Ο Αγιοτόκος Πόντος καμαρώνει για πολλά παιδιά του, καθώς αποτέλεσε γενέτειρα πλήθους γνωστών και άγνωστων σε εμάς (όχι όμως και στον Παντογνώστη Κύριο) μαρτύρων. Ανάμεσα στους αγίους του ξεχωρίζει η Αγία Ελένη, η γενναία έφηβη με την αθλητική κατατομή που μαρτύρησε στην ηλικία των 15 ετών τον 18ο αιώνα στην πόλη της, τη Σινώπη.
Ο βίος της είναι γνωστός στους περισσότερους Ποντίους, απουσιάζει όμως από τις αγιολογικές συλλογές, σύμφωνα με τον ιερομόναχο Μακάριο τον Σιμωνοπετρίτη που την αναφέρει στον Νέο Συναξαριστή τον οποίο συνέγραψε, με την υποσημείωση πως οι πληροφορίες αντλήθηκαν από «φυλλάδιο» που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη μόλις το 1988! Το λόγο αυτής της θορυβώδους παράλειψης μπορούμε να τον φανταστούμε, εάν αναλογιστούμε τον ιδιότυπο ρατσισμό που δέχονται οι Πόντιοι ακόμα και στις ημέρες μας. Έχοντας υπόψιν πως τίποτα δεν χαρίστηκε στη δυναμική ποντιακή κοινότητα, εμείς ωστόσο έχουμε το ιερό χρέος να κάνουμε γνωστή την αγιότητα της Αγίας Ελένης από τη Σινώπη σε όλο το πανελλήνιο, μιλώντας και γράφοντας γι’ αυτήν σε κάθε ευκαιρία – και ιδίως την ημέρα που η Εκκλησία θέσπισε την εορτή της, την 1η του Νοέμβρη.
Η Αγία Ελένη από την αρχαιότερη πόλη του Πόντου, τη Σινώπη, την οποία ίδρυσαν Έλληνες αποικιστές από τη Μίλητο κατά τον β’ ελληνικό αποικισμό, ήταν κόρη ευσεβούς ελληνικής οικογένειας, της οικογένειας Μπεκιάρη.
Μια μέρα που πήγαινε στην αγορά να αγοράσει κλωστές για κέντημα, την είδε ο Τούρκος διοικητής της πόλης ονόματι Ουκούζογλου και θέλησε να την εντάξει στο χαρέμι του. Η Αγία αρνήθηκε και αντιστάθηκε, κατορθώνοντας να δραπετεύσει από το σπίτι του πασά. Τότε ο αδίστακτος δυνάστης απείλησε τους Έλληνες προκρίτους πως εάν δεν την παραδώσουν, θα σφαγιαστεί όλη η ελληνική κοινότητα της Σινώπης. Η Αγία οδηγήθηκε ως άλλη Ιφιγένεια στο βωμό της θυσίας. Όμως η αντίστασή της και η θεϊκή προστασία που της εξασφάλισε η διάπυρη προσευχή της προς τον Ιησού Χριστό καθώς και η εκ στήθους απαγγελία του εξάψαλμου, ματαίωναν τα μιαρά σχέδια του πασά. Για το λόγο αυτόν, διέταξε να την ρίξουν στα υγρά μπουντρούμια της φυλακής, να την βασανίσουν και να την σκοτώσουν.
Έτσι κι έγινε. Η Αγία Ελένη, η Ελληνίδα κόρη μόλις 15 ετών, σφαγιάστηκε από τους δήμιούς της αφού υπέστη φοβερά μαρτύρια, μεταξύ των οποίων και το κάρφωμα δύο μεγάλων καρφιών στο κρανίο της. Κατόπιν το σώμα και το κεφάλι της τοποθετήθηκαν σε ένα τσουβάλι και πετάχτηκαν στη θάλασσα της Σινώπης.
Μετά από καιρό, οι Έλληνες ναύτες ενός πλοίου που προσέγγιζε στο λιμάνι παρατήρησαν ένα παράξενο φαινόμενο στα νερά του Εύξεινου Πόντου. Ενώ η θάλασσα ήταν ταραγμένη, στο σημείο όπου βρισκόταν το σώμα της Αγίας Ελένης επικρατούσε ηρεμία και τα νερά χρωματίζονταν από ένα απόκοσμο χρυσαφένιο φως. Αμέσως βούτηξαν με την ελπίδα πως βρήκαν θησαυρό. Ανοίγοντας το σακί είδαν τα οστά της Αγίας να λαμποκοπάνε, και ένιωσαν να αναδύεται μια ευωδία. Για το φόβο των Τούρκων, ο καπετάνιος έδωσε το σώμα της Αγίας σε παραπλέον καράβι με Έλληνες ναύτες που αναχωρούσε εκείνη την ώρα για τη Ρωσία και κράτησε το κρανίο της παραδίδοντάς το στον ναό της Παναγίας στη Σινώπη.
Η Αγία έγινε το σύμβολο του ψυχικού σθένους και της παλικαριάς των Ελλήνων στον Πόντο και παράδειγμα για τους μεταγενέστερους ώστε να μην χάνουν την πίστη τους ακόμα και με τίμημα της ίδιας τους της ζωής.
Τι έγινε όμως το λείψανο της Αγίας Ελένης στα χρόνια της Γενοκτονίας και του αναγκαστικού ξεριζωμού των Ποντίων από τις πανάρχαιες εστίες τους; Ο συνονόματος εγγονός του πρωταγωνιστή της ιστορίας διάσωσης του ιερού λειψάνου, ο 94χρονος Χρήστος Καφαρόπουλος, κάτοικος Άνω Τούμπας Θεσσαλονίκης, διηγήθηκε στο pontosnews.gr την ιστορία της οικογένειάς του που συνδέεται άρρηκτα με τη μεγάλη Ποντία Αγία.
Ο Χρήστος Καφαρόπουλος γεννήθηκε στη Σινώπη από Μικρασιάτες γονείς στα μέσα του 19ου αιώνα. Ήταν εγγράμματος και ασχολούνταν με το εμπόριο δερμάτων για την κατασκευή παπουτσιών. Οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, έκανε εξαγωγές μέχρι και στη Γαλλία, χώρα που επισκεπτόταν κατά διαστήματα για εμπορικούς λόγους. Ήταν παντρεμένος με την Πόντια Μαρία από τη Σινώπη και έκαναν έξι παιδιά – τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Οι κόρες του Χρήστου Καφαρόπουλου δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τις συνομήλικές τους Παριζιάνες, αφού ο πατέρας τους φρόντιζε κάθε που επέστρεφε από τη Γαλλία να τις προμηθεύει με φορέματα και καπέλα της τελευταίας λέξης της μόδας.
Ήταν καλοσυνάτος και βοηθούσε όσο μπορούσε κάθε δυσκολεμένο, γι’ αυτόν το λόγο ήταν αξιαγάπητος στην ελληνική κοινότητα της Σινώπης η οποία και τον ανέδειξε σε μουχτάρη, δηλαδή εκπρόσωπό της, κάτι σαν δήμαρχο της πόλης που εκπροσωπούσε το ελληνικό μιλέτ.
Όταν ξέσπασαν τα γεγονότα της Γενοκτονίας, ο Χρήστος Καφαρόπουλος έμεινε ψύχραιμος. Έβλεπε τους συμπατριώτες του να συνωστίζονται στο λιμάνι της Σινώπης για να επιβιβαστούν σε πλοίο με προορισμό την Ελλάδα και τον εξευτελιστικό τρόπο που τους φέρονταν οι Τούρκοι, ανοίγοντας τους μπόγους τους, ξεγυμνώνοντάς τους για να βρουν λίρες και τρομοκρατώντας τους. Περίμενε να ξεθυμάνει το κύμα των Ελλήνων που εγκατέλειπαν την πόλη για να σωθούν, και κράτησε και την οικογένειά του μαζί του για να μην κινήσει υποψίες. Είχε κάτι στο μυαλό του.
Δεν τον ένοιαζαν τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και οι ακριβές γαλλικές πορσελάνες. Δεν τον ένοιαζε το σπίτι του και η περιουσία που άφηνε πίσω του. Τον ένοιαζε μόνο να μην πέσει σε ανόσια χέρια το λείψανο που προσκυνούσε από μικρός στην εκκλησία της Παναγίας:
Η θαυματουργή κάρα της Αγίας Ελένης που τον γιάτρευε από τον πονοκέφαλο κάθε που προσέδραμε σε αυτήν, και προστάτευε τις κόρες του όταν αυτός έλειπε.
Έτσι λοιπόν, μέσα στην ταραχή των γεγονότων, μπήκε κρυφά στην εκκλησία και πήρε το άγιο λείψανο. Το τοποθέτησε προσεκτικά στη μοναδική βαλίτσα που κουβαλούσε μαζί του. Φεύγοντας από το σπίτι του είδε την εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας –οικογενειακό κειμήλιο– να τον κοιτά. Δεν μπορούσε να την αφήσει, αλλά ήταν μεγάλη για το μέγεθος της βαλίτσας που επέλεξε για να μην μπει στο στόχαστρο των Τούρκων. Έσπασε την εικόνα σε δύο κομμάτια και την έβαλε στη μικρή βαλίτσα.
Ανέβηκε με την οικογένειά του κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή πάνω στο τελευταίο πλοίο που αναχωρούσε για την Ελλάδα. Αφήνοντας την αποβάθρα κάποιοι Τούρκοι τον αναγνώρισαν. «Αγία μου Ελένη, κάνε σε παρακαλώ να μην χάσω και εγώ το κεφάλι μου όπως εσύ. Προστάτεψέ μας αυτήν την ώρα και οδήγησέ μας σε τόπο που δεν μας διώκουν ούτε εμάς ούτε εσένα. Κάνε Αγία το θαύμα σου, για να σε τιμούμε όπως σου πρέπει και να δοξάζουμε τον Κύριο και τα έργα Του». Αυτά έλεγε από μέσα του ο Χρήστος Καφαρόπουλος όταν τον πλησίασε ο Τούρκος.
— Εσύ δεν είσαι ο μουχτάρης των γκιαούρηδων;
— Ναι, εγώ είμαι, απάντησε αδιάφορα, κρύβοντας καλά την ταραχή του.
Ο Τούρκος άφησε τον Καφαρόπουλο και την οικογένειά του να περάσουν χωρίς να ελέγξει τι έκρυβε εκείνη η μικρή βαλίτσα που την κρατούσε με άνεση θαρρείς και δεν είχε κανένα βάρος, κάνοντας τους Τούρκους να πιστεύουν πως εκεί μέσα δεν κρύβεται κανένα αντικείμενο αξίας. Κι όμως, έκρυβε θησαυρό ανεκτίμητο!
Το πλοίο τούς κατέβασε στην Αλεξανδρούπολη, όμως το εμπορικό πνεύμα του Μικρασιάτη τον οδήγησε στην Θεσσαλονίκη, την πόλη του αθλοφόρου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, και τον προσφυγικό οικισμό της Άνω Τούμπας. Η Τούμπα τότε ήταν ένας οικισμός που φιλοξενούσε κυρίως Πόντιους από τον Καύκασο που ήρθαν το 1919-1920 στην Ελλάδα. Μετά ακολούθησε η έλευση των προσφύγων από τη Μ. Ασία, την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τον υπόλοιπο Πόντο. Όλος αυτός ο εκτοπισμένος από τις αρχαίες πατρίδες του πληθυσμός κατοικούσε σε σκηνές και παραπήγματα μέχρι το 1927, οπότε και χτίστηκαν οι πρώτες κατοικίες, τα επονομαζόμενα «προσφυγικά».
Οι Σινωπείς έφτασαν στην Άνω Τούμπα το 1924. Μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, θεμελίωσαν την Αγία Μαρίνα στις 11 Ιουνίου του 1924.
Ο πρόχειρα κατασκευασμένος –ξύλινος αρχικά– ναός εξυπηρετούσε το χριστεπώνυμο πλήθος μέχρι το 1970, χρονιά ορόσημο που φτιάχτηκε ο περικαλλής σημερινός ναός της Αγίας Μαρίνας Άνω Τούμπας.
Ο Χρήστος Καφαρόπουλος κομίζει το λείψανο της Αγίας Ελένης της Σινωπίτιδος στον ιερό ναό της Αγίας Μαρίνας και ο προσφυγικός καταυλισμός αποκτά ψυχή και όραμα για το μέλλον κρατώντας πάντα την επαφή με τις ρίζες του. Γίνεται επίτροπος του ναού και δεν σταματά ποτέ να έχει αυτήν την ιδιαίτερη σχέση με την Αγία του, που έπαιξε το κεφάλι του κορόνα-γράμματα για να διασώσει.
Ο Μικρασιάτης έμπορος ασχολήθηκε και στην Ελλάδα με το επάγγελμά του και άνοιξε δύο τσαγκαράδικα, το ένα στην Άνω Τούμπα για τον γιο του Ξενοφώντα, και το άλλο στην Κάτω Τούμπα για τον γιο του Κυριάκο. Οι κόρες του είχαν παντρευτεί. Η ζωή ξαναβρήκε τους ρυθμούς της. Απέκτησε πολλά εγγόνια. Ο εγγονός του από τον Κυριάκο, ο Χρήστος, ο οποίος και μας έδωσε τις πληροφορίες για τον συνονόματο παππού του που του χρωστάμε τη διάσωση της κάρας της Αγίας Ελένης από τη Σινώπη, μοιράστηκε μαζί μας μεταξύ άλλων και μια ιστορία από την παιδική του ηλικία.
Όταν ήταν μικροί συνήθιζαν με τους συμμαθητές του να κάθονται στα ξύλινα σκαλιά της Αγίας Μαρίνας και να συζητάνε ή να παίζουν. Την εποχή εκείνη στο ναό υπηρετούσε ως καντηλανάφτης ένας αυστηρός κύριος. Κάθε που άκουγε τα παιδιά να θορυβούν, έβγαινε από το ναό κρατώντας έναν μαστραπά νερό στο χέρι και τα περιέλουζε στην κυριολεξία, χειμώνα-καλοκαίρι.
«Εδώ ήρθατε να παίξετε; Είναι η Αγία Ελένη μέσα, να πάτε αλλού» τους έλεγε.
Μια φορά ένας από την παρέα των εφήβων δεν κρατήθηκε, και του απάντησε: «και πού θέλεις να πάμε κύριε Ηρακλή; Η Αγία Ελένη ήταν στην ηλικία μας, δεν ενοχλείται, ίσα-ίσα της κάνουμε παρέα!». Ο καντηλανάφτης κοντοστάθηκε. Έμεινε σκεπτικός για λίγη ώρα. «Βρε μπας και είχε δίκιο αυτός ο τζαναμπέντης; Ο Κύριος είπε άφετε τα παιδία ελθείν προς με, ποιος είμαι εγώ που θα τα διώξω από το ναό της Αγίας;».
«Ποίστεν ίνταν θέλετε, άλλο ’κί χατεύω σας» (κάντε ό,τι θέλετε, άλλο δεν σας διώχνω) τους είπε, και έκλεισε πίσω του την πόρτα! Τέτοια ήταν η αγάπη των προσφύγων της Άνω Τούμπας για την Αγία τους, που από παιδιά την ενέτασσαν μέσα στη ζωή τους. Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους και θα ωφεληθούμε.
Παρθενομάρτυς Ελένη πανεύφημε, των Σινωπέων το θείον αγλάισμα,
Χριστώ τω Νυμφίω σου πρέσβευε, κατοικτειρήσαι δι’ άφατον έλεος,
τους μέλποντας Μάρτυς την σην άθλησιν.
Αλεξία Ιωαννίδου