Η ατάκα-σλόγκαν «Ε ρε κέφια στου Μπάμπη του Γκολέ» λέγεται ότι ξεκινά τη δεκαετία του 1980, στην Πάτρα. Εκεί ένας 35χρονος ψηλός, επιβλητικός άντρας, λιγομίλητος σαν να είχε βγει από παλιά ταινία, ο Μπάμπης Γκολές, κάνει μεγάλο σουξέ με ένα νεανικό γκρουπ που ανακαλύπτει εκ νέου το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, και μάλιστα την περίοδο που έχει αρχίσει να μπαίνει στις μεγάλες πίστες και τις δισκογραφικές το τραγούδι-σλόγκαν και τα εύκολα σουξέ.
Ο Γκολές γίνεται κάτι σαν μυστικό για μυημένους, και σιγά-σιγά ετοιμάζεται η ανάβασή του στην πρωτεύουσα.
Για την ιστορία, το γκρουπ είναι τα μελλοντικά «Παιδιά από την Πάτρα». Και η Πάτρα είναι η πόλη του Μπάμπη Γκολέ. Εκεί γεννήθηκε σαν σήμερα το 1947, εκεί αγάπησε το τραγούδι, εκεί έγινε σιγά-σιγά πρώτο όνομα στο είδος του – έστω και με σχετική καθυστέρηση. Όμως και ο ίδιος, λόγω χαρακτήρα και αντίληψης, δεν ήταν ο καριερίστας που θα έκανε τα πάντα να γίνει αρεστός. Το αντίθετο, μάλλον.
Ο συνδετικός κρίκος με το παρελθόν
Γεννήθηκε στη συνοικία Ταμπάχανα της Πάτρας. Ηταν αυτοδίδακτος μουσικός και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και ούτι από την ηλικία των 8 ετών, ενώ από τα 12 παίζει και μπουζούκι. Όπως είχε πει: «Το 1955 ο πατέρας μου μου αγόρασε την πρώτη κιθάρα. Πρωτόπαιξα ένα τραγούδι που είχε βγει τότε του Μαρούδα, το “Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη”, που τραγούδησε η Σοφία Λόρεν».
Εκτός από την τεχνική, ήταν και γνώστης του προπολεμικού τραγουδιού.
Αυτά φυσικά ήταν ακούσματα από τον πατέρα του, και έρχονταν ακόμα και από δίσκους 78 στροφών. Αυτή του η γνώση φάνηκε και μετά, στις εμφανίσεις του, καθώς επανέφερε πολλά ξεχασμένα τραγούδια.
Το 1964 έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση σε καφενείο, στη συνοικία του Ταραμπούρα. Όσο για την συνέχεια της πορείας του, την έχει περιγράψει σε συνέντευξή του:
«Στην Αθήνα πρωτοήρθα το 1966 και μετά από ενάμιση χρόνο πήγα φαντάρος. Δύσκολα τα χρόνια, πολλοί οι μουσικοί, λίγα τα μαγαζιά. Πιτσιρικάς πήγα και σε πανηγύρια με κλαρίνα για να πάρω ένα χαρτζιλίκι. Όταν τελείωσα το στρατιωτικό γύρισα στην Πάτρα και γύριζα τις επαρχίες γύρω-γύρω και το ’74 κάνω την πρώτη κίνηση να παίξω σε μπουάτ στην Πάτρα».
Κάτι γίνεται στην Πάτρα
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 συνυπήρξε με «Τα παιδιά από την Πάτρα» στα πρώτα βήματά τους στο χώρο της μουσικής, στο νυχτερινό κέντρο «Χάραμα» που βρισκόταν στην περιοχή της Οβρυάς. Το 1982 κυκλοφόρησε η πρώτη δισκογραφική του δουλειά, με την ονομασία Τσάρκα στα παλιά.
Η επιτυχία του –συν των Παιδιών– επαναφέρει το ρεμπέτικο, στο σημείο που σχεδόν κάθε συνοικία έχει και από μια κομπανία.
Όσον αφορά το παρασκήνιο του πρώτου του δίσκου, συνέβη το παρακάτω: Ο Λευτέρης Χαψιάδης, ο στιχουργός, δίνει μια κασέτα του Γκολέ στον Θοδωρή Σαραντή της Columbia. Ο Σαραντής την δίνει στον Δημήτρη Αρβανίτη που είναι art director, που την δίνει στον Πετσίλα που είναι ο διευθύνων και του φαίνεται ενδιαφέρουσα. Λέει στον Αρβανίτη «κάν’ το, αφού έχει άνοδο το ρεμπέτικο».
Εννοείται πως μετά την επιτυχία και του επόμενου δίσκου του, ανεβαίνει στην Αθήνα. Τα τόσα χρόνια πάλκο στην πατρίδα του, φαίνονται καθώς κατακτά και το αθηναϊκό κοινό. Έχει προσωπική και ιδιαίτερη σχέση με τους θαμώνες. Παρατάει το όργανο και κατεβαίνει στην πίστα και χορεύει με ιδιαίτερη χάρη κι ευλυγισία.
«Ο κόσμος θέλει να είσαι δίπλα του, να πίνει το τσιπουράκι του και να σ’ ακούει χωρίς μικρόφωνο. Θέλει τίποτα καλύτερο; Οι συναυλίες είναι τυποποιημένο πράγμα…», είχε πει σε συνέντευξή του.
Παρ’ όλα αυτά δεν του αρέσει η Αθήνα. Χαίρεται όταν έρχονται Πατρινοί και χορεύουν ή όταν ανεβαίνει στην πίστα καμιά αιθέρια ύπαρξη. Το σκάει με την πρώτη ευκαιρία και γυρνάει στην Πάτρα (φυσικά ήταν οπαδός της Παναχαϊκής).
Εντός και εκτός
Οι παλιοί του φίλοι τον λένε «κεφάλα» γιατί γινόταν ξεροκέφαλος όταν «στράβωνε». Κι ο ίδιος όμως δεν μάσαγε τα λόγια του: «Οι μεγάλες φίρμες δεν έχουν σχέση με τη μουσική. Έτσι κι εγώ δεν έχω επαφή μαζί τους. Είναι εχθρικές απέναντι στον μουσική, εχθρικότατες. Δεν το θέλουν το ρεμπέτικο. Δεν το αγαπάνε, και με χίλιους τρόπους το κυνηγάνε. Και ο Πάριος λέει “ο Τσιτσάνης μου”. Από πού; Σε λίγο θα δεις και τον Ρουβά να τραγουδάει ρεμπέτικα».
Στη δισκογραφία έκανε την τελευταία του δουλειά το 2009. Μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα, αλλά πλέον οι δισκογραφικές είχαν το ρεμπέτικο ως φολκλόρ.
Ο Γκολές δεν έκρυβε την απέχθειά του ούτε για το ίντερνετ ούτε για την ποιότητα της ζωής μας και πώς έχει εξελιχτεί: «Η ζωή άλλαξε. Τότε είχαμε τις αυλές μας, τα πορτόνια μας, τις βρύσες έξω από τη γειτονιά, εδώ μέσ’ στα τσιμέντα και στις πολυκατοικίες πώς θα λειτουργήσει ο άνθρωπος ; Το κύτταρό του πώς θα ενεργήσει σωστά – το φωνητικό του, το μουσικό του, η φαντασία του;».
Ο Μπάμπης Γκολές πέθανε τον Ιανουάριο του 2015. Ήταν μόλις 67 χρόνων. Και παρόλο που μια ζωή ήταν μακριά από το show off, δεν ξεχάστηκε από τους ανθρώπους που τον είχαν δει live ή έχουν ακούσει τις ηχογραφήσεις του. Γιατί ήταν μοναδικός και ξεχωριστός.
Σπύρος Δευτεραίος