Ο Πόντιος λόγιος Μιχαήλ Μεταλλείδης με άρθρο του στα Ποντιακά Φύλλα, το 1937, αναφέρεται, μεταξύ άλλων σε ένα περιστατικό που λέγεται ότι συνέβη πριν από την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, το 1916. Όπως σημειώνει, πρόκειται για κάτι που οι Έλληνες της Ενορίας Χριστού –εκεί βρισκόταν ο Ιερός Ναός του Αγίου Ευγενίου του Τραπεζούντιου που μετά την Άλωση έγινε τζαμί– αλλά και της ευρύτερης Τραπεζούντας οι οποίοι ήταν προληπτικοί, το θεώρησαν ως άγγελο κακών για την επικρατούσα κατάσταση.
Ο συντάκτης δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι συνέβη αυτό που του είπαν ή άκουσε, αλλά σε κάθε περίπτωση η ιστορία μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
≈
Ένα πρωί του Σεπτεμβρίου του 1914, πρώτου έτους του Ευρωπαϊκού πολέμου, και πριν ακόμη το άνθος του τουρκικού στρατού της Τραπεζούντος, με επί κεφαλής τον υπουργός Εμβέρ πασάν, υποστή την γνωστήν πανωλεθρίαν του Σαρή-καμίς, εντός του προαυλίου του Αγίου Ευγενίου και προς το μέρος του αγίου Βήματός του, ευρέθη αναίσθητος η πτωχή Κούρδισσα Αϊσσα, επαγγελλόμενη την νεροκουβαλήτριαν εις τα διάφορα γειτονικά αρχοντόσπιτα.
Οι Μωαμεθανοί οι οποίοι την εύρον εις την κατάστασιν αυτήν, και εις τους οποίους διηγήθη την αιτίαν, την ηπείλησαν και την υπεχρέωσαν να τηρήση απόλυτον σιγήν.
Τρομοκρατηθείσα αύτη εκ του παθήματός της και φοβούμενη την οργήν των Μωαμεθανών εγκατέλειψε τα πάντα και ανεχώρησε διά την ιδιαιτέραν πατρίδα της.
Δια να δικαιολογήση όμως την απρόοπτον αναχώρησίν της, εξεμυστηρεύθη το πάθημά της εις τίνας ελληνικάς οικογενείας, υπό των οποίων και εκοινολογήθη τούτο.
Είχεν εξυπνήση, όπως διηγήθη η ιδία, πολύ ενωρίς, πριν ακόμη ξημερώση, δια να προκάμη να εφοδιάση με νερό όλα τα σπίτια των πελατών της.
Όταν όμως έφθασεν εις τον αυλόγυρον του Αγίου Ευγενίου όπου ευρίσκετο και η βρύση, είδεν έξαφνα να ανοίγη η μικρή πορτούλα του αγίου Βήματος και ένας σεβάσμιος ιερεύς, ντυμένος στα ολόχρυσά του άμφια, να βαδίζη προς το μέρος της με το δεξί του χέρι υψωμένο.
Έντρομος η δυστυχής Κούρδισσα από την απροσδόκητον οπτασίαν, έχασε τας αισθήσεις της εσωριάσθη λιπόθυμος δίπλα εις τους άδειους της κουβάδες, όπου την εύρον και την συνέφεραν οι Μωαμεθανοί της γειτονιάς.
Μιχαήλ Μεταλλείδης