Στο 15ο συνέδριο του «Φόρουμ Παγκόσμιων Σχέσεων» (Global Relations Forum), με βασικό θέμα «Πορεία σε ένα αβέβαιο, κοινό παγκόσμιο μέλλον», μίλησε χθες, 14 Οκτωβρίου, στην Κωνσταντινούπολη ο πρώην πρωθυπουργός και νυν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Γιώργος Παπανδρέου.
Ο κ. Παπανδρέου που ήταν ο κεντρικός ομιλητής ανέφερε ότι παρά τις προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και παρά τα νέα ζητήματα που προκύπτουν μερικές φορές, «οι κοινές μας προσπάθειες, η δουλειά που έχουμε κάνει, ο χρόνος που έχουμε περάσει μαζί σε διάλογο ή πίνοντας κρασί, έχουν σφυρηλατήσει έναν δεσμό εμπιστοσύνης».
Αφού σημείωσε ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ των ηγετών που καλλιεργούν την κουλτούρα της συνεργασίας και αλληλοσεβασμού, και εκείνων που εκμεταλλεύονται και επωφελούνται από τη διχόνοια, την εχθρότητα, το μίσος και την πόλωση, ο πρώην πρωθυπουργός ανακάλεσε στη μνήμη του την εποχή που ήταν υπουργός Εξωτερικών και συνεργάστηκε με το Τούρκο ομόλογό του, Ισμαήλ Τζεμ: «Όταν συνάντησα τον Ισμαήλ Τζεμ, η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν στα πρόθυρα σύγκρουσης για το θέμα του Οτζαλάν. Θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει αμοιβαία τις αλληλοκατηγορίες, έναν αγώνα με φωνές στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει ήρωες για μια ημέρα, εφήμεροι ήρωες στις χώρες μας. Αντ’ αυτού, επιλέξαμε έναν διαφορετικό δρόμο. Παρά τα δύσκολα ζητήματα όπως το Κυπριακό και τα θαλάσσια όρια, εμείς ξεκινήσαμε ένα ταξίδι προς την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης, βασισμένης στην ειρήνη και τη συνεργασία, βρίσκοντας κοινό έδαφος σε τομείς, όπως οι επιχειρήσεις, η ενέργεια, ο τουρισμός και ο αθλητισμός».
Στη συνέχεια έδωσε τρία ενδεικτικά παραδείγματα όσον αφορά τη διαμόρφωση την εποχή εκείνη των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ένα ευρύτερο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο:
Πρώτον, η Ελλάδα αποφάσισε να άρει το βέτο στην υποψηφιότητα της Τουρκίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεύτερον, καθώς η Ελλάδα ετοιμαζόταν να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, «ο Ισμαήλ και εγώ υποστηρίξαμε την Ολυμπιακή Εκεχειρία, μια πρωτοβουλία για την παύση των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των Αγώνων».
Τρίτον, κατά τη διάρκεια μιας σοβαρής κρίσης στη Ραμάλα, με τον Γιασέρ Αραφάτ να βρίσκεται υπό πολιορκία στο αρχηγείο του, ο ίδιος και ο Ισμαήλ Τζεμ ανέλαβαν διπλωματική πρωτοβουλία, ταξιδεύοντας στη Μέση Ανατολή για να συναντηθούν με τον Αριέλ Σαρόν και τον Γιάσερ Αραφάτ, μεταφέροντας ένα ισχυρό μήνυμα ειρήνης.
«Η συλλογική δύναμη των Ελλήνων και των Τούρκων σε αυτή την προσπάθεια απέδειξε ότι όταν εργαζόμαστε μαζί, ο αντίκτυπός μας είναι εκθετικά μεγαλύτερος» είπε για να συμπληρώσει ότι «αυτή η προσέγγιση αντιπροσωπεύει μια μορφή πατριωτισμού που είναι αντίθετη και πολύ ισχυρότερη από τον υπερεθνικισμό. Είναι ένας πατριωτισμός που αναδεικνύει ό,τι καλύτερο έχουν οι λαοί μας, αναδεικνύει ό,τι καλύτερο έχουν οι κοινωνίες και τα έθνη μας -όχι τις έχθρες μας, όχι τους φόβους μας, αλλά τις δυνατότητές μας και αποτελεί πηγή τεράστιας υπερηφάνειας».
Συνοψίζοντας, οι συνεργατικές προσπάθειες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων έχουν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον Γιώργο Παπανδρέου, να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα όχι μόνο στο εσωτερικό των δικών μας αλλά σε ολόκληρη την περιοχή, σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο.
«Ας μετατρέψουμε το Αιγαίο Πέλαγος και το Ανατολική Μεσόγειο από σύμβολο έντασης σε πρότυπο συνεργασίας, αντιμετωπίζοντας ζητήματα όπως τα θαλάσσια σύνορα μέσω του διαλόγου, του αμοιβαίου σεβασμού και στη βάση του διεθνούς δικαίου» πρότεινε ο κ. Παπανδρέου, απαριθμώντας στη συνέχεια βασικούς τομείς συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας που μπορούν να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα.
Σε έναν κόσμο κατακερματισμένης παγκόσμιας ηγεσίας το ενιαίο μέτωπό μας μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων, ανέφερε, ενώ για τις διαφορές στο Αιγαίο και την Κύπρο «πρέπει να θεωρήσουμε την επίλυσή τους όχι εμπόδιο, αλλά ευκαιρία για να ενισχύσουμε τους δεσμούς μας και να προβάλουμε ένα νέο αφήγημα σταθερότητας στην περιοχή μας».
Άλλοι τομείς ελληνοτουρκικής συνεργασίας, σύμφωνα με τον κ. Παπανδρέου είναι οι από κοινού πρωτοβουλίες για την ειρήνη, η πράσινη μετάβαση, η ενεργειακή συνεργασία, η τεχνολογική καινοτομία, η συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών και στις δύο χώρες, η οικονομική εταιρική σχέση και οι πολιτιστικές ανταλλαγές.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ