«Ντροπή μας! Οι περισσότεροι συνάδελφοι τον είχαμε ξεχάσει, και προχθές, που έγινε γνωστός ο θάνατός του, κάποιοι τον θυμήθηκαν, για τα μάτια, που λένε. Ζούσε με μια πενιχρή σύνταξη σε σπίτι με ενοίκιο, και τα λεφτά που έπαιρνε δεν του έφταναν ούτε για τα φάρμακά του. Μιλούσαμε συνέχεια στο τηλέφωνο και πριν από κάποιους μήνες του είχα πει ότι θέλω να περάσω να τον δω και να του δώσω κάτι. “Ούτε να το σκέφτεσαι, μικρό”, μου απάντησε, και άλλαξε συζήτηση. Ήταν τόσο αξιοπρεπής άνθρωπος!»
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Γκέλυ Γαβριήλ. Αναφέρεται στον Ερρίκο Μπριόλα, που έφυγε από τη ζωή στις 20 Ιουνίου 2018 και γεννήθηκε σαν σήμερα το 1933.
Έναν ηθοποιό που αν μη τι άλλο στα δημιουργικά του χρόνια έζησε σαν bon viveur, ενώ στα επαγγελματικά κινήθηκε σε χαμηλούς τόνους. Όπως θα δείτε παρακάτω, αντιμετώπισε τη ζωή –άρα και τα επαγγελματικά του– σαν ένα παιχνίδι, και που παρόλο που δεν πέρασε τις πύλες των μεγάλων στούντιο, έγινε γνωστός και αγαπητός. Και αξιώθηκε ένα πολύ ωραίο και πρωτότυπο επαγγελματικό φινάλε. Άλλωστε και ο ίδιος δεν είχε όνειρο να γίνει ηθοποιός. Προέκυψε.
Ηθοποιός με το στανιό
Όλα ξεκίνησαν από το βενζινάδικο του πατέρα του, στην πλατεία Κάνιγγος. Ο Ερρίκος –εκ του Φρειδερίκος– δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση και ως ταξιτζής. Μέχρι που ήρθε να βάλει βενζίνη ο Γιώργος Ζερβός, ο γιος του παραγωγού Αντώνη Ζερβού, που σπούδαζε σκηνοθέτης. Μόλις είδε τον νεαρό Ερρίκο, του ζήτησε να περάσει για ένα δοκιμαστικό από την εταιρεία. Ο Μπριόλας γέλασε, είπε «τι θα γίνω; θεατρίνος;», και αρνήθηκε ευγενικά. Ο Ζερβός όμως δεν το έβαλε κάτω και του άρχισε να του στέλνει μια 60χρονη κυρία, υπάλληλο της εταιρείας. Την τρίτη φορά που ο νεαρός αρνήθηκε, εκείνη (η κυρία Μαρίκα) γύρισε και του είπε: «Σε παρακαλώ, παιδί μου, πήγαινε κάνε αυτό το καταραμένο δοκιμαστικό, σακάτισσα γυναίκα είμαι, δεν με λυπάσαι;».
Όσον αφορά τη ζωή του, πριν ασχοληθεί με την υποκριτική, ζούσε σε μια πολύ δεμένη οικογένεια, αλλά ο πόνος τον συντρόφευε από τη στιγμή που ήρθε στη ζωή.
Δεν γνώρισε μητέρα, γιατί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της είχε καρκίνο σε όλη την κοιλιακή χώρα, γι’ αυτό, όταν καμιά φορά του μιλούσαν γι’ αυτήν τη νόσο, εκείνος απαντούσε: «Τι λέτε, ρε παιδιά, εγώ κολύμπαγα μέσα στον καρκίνο. Αυτός είναι φιλαράκι μου». Κατά τη διάρκεια της γέννας η μητέρα του ψυχορραγούσε. Πρόλαβε μόνο να ρωτήσει τι είναι, αγόρι ή κορίτσι το μωρό που γεννήθηκε, και όταν της απάντησαν «αγόρι», εκείνη πέθανε.
Φοίτησε στο Ε’ Γυμνάσιο Εξαρχείων, όπου ήταν όλη η αληταρία και δεν τολμούσες να πεις κουβέντα. Ο Ερρίκος Μπριόλας ήταν αθλητής της ενόργανης γυμναστικής και της ιππασίας, που του χάρισαν εξαιρετική φυσική κατάσταση και κορμοστασιά. Τελείωσε το λύκειο με 19, μπήκε στην Πάντειο, αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον ανάγκασε να πάρει αναβολή σπουδών.
Πεθαίνοντας ο πατέρας του άφησε ένα ταξί, το οποίο μοιραστήκαν με τον αδελφό του. Όταν έγινε ηθοποιός, δούλεψε το ταξί για έναν χρόνο ακόμα και μετά του το χάρισε. Γιατί όπως καταλάβατε, το δοκιμαστικό πήγε καλά και σε χρόνο dt πήρε τον πρώτο ρόλο.
Μακριά από όλα
Στην εταιρεία «Ανζερβός» πιστεύουν πολύ στον νεαρό ηθοποιό, και του κάνουν συμβόλαιο να κάνει τέσσερα έργα κάθε χρόνο, πληρωμένα είτε γίνονταν είτε όχι. «Όπως καταλαβαίνετε, ήταν δελεαστική η πρόταση και υπέγραψα. Είχαν βάλει μέχρι και το δικαίωμα να με δανείζουν σε άλλη εταιρεία και η αμοιβή, βέβαια, όλη δικιά μου. Μετά γλυκάθηκα με τα κορίτσια που έπεφταν όλα πάνω μου κι έτσι έμεινα» είχε πει σε συνέντευξη του.
Στην πορεία, ξέχωρα από την επιτυχία αρχίζει να αγαπάει και το θέατρο. Αποφασίζει να γραφτεί σε δραματική σχολή. Πέρασε στη Δραματική του Εθνικού αλλά όταν έμαθε ότι απαγορευόταν να δουλεύουν οι μαθητές στον κινηματογράφο, έφυγε. Μέχρι που γνωρίζει τον Δημήτρη Χορν που τον στέλνει στα εξαιρετικά ταλέντα.
Στη ζωή του υπήρξε ευγενέστατος, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «πρίγκιπα». Χαρακτηριστική είναι η σχέση του με τον Δημήτρη Μυράτ, αυτόν τον βαρύ και δύσκολο άνθρωπο, που δεν μπορούσε κανείς να του φέρει αντίρρηση. Γι’ αυτήν τη σχέση αναφέρει πάλι ο Μπριόλας: «Ο άνθρωπος που έχω σεβαστεί όσο κανέναν άλλον ήταν ο Δημήτρης Μυράτ, στον οποίο δεν τολμούσες να φέρεις αντίρρηση. Εγώ όμως είχα τη γνώμη μου και του την έλεγα. Έγινε κάποια στιγμή ένας τσακωμός μεταξύ μας και έφυγα από την πρόβα. Το βράδυ, όταν πήγα στο θέατρο, πέρασα όπως πάντα από το καμαρίνι του, όπου άφηνε οδηγίες και ανακοινώσεις. “Παρακαλώ διαβάστε το όρντινο” έγραφε –ήταν φοβερός καλλιγράφος– και από κάτω είχε συμπληρώσει: “Ζητώ συγγνώμη από τον κύριο Μπριόλα για το πρωινό επεισόδιο. Μυράτ”. Το είδε η Ζουμπουλάκη και μου είπε αυτό να μην το ξεχάσω ποτέ. Ο Μυράτ να ζητήσει συγγνώμη;».
Όσο για τους ανταγωνισμούς και τις ίντριγκες του χώρου;
Ούτε το ένιωσε, ούτε το επιδίωξε. «Αγαπούσα τους συναδέλφους μου και με αγαπούσαν κι εκείνοι», είχε πει. Τονίζοντας ότι το χειρότερό του ήταν οι δημόσιες σχέσεις. Ίσως γι’ αυτό να μην πέρασε ποτέ από τις μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες, αλλά ως φαίνεται δεν τον στεναχώρησε.
«Κυρία μου, είστε για μια ωραία ανάμνηση;»
Η ομορφιά και η γοητεία του δεν τον άφησαν να περάσει απαρατήρητος• γλέντησε τη ζωή με τις γυναίκες. Έκανε τρεις γάμους και ξόδευε τρελά, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν πάντα σε κακή οικονομική κατάσταση. Παρόλο που ήταν bon viveur, οι γάμοι του είχαν μελό φινάλε – κάπως σαν κάποιες ταινίες που έπαιξε.
Στον πρώτο γάμο, όπου απέκτησε και μια κόρη, έκανε «λαδιά». Όταν το κατάλαβε η σύζυγος, εκείνος δεν αρνήθηκε τίποτα και χώρισαν. Και όχι μόνο, αλλά ο επόμενος σύζυγος της γυναίκας του, υιοθέτησε την κόρη του. Ο Μπριόλας μάθαινε νέα τους αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ούτε είδε την εγγονή του από κοντά. Πάντως και η κόρη και η εγγονή του έγιναν εκπαιδευτικοί. «Αφού δεν ήθελαν να με γνωρίσουν, δεν ήθελα να πιέσω καταστάσεις», είχε δηλώσει.
Με τη δεύτερη σύζυγο έζησε σχεδόν την απόλυτη ευτυχία. Εκείνη είχε δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο που τον λάτρευαν. Αλλά επειδή είχαν διπλή υπηκοότητα, έπρεπε να επιλέξουν αν θέλουν την αμερικανική ή την ελληνική, και επέλεξαν την πρώτη. Ο Μπριόλας ήταν στο πικ της καριέρας του, άρα δεν είχε λόγο να φύγει. Κι έτσι τελείωσε δραματικά και αυτός ο γάμος.
Ο τρίτος πάλι ήταν καταστροφή, και απέφευγε να μιλάει γι’ αυτόν.
Στην εκτός γάμων ζωή του έζησε φανταστικά: «Δεν κοίταγα ηλικίες και ομορφιές. Κοίταγα προσωπικότητα», είχε πει. Μάλιστα μια περίοδο είχε κόλλημα με τις γυναίκες με γυαλιά. Όταν μια από αυτές πήγε να τα βγάλει, εκείνος γύρισε και τις είπε: «Εγώ για τα γυαλιά σε θέλω».
Η αγαπημένη του ατάκα που έλεγε ήταν «Κυρία μου, είστε για μια ωραία ανάμνηση;», ενώ όταν έκανε σχέση με μια πολύ νεότερη κοπέλα, συνέβη το παρακάτω απίστευτο σκηνικό. Είχε σταματήσει σε ένα βενζινάδικο να βάλει βενζίνη.
Η κυρία που τον εξυπηρέτησε, μόλις είδε τη νεαρή συνοδό του γύρισε και της είπε: «Έχεις τα ίδια μάτια με τον μπαμπά σου».
Ο Μπριόλας γέλασε χωρίς να απαντήσει. Στη διαδρομή όμως άρχισε η γκρίνια από την συνοδό του, επειδή δεν είπε ότι είναι φίλη του και όχι κόρη του. Τότε εκείνος νευρίασε, γύρισε πίσω και είπε στην υπάλληλο ότι η κοπέλα είναι η φίλη του και όχι η κόρη του.
Παρ’ όλα αυτά απέφευγε να κάνει σχέσεις με συναδέλφισσές του. Μόνο μία ερωτεύτηκε: Την Αφροδίτη Γρηγοριάδου, που όμως εκείνη την περίοδο μόλις είχε παντρευτεί με τον Βύρωνα Πάλη. Οπότε ο Μπριόλας δεν θέλησε να προχωρήσει.
Χιούμορ, αυτογνωσία και μοναξιά
Λίγο πριν τελειώσει την καριέρα του προέκυψαν δύο τηλεοπτικές επιτυχίες: στο «10 λεπτά κήρυγμα» και το «Η ώρα η καλή». Εκεί μεταξύ άλλων γνωρίστηκε με την Κάρμεν Ρουγγέρη, με την οποία συνεργάστηκε σε έργα της στην παιδική σκηνή της Λυρικής. Και με αυτό τον γλυκό και περίεργο τρόπο βγήκε στη σύνταξη.
Πώς ήταν η ζωή του χωρίς το θέατρο; Ασχολιόταν με υπολογιστές, λάτρευε το διάβασμα, και μέχρι τα 80 του κυκλοφορούσε με μηχανή. Σε ερώτηση αν έχει φίλους, είχε απαντήσει: «Φίλοι; Έχουν πεθάνει όλοι».
Ο Ερρίκος Μπριόλας βίωνε τη μοναξιά του με αξιοπρέπεια, ενώ σε μια από τις λιγοστές του συνεντεύξεις, αναφερόμενος στο αγαπημένο του θέμα τις γυναίκες είχε πει: «Τότε καμία δεν μου έλεγε όχι. Τώρα τρομάζω μην τρελαθεί κάποια και μου πει ναι».
Σπύρος Δευτεραίος