Ληξιαρχικά, η ζωή της καλύπτει τρεις αιώνες, όπως άλλωστε μαρτυρά και το βιβλίο της, Τρεις αιώνες μια ζωή. Έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους και δύο βαλκανικούς, έζησε Γενοκτονία, ξεριζωμό, προσφυγιά, και τι δεν έζησε! Στόχο στη ζωή της είχε βάλει να μην ξεχαστεί η Μικρασία, και το κατάφερε: έγινε το πρόσωπό της, έγινε η φωνή των ξεριζωμένων προσφύγων. Έγινε η Μικρασιάτισσα γιαγιά μας, «η γιαγιά Φιλιώ» που δεν κουράστηκε ποτέ, στα σχεδόν 108 χρόνια που έζησε, να αγωνίζεται για τη διάσωση του μικρασιατικού πολιτισμού.
Η Φιλιώ Σιδέρη-Χαϊδεμένου γεννήθηκε στα Βουρλά στις 28 Οκτωβρίου του 1899.
Ήταν το έκτο από τα επτά παιδιά μιας αγροτικής ελληνικής οικογένειας. Στη Μικρασιατική Καταστροφή έχασε πολλά από τα μέλη της οικογένειάς της, κατάφερε όμως να φτάσει στην Ελλάδα και να στεριώσει στην Αθήνα, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδερφό της. Το 1928 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γεώργιο Χαϊδεμένο, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, ενώ την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου έζησε στην Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της. Υπήρξε ενεργό μέλος διαφόρων μικρασιατικών προσφυγικών και φεμινιστικών σωματείων, ενώ σε προχωρημένη ηλικία μερίμνησε για τη συλλογή κειμηλίων από τη Μικρά Ασία, τα οποία συγκεντρώθηκαν και εκτίθενται από το 2007 στο μουσείο που φέρει το όνομά της, στη Νέα Φιλαδέλφεια.
~
Το 2000, σε ηλικία 101 ετών, η γιαγιά Φιλιώ μίλησε για τους Πόντιους, για τις ανάγκες της έκδοσης του υπουργείου Εθνικής Άμυνας Πόντος, γη των Τραντέλλενων:
Το 1942 βρεθήκαμε στην Κοζάνη περπατώντας από την Αθήνα επί 37 ημέρες. Τότε τριγυρνούσαν στα χωριά της Κοζάνης πολλοί στρατιώτες που μετά την κατάρρευση του μετώπου δεν είχαν πού να πάνε, γιατί τα σπίτια τους ήταν μακριά. Ήταν σε άθλια κατάσταση, πεινασμένοι μέσα στο κρύο. Αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι βρήκαν προστασία και περίθαλψη από τους Πόντιους που ήταν εγκαταστημένοι στα χωριά της Κοζάνης: τους πήραν στα σπίτια τους, τους έδωσαν φαγητό και ρούχα, τους βάλανε στις δουλειές τους.
Πολλοί ζήσανε εκεί και παντρεύτηκαν γυναίκες από τον Πόντο. Ήταν όμως κι άλλοι που κι αυτοί υπέφεραν από την πείνα. Απελπισμένοι ρωτούσανε: Πού δίνουνε; εννοώντας πού θα βρίσκανε ψωμί να φάνε. Και όλοι παίρνανε την απάντηση: Στη Μακεδονία, οι Πόντιοι.
Οι Πόντιες γυναίκες λύνανε τους ποχτσάδες όπου φύλαγαν το λιγοστό φαγητό τους και το μοιράζονταν με τους πεινασμένους που πλανιόνταν εκεί κι εδώ. Έδιναν χωρίς να περιμένουν να πάρουν κάτι, δεν σκέφτονταν παρά πώς να βοηθήσουν τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη.
~
Στα 103 της έδωσε συνέντευξη στη δημοσιογράφο Έρση Βατού. Μίλησε για τις μνήμες της από την Καταστροφή της Σμύρνης, αλλά και για τους όρκους της:
Η γιαγιά Φιλιώ δεν ορκιζόταν, με εξαίρεση δύο φορές στη ζωή της. Η πρώτη ήταν όταν, κρυμμένη σε κάτι αποκαΐδια τις μέρες της μεγάλης φυγής, όταν η πατρίδα Σμύρνη τυλιγόταν στις φλόγες από τους διώκτες του ελληνισμού, έδωσε όρκο στην Παναγιά να μη φορέσει ποτέ ξανά χρυσά κοσμήματα αν σωθεί. Είχε ακούσει και είχε δει τσέτες να κόβουν δάχτυλα και αυτιά κοριτσιών για να τους πάρουν τα τζοβαΐρια.
Η δεύτερη ήταν όταν εγκατέλειπε της Σμύρνης το γιαγκίνι μέσα στο πλοίο. Με δάκρυα στα μάτια μού είπε:
«Έβλεπα τη Σμύρνη και τα Βουρλά να καίγονται και έδωσα έναν όρκο. Είπα, Βουρλά μου αγαπημένα δεν θα σας ξεχάσω ποτέ».
Το είπε και το έκανε. Κατάφερε μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία να επιστρέψει στα άγια χώματα, να πάρει μια χούφτα από τα μέρη της και να το βάλει στα ριζά του Μνημείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
~
Στο βίντεο που ακολουθεί (αρχείο ΕΡΤ, σειρά «Σαν παραμύθι», σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Παπαθανασίου), το οποίο γυρίστηκε το 1999, όταν η Φιλιώ Χαϊδεμένου ήταν 100 ετών, περιγράφει πώς πέθανε ο πατέρας της κατά τη διάρκεια των διωγμών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, καθώς και τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές που έζησε καθώς εγκατέλειπε για πάντα τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία.