Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Το παρόν κοντάκιο αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου Τιμόθεου (15/4/1937-9/8/2024).
ιη’. Ακούγοντας ο Πέτρος τον πετεινό που έκραξε, κραυγάζει αμέσως
γοερά κι οδύρεται και κλαίει: «Αλίμονό μου, αλίμονο! Πού να ’βρω τόπο να χαθώ, να φύγω, να εξαφανιστώ; Πού να σταθώ ο έρμος; Και με τι μούτρα τώρα πια θα εμφανιστώ στον κόσμο;
»Και τι να πω; Πώς να το πω; Και τι να εξηγήσω; Τι να καταλογίσω στον εαυτό μου απ’ όλα αυτά; Και τι να συγχωρήσω;
»Μπορώ κάτι να κάνω; Και τι θα πάθω άραγε; Ποια θα ’ναι η τιμωρία και τι θα πρέπει να υποστώ;
»Απ’ τις πληγές που έλαβα… για ποια να κλάψω τώρα; Την πρώτη γιά τη δεύτερη;
»Ότι τριπλός είν’ ο καημός που τώρα με πλακώνει.
»Έτσι που ήμουν αφελής, τρεις ήταν που μου έριξε ο δολερός κακούργος.
»Ο τοξευτής αόρατος, μα φανερά τα βέλη του απάνω στο κορμί μου.
»Μα πού είχα το μυαλό μου; Ο νους μου πού ταξίδευε κείνη την κρίσιμη στιγμή που έπρεπε να φωνάξω:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”;
ιθ’. »Η δύναμή μου είσ’ Εσύ, Εσύ το καύχημά μου· μονάχα Εσύ Φιλάνθρωπε, μη με εγκαταλείπεις!».
Ο Πέτρος έτσι έλεγε και έκλαιγε στο δρόμο, καθώς τους άλλους πήγαινε ‒τους μαθητές του Λυτρωτή‒ τότε να συναντήσει.
Κρατούσε το κεφάλι του μέσα στα δυο του χέρια και
αυτά είναι που τους φώναξε: «Ακούστε δούλοι του Χριστού, ακούστε, αλίμονό μου!
»Την προφητεία του Χριστού την έχω εκπληρώσει
»με την τριπλή μου απάρνηση.
»Κλάψτε, λοιπόν, μαζί μου· θρηνολογώντας πείτε μου:
»“Πέτρο πού είναι ο πόθος σου, ο ζήλος σου πού πήγε; Πού πήγε Πέτρο η πίστη σου; Πού είναι η σωφροσύνη;
»Ο νους σου πού ταξίδευε κείνη την κρίσιμη στιγμή που έπρεπε να φωνάξεις:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”;».
κ’. Μπροστά στα τόσα δάκρυα που έχυνε ο Πέτρος, λύγισε τότε ο Εύσπλαχνος, συγχώρεση του δίνει.
Κι εκεί επάνω στο Σταυρό είπε δυο λόγια στον ληστή και έστειλε έτσι μήνυμα για να το μάθει ο Πέτρος:
«Ω, φίλε, φίλε μου ληστή, μαζί μου σήμερα εσύ μείνε εδώ κοντά μου,
»γιατί ο Πέτρος μ’ άφησε, μ’ έχει εγκαταλείψει.
»Όμως, για εκείνον και για εσέ και για όσους το ζητάνε,
»ανοίγω την αγκάλη μου με περισσή αγάπη, γιατί είμαι φιλάνθρωπος.
»Με δάκρυα στα μάτια, ληστή, μου λες “συγχώρα με”·
»ο Πέτρος πάλι κλαίγοντας φωνάζει “μη μ’ αφήσεις”.
»Γι’ αυτό τα λέω τώρα αυτά σε σένα και σ’ εκείνον, και σ’ όσους μου φωνάζουνε:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”.
κα’. »Κανείς σας αναμάρτητος, κι ανίκητος κανένας· δώστε τη δέουσα προσοχή και μην ολιγωρείτε·
»μονάχα εγώ είμαι άμωμος. Γι’ αυτό, απλώνω εγώ τη Χάρη μου και σας σκεπάζω όλους».
Έτσι νομίζω γίνανε ετούτα που σας λέω. Βεβαίως, ίσως να βρεθεί κάποιος ανάμεσά σας να με ρωτήσει το εξής: «Και πού το ξέρεις, άνθρωπε,
»ότι μετά την πτώση του ο Πέτρος ξανακλήθηκε απ’ τον Κύριο κοντά Του;».
Αμέσως και επακριβώς τώρα θε να σας δείξω ποιος ήταν τότε εκείνος
που πήγε και παρέδωσε το δώρο της συγχώρεσης που δόθηκε στον Πέτρο.
Αγγέλου ήταν η φωνή που στις γυναίκες μίλησε κι αυτά τα λόγια είπε:
«Όταν το πείτε σ’ όλους ‒να μην το παραλείψετε‒ πείτε το και στον Πέτρο:
»να μη φοβάσαι, πείτε του, ο Διδάσκαλος το λέει· μονάχα να φωνάζετε:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”.
κβ’. »Πήγαινε τώρα Άγιε, πάνε να συναντήσεις τον Κύριο που έρχεται τώρα από τον Τάφο.
»Προς τα εσένα έρχεται· κοίτα να Τον υποδεχτείς ως να έρχεται απ’ αρχοντικό, γαμήλιο κοιτώνα. Εγώ είμαι Άγγελός Του και μ’ έστειλε για να σου πω
»‒ πες του, μου λέει, του Πέτρου: “μην πέφτεις σε απόγνωση νομίζοντας πως άφεση από εμένα δεν θα λάβεις·
»”μόνο κοίτα να εύχεσαι σε πειρασμό μην πέσεις”».
Να μην βρεθεί, λοιπόν, κανείς τώρα να μας μπερδεύει, λέγοντας πως στον Πέτρο
δεν συγχωρέθηκε ποτέ ετούτο το παράπτωμα που τότε είχε κάνει.
Ο Χριστός στη γη κατέβηκε, γιατί ήθελε συγχώρεση σε όλους μας να δώσει.
Για τούτη τη συγχώρεση που ήθελε να χαρίσει, καρφώθηκε πάν’ στο Σταυρό.
Και συγχωρώντας έτσι, το θάνατο υπέταξε για χάρη όσων φωνάζουν:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις».
κγ’. «Συγχώρησέ μας Δέσποτα», φωνάξτε προς τον Πλάστη, εσείς οι νεοφώτιστοι,
επειδή απ’ την κολυμβήθρα γευτήκατε γλυκιά πηγή που άλλη δεν είναι σαν αυτή.
Μη μείνετε στη βάπτιση· πρέπει να φωτιστείτε.
Δεν είν’ κανείς να δέχεται το δώρο αυτό και να ’χει υποκρισία μέσα του και στην καρδιά του δόλο.
Για να μην πει ποτέ ο Θεός: «Μόλις μπήκανε μέσα
»αυτοί, μολύνανε τη γη μου».
Μη δώσει τώρα και συμβεί και πεις Χριστέ μου έτσι.
Αντίθετα, γοργά να ’ρθεις και ευχαρίστως να δεχτείς
μαζί μ’ εμάς κι εκείνους που πάντα Σου φωνάζουνε:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις».