Όταν την ρωτούσαν από πού είναι, πάντα απαντούσε με δύο λέξεις: «Προσφυγοπούλα είμαι». Η Μαρία Μελίδου ήρθε στην Ελλάδα το 1939, σε ηλικία 12 ετών. Δεν ζει πια, έφυγε το 2007 στα 79 της χρόνια, αφήνοντας πίσω της τρία παιδιά κι εγγόνια, καθώς κι ένα Τετράδιον μοδιστρικής, το οποίο εκδόθηκε από το «Εκτυπωλόγιο» πριν από δύο χρόνια, με πρωτοβουλία της κόρης της, Ευαγγελίας Ματζούνη.
«Είναι κειμήλιο της οικογένειάς μας, αλλά κι ένα ιστορικό ντοκουμέντο των προσφύγων Ελλήνων, γραμμένο στη δημοτική ελληνική, μια εκδοχή γραμματικής για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης», εξηγεί η Ευαγγελία Ματζούνη.
Το τετράδιο είναι γραμμένο με τη φωνητική γραφή, τον τρόπο που διδασκόταν τα Ελληνόπουλα στα σχολεία της Σοβιετικής Ένωσης από το 1926.
Στις 10 Μαΐου 1926, στην Πανενωσιακή Σύσκεψη των Ελλήνων Διανοούμενων στη Μόσχα, αποφασίστηκε η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη θέση της καθαρεύουσας, και η αντικατάσταση του εικοσιτετραγράμματου αλφαβήτου από το εικοσιγράμματο. Με αυτήν την απόφαση καταργήθηκαν οι δίφθογγοι, διατηρήθηκαν μόνο το «ι» και το «ο», στη θέση του «ου» καθιερώθηκε το «υ», ενώ καταργήθηκε το «σ» και τα διπλά σύμφωνα γράφονταν αναλυτικά (π.χ. το «ξ» ως «κς» και το «ψ» ως «πς»). Καθιερώθηκε, επίσης, το ενωτικό στις κτητικές αντωνυμίες [π.χ.: «το βιβλίο-μου»]. |
«Στη Σοβιετική Ένωση η μητέρα μου, Μαρία Μελίδου, παρακολούθησε για τρία χρόνια το σχολείο με μαθήματα ελληνικών. Εκεί βρέθηκαν ως πρόσφυγες –ο πατέρας της από την Τραπεζούντα και η μητέρα της από το Καρς– το 1918. Εγκαταστάθηκαν κοντά στο μεγαλοχώρι Ήλσκαγια, της περιφέρειας Κράσνονταρ», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ευαγγελία Ματζούνη.
«Ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς Ανέστης Μελίδης, όταν άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων (1937), χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν –ούτε στην οικογένεια– πήγε στη Μόσχα, στο ελληνικό προξενείο, και ζήτησε να φύγει στην Ελλάδα, ετοιμάζοντας όλα τα σχετικά έγγραφα. Όταν ο πρόεδρος του χωριού ρώτησε τον παππού Ανέστη γιατί φεύγει, του απάντησε:
»”Είμαστε Έλληνες και χριστιανοί, πρέπει να πάμε εκεί όπου ανήκουμε”».
Η οικογένεια της μητέρας της Ευαγγελίας εγκαταστάθηκε πρώτα στο Ναύπλιο, όπως και άλλες οικογένειες προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση. Ζούσαν στον οικισμό που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «τα ρώσικα», στη γειτονιά της Πρόνοιας, κοντά στους Αγίους Πάντες.
«Η μητέρα μου είχε μάθει να γράφει ρωσικά και ελληνικά στη δημοτική, αλλά στην καθημερινότητα μιλούσε ποντιακά. Θυμάμαι πως μας έλεγε ρωσικά ποιήματα που είχε μάθει στο ρωσικό σχολείο και τα θυμόταν όλη της τη ζωή», θυμάται η Ευαγγελία.
«Για την περηφάνια της για την προσφυγική της καταγωγή, στο σχολείο υπέστη αυτό που σήμερα λέμε bullying.
»Δεν άντεξε, σταμάτησε το σχολείο, προτίμησε να βοηθήσει την οικογένειά της στα χωράφια. Ενώ ο αδερφός της, ο Γιάννης Μελίδης, τελειώσει το σχολείο (και Γυμνάσιο) και μετά σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όλα αυτά με την οικονομική βοήθεια της αδελφής του, Μαρίας. Στη συνέχεια έγινε δικηγόρος, εξελέγη δήμαρχος της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Πέρυσι μας άφησε, πλήρης ημερών», συνεχίζει.
Η αγάπη για τη μάθηση που είχε η μητέρα της τελικά νίκησε, και η Μαρία Μελίδου πήγε στη σχολή μοδιστρικής, στο Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών Κοπτικής και Ραπτικής γυναικείων φορεμάτων «Το Ρεκόρ». Εκεί βρήκε το επαγγελματικό της μονοπάτι μέσα από τη δημιουργικότητα και τη σκληρή εργασία μιας μοδίστρας. Όπως λέει η Ευ. Ματζούνη, η μητέρα της ήθελε να είναι μια μοδίστρα με γνώσεις.
Γι’ αυτό αποφάσισε να καταγράψει όσα μάθαινε και τα μυστικά του επαγγέλματός της σε ένα μεγάλο τετράδιο, το οποίο άφησε ως «προίκα» στα παιδιά και τα εγγόνια της, αλλά και σε όλους όσοι θελήσουν να επιλέξουν το δρόμο της μοδιστρικής.
«Το τετράδιο το βρήκα σε ένα συρτάρι μετά το θάνατο της μητέρας μας κι αποφάσισα να το δείξω στα μέλη της οικογένειάς μας, να το φωτοτυπήσω και να το στείλω σε προσφυγικούς συλλόγους σε διάφορες πόλεις, όπως η Αθήνα, η Πάτρα, το Άργος και η Θεσσαλονίκη. Εκτός από την οικογενειακή του αξία, το τετράδιο έχει ιστορικό ενδιαφέρον για τη ζωή των Πόντιων προσφύγων στην Ελλάδα, αλλά και γλωσσολογική σημασία, καθώς είναι γραμμένο στη δημοτική», λέει.
Ανοίγοντας και ξεφυλλίζοντας τις χειρόγραφες σελίδες του Τετραδίου μοδιστρικής της Μαρίας Μελίδου, βλέπουμε ότι τα έξι κεφάλαια αποτελούν ένα πλήρες εγχειρίδιο, έναν οδηγό μοδιστρικής. Ξεκινά από την υποδοχή της πελάτισσας, τον σωστό τρόπο μέτρησης, το κόψιμο του πατρόν πρώτα σε χαρτί και μετά στο ύφασμα, συνεχίζει με τα είδη γυναικείων ρούχων (φούστα, μπλούζα, παλτό) και τελειώνει με τις ποιότητες και τον τρόπο καθαρισμού των υφασμάτων. Στις 56 σελίδες υπάρχουν 61 χειρόγραφα σχέδια.
«Μετά τη γέννησή μου, κι ενώ είχε πλέον δύο παιδιά να μεγαλώσει, ο πατέρας, βλέποντας ότι οι δουλειές του πήγαν καλά, της ζήτησε να σταματήσει τη μοδιστρική. Αφιέρωνε το χρόνο της σ’ εμάς – ήμασταν τρία παιδιά», αναφέρει η Ευ. Ματζούνη, και στο τέλος μας ζητάει να παρατηρήσουμε κάτι άσχετο από το θέμα της μοδιστρικής: «Στις δύο τελευταίες σελίδες του τετραδίου, η μητέρα μου έγραψε στίχους τριών τάνγκο. Τα ρομαντικά και πονεμένα λόγια των τραγουδιών συνδέουν το καθήκον με την έκφραση μιας νεανικής ψυχής στο ωραιότερο συναίσθημα – τον έρωτα».