1986 ως το τέλος του. Χωρίς να παντρευτούν, αν και όπως είχε αποκαλύψει η ηθοποιός κάποια στιγμή τα τελευταία χρόνια το συζητάγανε έντονα. «Με τον Μίμη Χρυσομάλλη δεν παντρευτήκαμε, γιατί θέλαμε να μην υπάρχει σιγουριά. Αφήναμε την πόρτα πάντα μισάνοιχτη. Με τον Μιμή θέλαμε πάντα να κάνουμε μία κόρη. Συνεχώς όμως το αναβάλλαμε. Όταν χάνεις το άλλο σου μισό, νιώθεις “ανάπηρος”. Δεν μπορείς να πιεις ούτε καφέ, γιατί τον πίνατε μαζί. Σε επόμενες σχέσεις δεν βλέπεις τον άλλον σαν μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Θέλεις απλά να επαναλάβεις ό,τι είχες ζήσει», είχε δηλώσει η τελευταία του σύντροφος. «Ο Μίμης ήταν κάτι ξεχωριστό, ήταν μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, είχε τις εκρήξεις του, αλλά ήταν ευγενής, με την έννοια, ότι ήταν μακριά από μικρότητες της δουλειάς μας, πικρίες, ανταγωνισμούς, ήταν πρίγκιπας στον κόσμο του, δεν ήθελε ν’ ασχοληθεί με τέτοια πράγματα που απασχολούν πολλές φορές τους ηθοποιούς, ήταν παραπάνω από αυτά. Το χιούμορ του, ήταν το πρώτο πράγμα που με τράβηξε σ’ εκείνον, όπως και η τρυφερότητά του. Περνούσαμε πολύ ωραία μαζί, γελούσαμε πάρα πολύ», είχε προσθέσει.
Ο επικήδειος
Βρισκόταν στα καμαρίνια του θεάτρου «Μουσούρη», όπου είχε πάει να συναντήσει τον Πέτρο Φιλιππίδη, προτού κατέβει στο «Βασιλάκου» για τη δική του παράσταση. Τη 12η Νοεμβρίου του 2004, ο Μίμης Χρυσομάλλης ένιωσε έντονη δυσφορία και πόνους στο στήθος. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών εξέπνευσε στις 10 το βράδυ. Ο θάνατός του στα 66 του χρόνια οφειλόταν σε ανακοπή καρδιάς.
Η κηδεία του έγινε στις 15 Νοεμβρίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και συγκέντρωσε πλήθος ανθρώπων της Τέχνης. Ο συμπρωταγωνιστής του Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ανέλαβε το δύσκολο καθήκον του αποχαιρετισμού. Με σπασμένη φωνή, είπε: «Μιμάκο, οι φίλοι και οι ομότεχνοί σου που σ’ αγαπούν ξέρουν πως δεν σ’ αρέσουν οι λόγοι και οι επικήδειοι. Όμως, πρέπει να σε αποχαιρετίσουμε.
»Σ’ ευχαριστούμε, φίλε, για τα πλούτη που μας άφησες, το ήθος, το μέτρο, τη διακριτικότητα και το μοναδικό σου ταλέντο. Μιμάκο, στην τελευταία σου αυλαία μας την έσκασες, την κοπάνησες, πέταξες ελεύθερος αγαπημένε. Κι άφησες εμάς εγκλωβισμένους στο σανίδι, με τα φτιασίδια και τις ανασφάλειές μας να σε θυμόμαστε». Και διάλεξε ένα στίχο του Σεφέρη σαν τελευταίο αντίο: «Όταν αραιώνουν οι τάξεις / χαμηλώνουν οι φωνές».
Σπύρος Δευτεραίος