«Όχι» ψήφισαν τα μέλη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Νότιας Αυστραλίας (GOCSA) στην επανένωσή τους με την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, σε μια προσπάθεια να τερματιστεί ένα σχίσμα 64 ετών.
Περί τα 500 μέλη της GOCSA συναντήθηκαν την Κυριακή 27 Οκτωβρίου σε μια έκτακτη γενική συνέλευση για να καθορίσουν το μέλλον της GOCSA μέσα από τρεις προτάσεις, ανάμεσα στις οποίες και η συγκεκριμένη ψηφοφορία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογη κάλπη είχε να στηθεί στην κοινότητα 60 χρόνια.
Η πρώτη πρόταση αφορούσε τροποποίηση του καταστατικού της GOCSA με την προσθήκη νέων άρθρων που σχετίζονται με την ακίνητη περιουσία του συλλόγου, ιδιαίτερα των εκκλησιών της. Το 63% των παρόντων μελών ψήφισε για την αποδοχή της πρότασης και με προαπαιτούμενο ποσοστό 60%, η πρόταση έγινε δεκτή.
Η δεύτερη πρόταση σχετιζόταν με την παραίτηση της GOCSA από την Αυτοκέφαλη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής και Αυστραλίας και τη σύναψη συμφωνίας με την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, ενώ μεταξύ άλλων περιείχε ρήτρα που απαγόρευε την πώληση ή την αλλαγή των εκκλησιών της κοινότητας για πέντε χρόνια από την ημερομηνία ψήφισης.
Υπενθυμίζεται ότι την παρούσα στιγμή, οι θρησκευτικές υπηρεσίες που παρέχονται από την Αυτοκέφαλη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής και Αυστραλίας, της οποίας η GOCSA είναι μέρος, αναγνωρίζονται από την Αυστραλιανή Κυβέρνηση σύμφωνα με τον νόμο περί γάμου του 1961, ωστόσο τα μυστήρια που παρέχονται στην κοινότητα δεν αναγνωρίζονται από την GOAA ή άλλες κανονικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αν και το 61% των παρόντων μελών ψήφισε υπέρ, η πρόταση δεν πέρασε, δεδομένου ότι απαιτείτο ποσοστό 75% για την υπερψήφισή της.
Η τρίτη πρόταση σχετιζόταν με την ερμηνεία των όρων «Ορθόδοξη πίστη» και «Ελληνορθόδοξη πίστη» σύμφωνα με το άρθρο 2Β του Συντάγματος της GOCSA, επιχειρώντας μια ευθυγράμμιση με το δόγμα, την πειθαρχία και τις πρακτικές της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως ορίζονται από τις Επτά Οικουμενικές Συνόδους και τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ούτε αυτή η πρόταση πέρασε, καθώς, ενώ το 63% ψήφισε υπέρ, απαιτείτο και εδώ ποσοστό 75% για την υπερψήφισή της.
Φορτισμένο κλίμα
Στη διάρκεια της ομιλίας του, ο πρόεδρος της GOCSA, Πέτρος Γαρδιάκος περιέγραψε την ιστορική κληρονομιά της κοινότητας, σημειώνοντας την 94χρονη ιστορία της και τα 64 χρόνια σχίσματος, επισημαίνοντας ότι η ψηφοφορία ήταν ένας τρόπος για την άρση του διαχωρισμού των ελληνικών κοινοτήτων, ακόμη και οικογενειών.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Εθνικού Κήρυκα», καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης υπήρξε σφοδρή αντίθεση αλλά και υπεράσπιση στις προτεινόμενες τροπολογίες, καθώς και συναισθηματικά φορτισμένη συζήτηση.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρχε μια σταθερή ροή μελών που ψήφισαν νωρίς και αποχώρησαν πριν από την ολοκλήρωση της συνεδρίασης, δυσαρεστημένα από τη φορτισμένη φύση της συζήτησης, χαρακτηρίζοντάς τις ομιλίες «πλατφόρμες για παράπονα στον αέρα».
Αυτοί που ψήφισαν «κατά» της επανένωσης ανησυχούσαν για την απώλεια κυριαρχίας σε τομείς όπως η αυτονομία και η διακυβέρνηση της GOCSA, ενώ οι ιστορικές εντάσεις μεταξύ των δύο οντοτήτων επιδείνωσαν την αντίθεση, με ορισμένους να θεωρούν τη συμφωνία ως συνέχεια των ανεπίλυτων συγκρούσεων που χρονολογούνται από το 1958.
Από την άλλη πλευρά, όσοι τάχθηκαν υπέρ των προτάσεων υποστήριξαν την προοπτική της ενότητας των Εκκλησιών για χάρη των επόμενων γενεών και τη διατήρηση της GOCSA στο μέλλον, ενώ υπερτόνισαν ότι η Αρχιεπισκοπή θα αναγνωρίσει τα μυστήρια που έχουν τελεστεί χωρίς επιβάρυνση και δεν θα γινόταν καμία μεταβίβαση κυριότητας ή τίτλων της GOCSA.
Μετά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, ενώ ορισμένοι το χαρακτήρισαν ως νίκη για την ανεξαρτησία της GOCSA, υπάρχει συνεχής ανησυχία μεταξύ άλλων μελών που είπαν στον «Εθνικό Κήρυκα» ότι η κοινότητα αντιμετώπιζε επίμονες δυσκολίες στην εύρεση ιερέων και ότι αυτό το πρόβλημα «δεν θα αλλάξει/εξαφανιστεί ως αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας».