Ο Σύλλογος Ανατολικορωμυλιωτών Πολυκάστρου ιδρύθηκε το 1975. Έχει σκοπό του τη διατήρηση και την ανάδειξη της λαϊκής παράδοσης, όπως επίσης τη διάδοση των πατροπαράδοτων εθίμων της Βόρειας Θράκης – περιοχή που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία.
Τη δεκαετία του 1990 οι Ανατολικορωμυλιώτες του Πολυκάστρου απέκτησαν τη δική τους ιδιόκτητη στέγη.
Σε έκταση που παραχωρήθηκε από τη Διεύθυνση Γεωργίας του Ν. Κιλκίς χτίστηκε το ισόγειο του πολιτιστικού τους κέντρου, με προσωπική εργασία των μελών του Συλλόγου. Το 2008 ήταν το πρώτο σωματείο πανελλαδικά που επιδοτήθηκε μέσω του προγράμματος Leader Plus και κατασκευάστηκε ο πρώτος όροφος, στον οποίο στεγάζεται λαογραφική συλλογή και εκτίθενται οι δωρεές των μελών και φίλων που σχετίζονται με τον παραδοσιακό ιδιωτικό και δημόσιο βίο των Ανατολικορωμυλιωτών.
Σήμερα το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Συλλόγου Ανατολικής Ρωμυλίας Πολυκάστρου είναι ένα από τα σημαντικά σημεία αναφοράς της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Η πρόεδρος του Συλλόγου, συμβολαιογράφος Ελένη Χαμουρούδη, μίλησε στο pontosnews.gr για την ιστορία των Ανατολικορωμυλιωτών του Πολυκάστρου.
Κυρία Χαμουρούδη, από πού είναι η καταγωγή σας;
Όλοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου ήρθαν από το Σιναπλί της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το 2004 πραγματοποιήσαμε με το Σύλλογο μια εκδρομή στην Αν. Ρωμυλία, και μεταξύ άλλων επισκεφτήκαμε το Σιναπλί και το Ραβδά από όπου προέρχονται οι Ανατολικορωμυλιώτες του Πολυκάστρου. Εγώ μεγάλωσα με τη γιαγιά μου και γνωρίζω πολλά πράγματα για τον τόπο της από τις διηγήσεις της. Η γιαγιά μου λεγόταν Σιδέρω Καργιωτούδη, το γένος Ανδρεούδη, γιατί τον πατέρα της τον έλεγαν Ανδρέα.
Ανδρέας-Ανδρεούδης, έτσι πήγαιναν συνήθως τα επίθετα.
Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1900 και έφυγε από το χωριό της το Σιναπλί για να έρθει στο Πολύκαστρο σε ηλικία 24 χρόνων. Στο δρόμο για την προσφυγιά κουβαλούσε εκτός από τα λιγοστά της υπάρχοντα και το πρώτο της παιδί, ηλικίας μόλις 40 ημερών.
Όταν λοιπόν επισκέφτηκα το Δημαρχιακό Μέγαρο του Σιναπλί χτύπησα την πόρτα του δημάρχου. Αφού του συστήθηκα, του ζήτησα να μου δώσει πρόσβαση στα αρχεία για να ψάξω πληροφορίες για τους δικούς μου. Μου είπε πως τα αρχεία πριν από το 1917 [ρωσική επανάσταση] ήταν στη Σόφια, αλλά για μετά το ’17 βρίσκονταν εκεί. Αφού δεν μπορούσα να βρω τις γεννήσεις λόγω του περιορισμού αυτού, σκέφτηκα πως μπορώ να βρω τους γάμους των παππούδων μου.
Αν ένας σημερινός ερευνητής πάει να ψάξει τα αρχεία για το πόσοι Έλληνες ήμασταν εκεί, δεν θα βγάλει άκρη κι αυτό γιατί είναι καταχωρισμένοι με βουλγάρικες ονομασίες, όπως ήθελε να τους παρουσιάζει το βουλγαρικό κράτος.
Για τον παππού μου, συγκεκριμένα, έγραφε «ο Αποστόλ Παναγιώτοφ (τον παππού μου τον έλεγαν Αποστόλη και τον πατέρα του Παναγιώτη) παντρεύτηκε με τη Σιδέρα Αντρίεβα (την Σιδέρω Ανδρεούδη)». Ποιος θα βρει ποιος ήταν ο Παναγιώτοφ και ποια ήταν η Αντρίεβα; Ποιος θα καταλάβει πως αυτοί ήταν Έλληνες;
Το Σιναπλί ήταν ένα από τα δώδεκα χωριά της επαρχίας Καβακλί. Ήταν πληθυσμιακά το τρίτο χωριό, με πρώτο το Καβακλί και δεύτερο τις Καρυές. Ήταν μεγάλο χωριό, ήμασταν 1.800 ελληνικές οικογένειες, μπορεί και 2.000. Στο Πολύκαστρο ήρθαν 450 οικογένειες. Από αυτά τα δώδεκα χωριά της επαρχίας Καβακλί έφυγαν όλοι και ήρθαν στην Ελλάδα. Οι μοναδικοί που έμειναν πίσω ήταν οι μισοί κάτοικοι από το χωριό Ακ-Μπονάρ.
Κατά κοινή ομολογία Βουλγάρων και Τούρκων, η περιοχή ονομαζόταν «Μικρή Ελλάς» λόγω του ακραιφνώς ελληνικού πληθυσμού.
Από πότε μετρά η ελληνική παρουσία στην επαρχία Καβακλί; Προέρχονταν από κάποιον ελληνικό αποικισμό ή ήταν γηγενείς;
Οι Θράκες μαζί με τους Πελασγούς ήταν προελληνικά φύλα. Υπάρχει μια διχογνωμία, άλλοι λένε πως ήρθαν από την κεντρική Ευρώπη και άλλοι από την κεντρική Ασία. Όμως όπως και να έχει, είναι ινδοευρωπαϊκό φύλο όπως και όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες. Βέβαια με τους αιώνες εξελληνίστηκαν, και μελετώντας τα «Θρακικά Αρχεία» έχω διαπιστώσει για τις εθνοτοπικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως «ντόπιοι» γηγενείς, δηλαδή περιοχές Χαλκιδικής, Σερρών κτλ., πως έχουμε πολλές ομοιότητες και στο γλωσσικό ιδίωμα αλλά και στα έθιμα. Θεωρώ πως είναι και αυτοί Θράκες που δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τις εστίες τους.
Οι μοναδικοί Θράκες που μετακινήθηκαν όπως διαμορφώθηκαν οι κοινότητες επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι αυτοί της Βόρειας Θράκης, δηλαδή της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμυλίας, της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Θράκης που είναι το μικρότερο τμήμα της μεγάλης έκτασης της θρακικής γης όπως την έχουμε στο μυαλό μας σήμερα.
Οι Θράκες δεν είχαν ποτέ κράτος, λέγεται πως ήταν 60 φυλές, κατοικούσαν από τα Πιέρια όρη μέχρι πάνω από τις όχθες του Δούναβη και μέχρι τη σημερινή νότια Ρωσία. Υπήρχαν και οι Θράκες της Μ. Ασίας που ήταν εγκατεστημένοι εκεί, οι Λέλεγες, οι Φρύγες, οι Κάρες – όλοι αυτοί ήταν θρακικά φύλα. Οι Μυσοί επίσης ήταν Θράκες. Μόνο ο βασιλιάς Ρήσος κατόρθωσε να ενώσει κάποιες φυλές Θρακών και ίδρυσε το μοναδικό βασίλειο των Οδρυσσών. Ο βασιλιάς Ρήσος ήταν από τους πιο δυνατούς βασιλιάδες, πήρε μάλιστα μέρος και στον Τρωικό Πόλεμο με το πλευρό των Τρώων, όπου και σκοτώθηκε, γιατί κατά μία άποψη και οι Τρώες ήταν Θράκες.
Μάλιστα, έχουμε δηλαδή ως Πόντιοι Κιλκισιώτες δύο εθνοτοπικές κοινότητες, φίλους και «συγκάτοικους», που πολέμησαν στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό των Τρώων: τους Θράκες και τους Παίονες!
Μην σου φαίνεται παράξενο, τώρα με τα περίφημα τεστ DNA έχει δειχθεί πως το γονίδιο των Θρακών προσομοιάζει με τον γονίδιο των Κρητών. Οι πρώτοι κάτοικοι της Πάρου και της Νάξου ήταν Θράκες, λόγω των πειρατών εγκατέλειψαν τα νησιά. Υπήρχε μεγάλη εξάπλωση παντού. Όταν κατέβηκαν οι Δωριείς το 1.100 π.Χ., οι Θράκες προϋπήρχαν, ήταν στην περιοχή 3.500 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, βρίσκονται ευρήματα, όμως δεν υπάρχουν γραπτές πηγές γιατί δεν ήταν των «γραμμάτων».
Όταν έγινε ο εξελληνισμός, δώσανε και πήρανε. Δώσανε δηλαδή από θεότητες τις Μούσες, που είναι θρακικές. Ο Ορφέας ο λυράρης για τον οποίο γίνονταν τα περίφημα «Ορφικά μυστήρια», ήταν Θράκας. Ο Ορφισμός έθεσε τα θεμέλια του μονοθεϊσμού. Ορφικά θα δεις και στον Βουδισμό και στον Ιουδαϊσμό και στον Χριστιανισμό.
Ας πάμε όμως και στην κλασική Αρχαιότητα. Η μάνα του Θεμιστοκλή ήταν Θράκισσα, η μάνα του Κίμωνα επίσης, ο Θουκυδίδης ήταν και από τα δύο γένη Θραξ, ο Δημόκριτος επίσης. Από τους νεοέλληνες ο Βάρναλης ήταν Θραξ, γεννημένος στον Πύργο της Αν. Ρωμυλίας, και επειδή σπούδασε στη Βάρνα τον είπανε Βάρναλη, και τόσοι άλλοι.
Πολύ ενδιαφέροντα όσα μας λέτε. Ας γυρίσουμε όμως πίσω στους Θράκες του Πολυκάστρου και στις πατρογονικές και μητρογονικές τους εστίες. Με ποιες συνθήκες ξεκινήσατε από το Σιναπλί και το Ραβδά; Υπήρξε διωγμός; Ήρθατε ειρηνικά;
Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ αποφασίστηκε η «εκούσια» ανταλλαγή πληθυσμών. Ανταλλάχτηκαν οι Βούλγαροι που κατοικούσαν στην Ελλάδα με τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Βουλγαρία. Τώρα κατά πόσο αυτή η ανταλλαγή ήταν «εκούσια», κάποιος ιστορικός του μέλλοντος θα μας το πει.
Δεν υπήρχε το θρησκευτικό κριτήριο δηλαδή. Ήταν θέμα καθαρά εθνικής συνείδησης.
Ακριβώς, εθνική συνείδηση! Η γιαγιά μου, όπως και οι περισσότερες γυναίκες του καιρού της, ήταν μια απαίδευτη γυναίκα. Το ίδιο και ο παππούς μου, ήταν σχεδόν αγράμματος, γεωργοκτηνοτρόφοι ήταν το επάγγελμά τους. Έλα όμως που δεν ήθελαν να γίνουν Βούλγαροι! Ήθελαν να μιλάνε τη γλώσσα τους, τα ελληνικά με το θρακικό τους ιδίωμα. Ήθελαν τα ήθη και τα έθιμά τους. Ήθελαν να χορεύουν τους χορούς τους. Γι’ αυτό και σηκώθηκαν και έφυγαν. Βέβαια ήθελαν να εκκλησιάζονται με ιερέα Έλληνα και η λειτουργία να γίνεται στα ελληνικά.
Είναι δύσκολο για κάποιον να αφήσει τον τόπο που γεννήθηκε, που έθαψε τους νεκρούς του, που έχει μια περιουσία, να σηκωθεί και να φύγει. Θα μπορούσαν να πούνε «και τι έγινε; Θα γίνουμε Βούλγαροι». Όμως δεν το έκαναν.
Άλλοι το έκαναν. Στα βορειοανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας –εμείς τον Εύξεινο Πόντο τον λέμε Μαύρη Θάλασσα–, επειδή ακριβώς ήταν αναπτυγμένες οι κοινωνίες και λόγω του εμπορίου είχαν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, εκεί επέλεξαν να κάτσουν στον τόπο τους. Σήμερα το 40% της Σωζόπολης είναι ελληνικής καταγωγής. Στον Πύργο το ελληνικό στοιχείο αγγίζει το 30% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Το 40% του πληθυσμού της Μεσήμβριας είναι ελληνικής καταγωγής, για να μην πω για την Αγχίαλο που οι κάτοικοι με ελληνική καταγωγή είναι το 60% του πληθυσμού της. Έμεινε πίσω αρκετός κόσμος.
Έχουν όμως οι εναπομείναντες και οι απόγονοί τους ελληνική εθνική συνείδηση, ή ξέχασαν τις ρίζες τους;
Από προσωπική εμπειρία με γνωστούς μου θεωρώ πως μπορεί να υπήρχε πιο έντονη η ελληνική ταυτότητα τα πρώτα χρόνια, αλλά τώρα πια δυστυχώς έχει αρχίσει να φθίνει – και δεν μιλώ μόνο για τις κοινότητες της Βουλγαρίας, αλλά και για τον απανταχού ελληνισμό. Η εθνική συνείδηση καλλιεργείται, χρειάζεται πρόνοια από τη μητρόπολη, δεν αφήνεις έτσι στην τύχη τους τις κοινότητες του εξωτερικού, θα αφομοιωθούν.
Πείτε μας πώς επιλέχτηκε το Πολύκαστρο ως τόπος εγκατάστασης των προσφύγων Ανατολικορωμυλιωτών από το Σιναπλί και το Ραβδά, του όμορφου χωριού στα παράλια του Εύξεινου Πόντου;
Για τους Ραβδιώτες δεν έχω γνώση. Μπορώ να σας πω όμως για τους Σιναπλιώτες που ήταν η δική μου οικογένεια. Είχαν οριστεί από την κυβέρνηση επιτροπές οι οποίες έδειχναν στις επιτροπές που επισκέπτονταν την Ελλάδα πιθανούς τόπους εγκατάστασης. Για τους παππούδες μου και τους υπόλοιπους Σιναπλιώτες έδειξαν τρία μέρη. Δεν γνωρίζω ποια είναι τα δύο που απορρίφθηκαν. Γνωρίζω όμως πως τελευταίο τους έδειξαν το Πολύκαστρο που τότε βέβαια δεν λεγόταν έτσι, λεγόταν Καρασούλι («μαύρο νερό» στα τουρκικά).
Με το που ήρθε η επιτροπή των Σιναπλιωτών, ανέβηκε πάνω στο λόφο για να δουν σε ποιο μέρος θα στήσουν την καινούργια τους ζωή – ειρήσθω εν παρόδω, λόφο είχε και το Σιναπλί. Ανεβαίνοντας επάνω λοιπόν είδαν τον Αξιό, μεγάλο και πεντακάθαρο τότε, να διασχίζει την κοιλάδα της Παιονίας. Τους θύμισε το ποτάμι τους. Αυτά τα δύο στοιχεία, ο λόφος και το ποτάμι, ήταν καθοριστικά για να πάρουν την απόφαση να εγκατασταθούν. Ήταν γεωργοκτηνοτρόφοι, και η κοιλάδα του Αξιού τούς εγγυούνταν πως θα μπορούσαν να ζήσουν. Δεν είδαν όμως την λίμνη Αρτζάν-Αματόβου, που τότε ήταν ένα τεράστιο έλος και τελικά αποξηράνθηκε και τα εδάφη της παραχωρήθηκαν στους ακτήμονες γεωργούς.
Λόγω του έλους, η ελονοσία αλλά και φυματίωση θέρισε ολόκληρες οικογένειες.
Κατοίκησαν στο μέσο και βόρειο τμήμα του Πολυκάστρου, το νότιο τμήμα το είχαν πιάσει οι Πόντιοι που ήρθαν νωρίτερα. Σχεδόν ταυτόχρονα με εμάς ήρθαν και οι Μικρασιάτες οι οποίοι κατοίκησαν το ύψωμα, την αμφιθεατρική ανατολική πλαγιά του Πολυκάστρου που βλέπει απέναντι το Πάικο.
Οι Σιναπλιώτες ήρθαν σε τρία κύματα. Η πρώτη φουρνιά ήρθε τον Οκτώβριο του ’24, η δεύτερη τα Χριστούγεννα, και η τρίτη το Πάσχα του ’25. Οι Ραβδιώτες ήρθαν το ’25. Συνολικά ήρθαν 450 οικογένειες Σιναπλιωτών όπως είπαμε –εκ των οποίων οι 40-50 έφυγαν και πήγαν στη Μεσούνη Ροδόπης–, και 15-20 οικογένειες Ραβδιωτών. Στο Πολύκαστρο προϋπήρχαν 3-4 οικογένειες γηγενών, αν και δεν ήταν οργανωμένος οικισμός.
Είστε το κυρίαρχο στοιχείο του Πολυκάστρου.
Είμαστε το 60% του συνολικού πληθυσμού της πόλης!